29/9/09

Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης [3]

Το δεύτερο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου που, ύστερα από την αναγνώριση του Χριστιανισμού, έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου.
Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν πολύ καλά εκτιμήσει τις στρατηγικές και εμπορικές δυνατότητες που είχε το Βυζάντιο, λόγω της θέσης του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λόγω του ελέγχου που ασκούσε στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες των ένδοξων αρχαίων πολιτισμών.
Τα πρώτα 50 χρόνια του 7ου αιώνα π.Χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, τη Χαλκηδόνα, στις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα έγινε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Χαλκηδόνας, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομά αυτό από τον αρχηγό των αποίκων Βύζα. Τα ανώτερα, σε σχέση με τη Χαλκηδόνα, προσόντα του Βυζαντίου είχαν πολύ εκτιμηθεί από τους αρχαίους. Ο Έλληνας ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ. Ηρόδοτος (IV, 44), γράφει ότι ο στρατηγός των Περσών Μεγάβαζος, όταν έφτασε στο Βυζάντιο ονόμασε τους κατοίκους της Χαλκηδόνας τυφλούς, γιατί, έχοντας τη δυνατότητα εκλογής, διάλεξαν τη χειρότερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή της θέσης όπου χτίστηκε αργότερα το Βυζάντιο. Αργότερα η φιλολογική παράδοση - συμπεριλαμβανομένου του Στράβωνα (VII, 6, c. 320) και του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου (Ann. ΧΙΙ, 63), αποδίδει τα λόγια του Μεγάβαζου, λίγο τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, που είπε στους Μεγαρείς, όταν τον ρώτησαν που θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη τους, να εγκατασταθούν απέναντι στην πόλη των τυφλών.
Το Βυζάντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέμων και την εποχή του Φιλίππου του Μακεδόνα. Ο Έλληνας ιστορικός του δεύτερου π.Χ. αιώνα Πολύβιος, ανέλυσε προσεκτικά την πολιτική και οικονομική θέση του Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδας με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, έγραφε, ότι δίχως την έγκριση των κατοίκων του Βυζαντίου ούτε ένα απλό εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να μπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν κι ότι με τον τρόπο αυτόν οι κάτοικοι του Βυζαντίου είχαν κάτω από τον έλεγχό τους όλα τα προϊόντα του Πόντου (Polybius, Historia, IV, 38,44).
Όταν Η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Δημοκρατική Ρώμη στην Ανατολή. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουετώνιος (Ι, 79), ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή το Ίλιον (αρχαία Τροία). Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στη διάρκεια των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην αυτοκρατορία. Στα τέλη του 2ου αιώνα, το Βυζάντιο δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον εχθρό του Νίγηρα, που είχε οχυρωθεί στο Βυζάντιο, υπέβαλε την πόλη σε μια τρομερή λεηλασία και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Στο μεταξύ, η Ανατολή έλκυε συνεχώς τους αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διοκλητιανός, που προτιμούσε να ζει στη Μ. Ασία, στη Νικομήδεια, την οποία στόλισε με πολλά νέα και ωραία κτίρια.
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα, δε διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφτηκε τη Ναϊσσό (Νίσσα) όπου γεννήθηκε, τη Σαρδική (Σόφια) και τη Θεσσαλονίκη. Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος όπως λέει η παράδοση, είχε έλθει στην Ιταλία για να θεμελιώσει τη ρωμαϊκή πολιτεία. Ο αυτοκράτορας πήγε προσωπικά στο μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλης. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευαστεί οι πύλες όταν - όπως αναφέρει ο χριστιανός συγγραφέας του 5ου αιώνα, Σωζόμενος («Historia ecclesiastica», ΙΙ, 3) - κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα ατελείωτα έργα του Κωνσταντίνου.
Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή εκείνη ένα απλό χωριό. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών κτιρίων. Οι χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλης, οι αυλικοί του, κάτω από τη δυνατή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου». Αυτό σημαίνει ότι κάποια Θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.
Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση της πόλης. 40.000 Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati» έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτιρίων. Πολλές εμπορικές και οικονομικές ευκολίες δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να ελκυστούν εκεί πολλοί άνθρωποι. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου του 330, και οι σχετικές γιορτές κράτησαν 40 μέρες. Το χρόνο αυτόν η χριστιανική Κωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο.
Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή του Κωνσταντίνου, το βέβαιο είναι πάντως ότι η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Τον 4ο αιώνα, δεν υπάρχουν επίσης σχετικές πληροφορίες για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης. Υποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος είχε κτίσει ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο κόλπο για να τελειώσει στην Προποντίδα.
Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου, Κωνσταντινούπολη», ή ακόμα πιο απλά «Πόλη». Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε 14 περιοχές, από τις οποίες οι δύο ήταν έξω από τα τείχη της πόλης.
Από τα μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν έχει σωθεί μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε όμως η Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που ξανακτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού και του Λέοντα Γ', έχει την προέλευσή της στην εποχή του Κωνσταντίνου και διατηρείται ακόμα. Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος αιώνας π.Χ.), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα - στον Ιππόδρομο - υπάρχει ακόμα, αν και είναι κάπως κατεστραμμένη.
Ο Κωνσταντίνος, με τη μεγαλοφυΐα του, εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και εκπολιτιστικές δυνατότητες της πόλης. Πολιτικά η Κωνσταντινούπολη, ή όπως συχνά λεγόταν η «Νέα Ρώμη», είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντίστασης κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από τη θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τείχη. Οικονομικά είχε κάτω από τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Τελικά, από εκπολιτιστική πλευρά, η Κωνσταντινούπολη είχε την εξαιρετική δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στο πιο αξιόλογα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: του χριστιανο-ελληνο-ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ. Ουσπένσκι γράφει τα εξής:
«Η εκλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η δημιουργία μιας νέας διεθνούς, ιστορικής πόλης, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα της θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδήποτε οι διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστιανισμό τη θέση εκείνη που του ανήκει, δίχως η αναβολή αυτή να βλάψει καθόλου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού».[1]

Μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου
Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου παρουσιάζουν τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: α) μια αυστηρή συγκέντρωση των δυνάμεων, β) την καθιέρωση μιας μεγάλης γραφειοκρατίας και γ) ένα συγκεκριμένο διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία, Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν ήταν ούτε νέες ούτε πρωτότυπες.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε, ήδη από την εποχή του Αυγούστου, να τείνει προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Παράλληλα με την απορρόφηση των νέων περιοχών της ελληνιστικής ανατολής, που είχε αναπτύξει μέσα από τους αιώνες έναν ανώτερο πολιτισμό και παλαιά πρότυπα διοίκησης, ιδιαίτερα στις επαρχίες της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπαιρνε τις συνήθειες και τις ιδέες των νέων χωρών. Το κύριο χαρακτηριστικό των πόλεων που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου, δηλαδή της Περγάμου, της Συρίας και της Αιγύπτου, υπήρξε η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη των μοναρχών, δύναμη που τη βλέπουμε στην κύρια της έκφανση στην Αίγυπτο. Για τον λαό της Αιγύπτου, ο Αύγουστος και οι διάδοχοί του είχαν την ίδια θεϊκή δύναμη που διέθεταν, πριν από αυτόν, οι Πτολεμαίοι. Η αντίληψη όμως αυτή ήταν τελείως αντίθετη με τον τρόπο με τον οποίον έβλεπαν οι Ρωμαίοι την έννοια της εξουσίας, προσπαθώντας να πετύχουν μια σύνθεση των δημοκρατικών αρχών της Ρώμης με τις νέες αντιλήψεις περί διοίκησης. Η πολιτική επιρροή όμως της ελληνιστικής ανατολής, σιγά-σιγά μείωσε τη δύναμη των ρωμαϊκών απόψεων, οι οποίες άρχισαν να συμφωνούν περισσότερο με τις περί αυτοκρατορικής δύναμης αντιλήψεις της Ανατολής.
Ο Σουετώνιος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Καλιγούλας (1ος αιώνας), είχε τη διάθεση να δεχθεί το αυτοκρατορικό διάδημα,[2] ενώ, όπως μας πληροφορούν οι σχετικές πηγές, ο αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος (3ος αιώνας), φορούσε το διάδημα μέσα στο παλάτι του. Επίσης είναι γνωστό ότι ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός φόρεσε πρώτος επίσημα το διάδημα και ότι οι επιγραφές και τα νομίσματα τον ονομάζουν «θεό» και «κύριο».[3] Ο Αυρηλιανός εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ανάπτυξη μιας αυτοκρατορικής δύναμης αρχικά με βάση την Αίγυπτο και αργότερα κάτω από την επιρροή της Περσίας των Σασσανιδών, συμπληρώθηκε τον 4ο αιώνα. Ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος ήθελαν να πετύχουν μια οριστική οργάνωση της μοναρχίας και γι’ αυτό αντικατάστησαν του ρωμαϊκούς θεσμούς με τις συνήθειες που επικρατούσαν στην ελληνιστική ανατολή και που ήταν ήδη γνωστές στη Ρώμη, και κυρίως μετά την εποχή του Αυρήλιου.
Η περίοδος της στρατιωτικής αναρχίας και της ανωμαλίας του 3ου αιώνα προξένησε μεγάλη ζημιά στην εσωτερική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Για ένα μικρό διάστημα ο Αυρηλιανός βοήθησε στην αποκατάσταση της ενότητάς της και για το κατόρθωμά του αυτό, σύγχρονες επιγραφές τον αποκαλούν «αποκαταστάτη της αυτοκρατορίας» (Restitutor Orbis). Αλλά το θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος ανωμαλίας και τότε ο Διοκλητιανός αποφάσισε να οργανώσει το κράτος του με βάση ένα καλό και τακτικό σχέδιο, με αποτέλεσμα μια μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση.
Και ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος πέτυχαν διοικητικές μεταβολές τέτοιας έκτασης και σημασίας ώστε να είναι δυνατόν οι δυο αυτοί αυτοκράτορες να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί δημιουργοί ενός νέου τύπου μοναρχίας, που δημιουργήθηκε κάτω από τη δυνατή επίδραση της Ανατολής.
Ο Διοκλητιανός, που έχοντας ζήσει πολύ στη Νικομήδεια, είχε ιδιαίτερη προτίμηση για την Ανατολή, υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες των μοναρχιών της Ανατολής. Υπήρξε ένας αληθινός απόλυτος μονάρχης, ένας αυτοκράτορας-θεός, που φορούσε το αυτοκρατορικό διάδημα και που καθιέρωσε στην Αυλή του την πολυτέλεια και το πολύπλοκο πρωτόκολλο της Ανατολής. Οι υπήκοοί του όταν πετύχαιναν μια ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν πριν τολμήσουν να σηκώσουν τα μάτια τους να δουν τον άρχοντά τους. Ο αυτοκράτορας καθώς και κάθε τι το σχετικό με αυτόν - τα λόγια του, η Αυλή του και ο θησαυρός του - θεωρούνταν ιερά. Η Αυλή του, την οποία αργότερα ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, απορροφούσε τεράστια χρηματικά ποσά, ενώ συγχρόνως ήταν το κέντρο πολλών συνομωσιών και ραδιουργιών που προκάλεσαν αργότερα στο Βυζάντιο πολλές σοβαρές περιπλοκές. Έτσι η απόλυτη μοναρχία, σε όμοια μορφή με τον δεσποτισμό της Ανατολής, καθιερώθηκε οριστικά από τον Διοκλητιανό για να γίνει ένα από τα κύρια στοιχεία της διοικητικής οργάνωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Για να συστηματοποιήσει την οργάνωση της τεράστιας αυτοκρατορίας του, που είχε στην εξουσία της πολλές φυλές, ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας. Η διοικητική δύναμη είχε δοθεί σε δύο Αυγούστους, που είχαν ίσα δικαιώματα. Ο ένας από αυτούς ζούσε στην ανατολική και ο άλλος στη δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας, αλλά και οι δύο έπρεπε να εργάζονται για τα συμφέροντα του ενός ρωμαϊκού κράτους.
Η αυτοκρατορία έμενε αδιαίρετη, αν και η ύπαρξη δύο Αυγούστων έδειχνε την αναγνώριση ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής Δύσης και ότι η διοίκηση των δύο αυτών τμημάτων δεν μπορούσε να ανατεθεί στο ίδιο πρόσωπο. Κάθε Αύγουστος είχε ως βοηθό του έναν Καίσαρα, ο οποίος στην περίπτωση θανάτου ή παραίτησης του Αυγούστου γινόταν ο ίδιος Αύγουστος, αποκτώντας νέον Καίσαρα. Το σύστημα αυτό απομάκρυνε τις περιπλοκές και τις συνωμοσίες που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις φιλοδοξίες των διαφόρων ανταγωνιστών, ενώ απέβλεπε συγχρόνως στο να απαλλάξει τον στρατό από την επιρροή που θα μπορούσε εξασκήσει. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός υπήρξαν οι δύο πρώτοι Αύγουστοι με Καίσαρες τον Γαλέριο και τον πατέρα του Κωνσταντίνου τον Χλωρό. Ο Διοκλητιανός είχε στην εξουσία του τις επαρχίες της Ασίας και της Αιγύπτου με κέντρο του τη Νικομήδεια, ενώ ο Μαξιμιανός κράτησε την Ιταλία, την Αφρική και την Ισπανία με κέντρο το Μεδιόλανο (Μιλάνο). Ο Γαλέριος εξουσίαζε τη Βαλκανική χερσόνησο και τις επαρχίες του Δούναβη με κέντρο το Σίρμιο (κοντά στο σημερινό Mitrovitz), ενώ ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός κράτησε τη Γαλατία και τη Βρετανία με κέντρα στην Augusta Trevirorum (Trier, Treves) και στο Eburacum (York). Και οι τέσσερις άρχοντες ήταν άρχοντες μιας ενιαίας αυτοκρατορίας και όλα τα διατάγματα κυκλοφορούσαν με το όνομα των τεσσάρων. Αν και θεωρητικά οι δύο Αύγουστοι ήταν ίσοι μεταξύ τους, ο Διοκλητιανός ως αυτοκράτορας είχε μια αποφασιστική υπεροχή. Οι Καίσαρες ήταν υπό την εξουσία των Αυγούστων. Μετά από ορισμένη περίοδο, οι Αύγουστοι έπρεπε να παραχωρήσουν τους τίτλους τους στους Καίσαρες. Πράγματι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν το 305 για να ζήσουν πια μια ιδιωτική ζωή και ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός έγιναν Αύγουστοι. Αλλά οι ανωμαλίες που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάργηση του συστήματος της τετραρχίας, που έπαψε να υπάρχει ήδη από τις αρχές του 4ου αιώνα.
Ο Διοκλητιανός έκανε μεγάλες μεταβολές στη διοίκηση των επαρχιών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του όλες οι επαρχίες εξαρτιόνταν απευθείας από τον αυτοκράτορα, ενώ πριν οι διοικητές των επαρχιών είχαν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πολλά επικίνδυνα προβλήματα για την κεντρική διοίκηση, γιατί συχνά οι διοικητές των επαρχιών ενισχυμένοι από το στρατό τους επαναστατούσαν εναντίον του αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός όμως, επιθυμώντας να απαλλαγεί από την απειλή των μεγάλων επαρχιών, αποφάσισε να τις διαιρέσει σε μικρότερες περιοχές. Έτσι οι 57 επαρχίες που υπήρχαν όταν ανέλαβε την εξουσία, πολλαπλασιάστηκαν και έγιναν 96 ή περισσότερες.
Ο ακριβής αριθμός των μικρών επαρχιών που δημιούργησε ο Διοκλητιανός δεν είναι γνωστός γιατί οι σχετικές πηγές δεν μας δίνουν ικανοποιητικές πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Η βασική πηγή που μας πληροφορεί για τη συγκρότηση των επαρχιών της αυτοκρατορίας την εποχή εκείνη, είναι η Notitia dignitatum, ένας επίσημος πίνακας των αυλικών και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών που περιέχει επίσης έναν κατάλογο των επαρχιών. Όπως φαίνεται από την επιστημονική έρευνα, αυτός ο χωρίς χρονολογία πίνακας αφορά τον 5ο αιώνα και συνεπώς περιέχει και τις μεταβολές εκείνες που έκαναν οι διάδοχοι του Διοκλητιανού στη διοίκηση των επαρχιών. Η Notitia dignitatum αναφέρει 120 επαρχίες. Άλλοι πίνακες αμφιβόλου χρονολογίας αναφέρουν λιγότερες επαρχίες.
Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού επειδή δεν έχουμε σχετικές επίσημες πληροφορίες. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο Διοκλητιανός, επιθυμώντας να ασφαλισθεί από κάθε περιπλοκή, απομόνωσε αυστηρά τη στρατιωτική από την πολιτική ισχύ. Από την εποχή αυτή και μετά οι διοικητές των επαρχιών είχαν μόνο πολιτική και δικαστική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού επηρέασαν κυρίως την Ιταλία που από μια ηγετική περιοχή που ήταν έγινε μια απλή επαρχία.
Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις είχαν επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών νέων αξιωμάτων και μιας πολύπλοκης γραφειοκρατίας, με αυστηρή υποταγή των κατώτερων αξιωματούχων στους ανώτερούς τους. Ο Μ. Κωνσταντίνος ανέπτυξε αργότερα την αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας, που είχε αρχίσει ο Διοκλητιανός.
Έτσι, τα κύρια χαρακτηριστικά των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν η οριστική εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας και ο αυστηρός διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης και πολύπλοκης γραφειοκρατίας. Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, το πρώτο χαρακτηριστικό διατηρήθηκε, ενώ το δεύτερο υπέστη πολλές αλλαγές λόγω των τάσεων συγκέντρωσης της στρατιωτικής και της πολιτικής εξουσίας στα ίδια χέρια. Τα πολυάριθμα αξιώματα και οι τίτλοι διατηρήθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ το γραφειοκρατικό σύστημα κρατήθηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας, αν και στο μεταξύ έγιναν πολλές αλλαγές στις υπηρεσίες και στους τίτλους των αξιωματούχων, από τους οποίους οι περισσότεροι άλλαξαν για να γίνουν από λατινικοί ελληνικοί. Πολλά αξιώματα έχασαν την ουσιαστική τους αξία και έμειναν απλοί τίτλοι, ενώ αργότερα δημιουργήθηκαν νέα.
Ένας αξιόλογος παράγοντας που επηρέασε την ιστορία της αυτοκρατορίας, τον 4ο αιώνα, υπήρξε η βαθμιαία κάθοδος των Βαρβάρων, δηλαδή των Γερμανών (Γότθων). Αφού δούμε τις γενικές συνθήκες που επικρατούσαν τον 4ο αιώνα, θα μελετήσουμε λεπτομερώς και το ζήτημα αυτό.
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε το 337 μ.Χ. Τόσο το έργο του όσο κι ο ίδιος έτυχε μιας σπάνιας και ειλικρινούς εκτίμησης από πολλές πλευρές. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος, όπως αναφέρει ο ιστορικός του 4ου αιώνα Ευτρόπιος, θεοποίησε τον Κωνσταντίνο, η ιστορία τον ονομάζει «Μεγάλο» και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και «Ισαπόστολο». Οι σύγχρονοι ιστορικοί τον παρομοιάζουν με τον Πέτρο της Ρωσίας και το Ναπολέοντα.
Ο Καισαρείας Ευσέβιος έγραψε τον «Πανηγυρικό του Κωνσταντίνου», με σκοπό να δοξολογήσει το θρίαμβο του Χριστιανισμού, που έθεσε τέρμα στα δημιουργήματα του Σατανά, τους ψεύτικους θεούς και που κατέστρεψε την ειδωλολατρία.
«Ένας Θεός», γράφει, «κηρύχθηκε σε όλη την ανθρωπότητα, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη: η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακριβώς την ίδια εποχή, με πίστη στον ίδιο Θεό, σαν δύο πηγές ευλογίας, παρουσιάστηκαν για το καλό των ανθρώπων, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η χριστιανική ευσέβεια... Δύο παντοδύναμες δυνάμεις ξεκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός, δάμασαν και συμβίβασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχεία».

Οι αυτοκράτορες από τον Μ. Κωνσταντίνο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, οι τρεις γιοι του, Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος και Κώνστας, απέκτησαν τον τίτλο του Αυγούστου και μοίρασαν μεταξύ τους τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως ξέσπασε ανάμεσά τους ένας ανταγωνισμός, στη διάρκεια του οποίου δύο από τα αδέλφια σκοτώθηκαν, ο Κωνσταντίνος το 340 και ο Κώνστας 10 χρόνια αργότερα. Ο Κωνστάντιος έμεινε έτσι, ο μόνος κυρίαρχος της αυτοκρατορίας μέχρι το 361. Δεν είχε παιδιά και μετά το θάνατο των αδελφών του τον ενοχλούσε συχνά η σκέψη ποιος θα τον διαδεχθεί. Η τακτική της εξόντωσης όλων των μελών της οικογενείας του άφησε στη ζωή μόνο δύο εξαδέλφια του, τον Γάλλο και τον Ιουλιανό, τα οποία είχε απομακρύνει από την πρωτεύουσα. Από φόβο όμως μήπως ο θρόνος ξεφύγει από τα χέρια της δυναστείας του, έκανε τον Γάλλο Καίσαρα, για να τον σκοτώσει όμως αργότερα, το 354, επειδή τον υποπτευόταν.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο αδελφός του Γάλλου, Ιουλιανός, κλήθηκε στην αυλή του Κωνστάντιου για να διοριστεί Καίσαρας (το 355) και να παντρευτεί την ξαδέλφη του Ελένη. Τη σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού (361-363) - ο θάνατος του οποίου τερματίζει τη δράση της δυναστείας του Μ. Κωνσταντίνου - ακολούθησε η επίσης σύντομη βασιλεία του διαδόχου του, πρώην διοικητή της φρουράς της αυλής, Ιοβιανού (363-364), τον οποίον ανακήρυξε Αύγουστο ο στρατός. Μετά το θάνατό του έχουμε την εκλογή του Βαλεντινιανού Α' (Ουαλεντινιανός) (364-375), ο οποίος αμέσως μετά την εκλογή του αναγκάστηκε κάτω από την πίεση του στρατού του, να ανακηρύξει Αύγουστο και συν-αυτοκράτορα τον Ουάλη (364-378). Ο Βαλεντινιανός διοικούσε τη δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας, έχοντας εμπιστευθεί την Ανατολή στον Ουάλη. Τον Βαλεντινιανό διαδέχθηκε στη Δύση, ο γιος του Γρατιανός (375-383), ενώ συγχρόνως ο στρατός ονόμαζε Αύγουστο τον Βαλεντινιανό Β' (375-392), τον μόλις 4 ετών ετεροθαλή αδελφό του Γρατιανού. Μετά το θάνατο του Ουάλη (378), ο Γρατιανός διόρισε Αύγουστο τον Θεοδόσιο, και τον εξουσιοδότησε συγχρόνως να διοικεί την ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας, καθώς και ένα μεγάλο μέρος του Ιλλυρικού. Ο Θεοδόσιος είναι ο πρώτος αυτοκράτορας της δυναστείας εκείνης, που κράτησε το θρόνο μέχρι τη στιγμή που πέθανε, το 450 μ.Χ., ο Θεοδόσιος ο Νεότερος.
Μετά το θάνατο του Θεοδόσιου, οι γιοι του Αρκάδιος και Ονώριος ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, ο μεν πρώτος στην Ανατολή, ο δε δεύτερος στη Δύση. Όπως και κατά τον 4ο αιώνα, στην περίπτωση του Ουάλη και του Βαλεντινιανού Β', έτσι και τώρα η αυτοκρατορία παρέμεινε ενωμένη παρά το γεγονός ότι υπήρχαν δύο άρχοντες: ο Αρκάδιος και ο Ονώριος. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Ορόσιος, συγγραφέας της ιστορίας κατά των ειδωλολατρών, γράφει μάλιστα σχετικά, ότι «ο Αρκάδιος και ο Ονώριος διατηρούσαν απόλυτη την ενότητα της αυτοκρατορίας, έχοντας απλώς χωριστές έδρες».
Ανάμεσα στους αυτοκράτορες που βασίλευσαν στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας κατά την περίοδο 395-518, βρίσκουμε αρχικά εκείνους που ανήκουν στο γενεαλογικό δένδρο του Μ. Θεοδόσιου, δηλαδή: το γιο του Αρκάδιο (395-408), που παντρεύτηκε την Ευδοξία (κόρη ενός Γερμανού ηγέτη) και το γιο του Αρκάδιου, Θεοδόσιο το Νεότερο (408-450), του οποίου η γυναίκα (κόρη ενός Αθηναίου φιλοσόφου) άλλαξε το όνομά της όταν βαπτίστηκε για να ονομαστεί από Αθηναΐδα, Ευδοκία. Μετά το θάνατο του Θεοδόσιου Β', η αδελφή του Πουλχερία παντρεύτηκε τον Μαρκιανό που έγινε αυτοκράτορας (450-457). Έτσι το 450 μ.Χ. τελειώνει η δυναστεία του Θεοδοσίου. Μετά το θάνατο του Μαρκιανού έγινε αυτοκράτορας ο Λέων Α' (457-474), ο οποίος γεννήθηκε στη Θράκη ή τη «Δακία του Ιλλυρικού» και υπηρέτησε αρχικά το κράτος ως Ρωμαίος δήμαρχος. Η Αριάδνη, κόρη του Λέοντα Α', που παντρεύτηκε τον Ίσαυρο Ζήνων, απέκτησε ένα αγόρι, τον Λέοντα, ο οποίος μετά το θάνατο του παππού του έγινε αυτοκράτορας, το 474, όταν ήταν 6 ετών. Πέθανε όμως λίγους μήνες αργότερα, αφού προηγουμένως είχε διορίσει συν-αυτοκράτορα τον πατέρα του Ζήνωνα που ανήκε στην άγρια φυλή των Ισαύρων, οι οποίοι κατοικούσαν στη Μ. Ασία. Ο πατέρας του Λέοντα (γνωστός στην ιστορία ως Λέων Β'), Ζήνωνας, βασίλευσε από το 474 μέχρι το 491. Μετά το θάνατο του Ζήνωνα, η γυναίκα του Αριάδνη παντρεύτηκε έναν «σιλεντιάριο»[4] των ανακτόρων, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο που καταγόταν από το Δυρράχιο της Ιλλυρίας (τη σημερινή Αλβανία) και ο οποίος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και βασίλευσε ως Αναστάσιος Α' από το 491 μέχρι το 518.Ο πίνακας αυτός των αυτοκρατόρων δείχνει ότι αφότου πέθανε ο Μ. Κωνσταντίνος μέχρι το 518 μ.Χ., ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης βρέθηκε διαδοχικά πρώτον στα χέρια της δυναστείας του Κωνσταντίνου - ή μάλλον της δυναστείας του πατέρα του - ο οποίος πιθανόν ανήκε σε κάποια εκρωμαϊσμένη βάρβαρη φυλή της Βαλκανικής χερσονήσου, δεύτερον στα χέρια μερικών Ρωμαίων - Ιοβιανών και της οικογένειας του Βαλεντινιανού Α', τρίτον στην εξουσία τριών μελών της ισπανικής δυναστείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και τέταρτον στα χέρια αυτοκρατόρων που ανήκαν σε διάφορες φυλές (Θράκες, ένας Ίσαυρος κι ένας από την Ιλλυρία). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ποτέ δεν ήλθε ο θρόνος στα χέρια ενός Έλληνα.

Υποσημειώσεις:
[1] «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος 1, σελίδες 60-62.
[2] Το διάδημα στην αρχή ήταν μια άσπρη στενή ταινία την οποία έδεναν γύρω από το κεφάλι τους οι βασιλιάδες της Ασίας και της Αιγύπτου. Τη συνήθεια αυτή την παρέλαβε, ως δείγμα της εξουσίας του, ο Αλέξανδρος στην Ασία. Μετά το Διοκλητιανό το χρησιμοποίησαν και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, ενώ ο Κωνσταντίνος το στόλισε με πολύτιμους λίθους. Αργότερα, επί Ιουστινιανού, το διάδημα έγινε μετάλλινο στεφάνι, από το οποίο προήλθε το στέμμα των βασιλέων.
[3] Deus Aurelianus, Imperator Deus et Dominus Aurelianus Augustus.
[4] Οι silentiarii ήταν υπάλληλοι της αυλής που είχαν για κύριο έργο τους την τήρηση της αυλικής εθιμοτυπίας.

Βιβλιογραφία:
1) Baynes, «Athanasiana» (XI, 1925).
2) Polybius, «Historia», IV.
3) Sozomenis, «Historia ecclesiatica», II, 3.
4) Baynes, «The Byzantine Empire».
5) Philostorgii, «Historia ecclesiastica», II.
6) Stein, «Geschichte des spätrömischen Reiches», I.
7) J. Maurice, «Les Origines de Constantinople».
8) Θ. Ουσπένσκι, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος 1.
8) Seeck, «Geschichte des Unterganges der Antiken Welt», Berlin, 1909.
9) Grégoire, «La 'conversion' de Constantin», Revue de l' Université de Bruxelles, 1930-1931.

24/9/09

Το Έδικτο των Μεδιολάνων [2]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό συγχωρούσε τους Χριστιανούς για την αντίστασή τους στις διαταγές της κυβέρνησης να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία και αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί», έγραφε το διάταγμα, «μπορούν και πάλι να έχουν τις συναντήσεις τους, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό και υποχρεώνονται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας και το καλό της πολιτείας».[1]
Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη του εναντίον του Μαξεντίου και τη συμφωνία του με τον Λικίνιο στο Μιλάνο, εξέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, που, λανθασμένα, ονομάζεται Έδικτο του Μιλάνου. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά ένα λατινικό διάταγμα, που έστειλε ο Λικίνιος στο νομάρχη της Νικομήδειας, έχει διασωθεί από τον Λακτάντιο. Μια ελληνική μετάφραση του λατινικού πρωτοτύπου υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου.
Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα οι Χριστιανοί και όσοι πίστευαν σε άλλες θρησκείες, είχαν πλήρη ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία ήθελαν. Όλα τα εναντίον των Χριστιανών μέτρα θεωρούνταν άκυρα.[2]
Το 1891 ο Γερμανός λόγιος O. Seeck διατύπωσε τη θεωρία ότι ποτέ δεν εκδόθηκε το Έδικτο του Μιλάνου. Το μόνο Έδικτο που εκδόθηκε, γράφει, είναι το Έδικτο της ανεκτικότητας του Γαλέριου, που κυκλοφόρησε το 311.[3] Η σύγχρονη όμως ιστορική επιστήμη, δεν δέχεται καθόλου την άποψη αυτή.
Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος έδωσαν στον Χριστιανισμό τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες και οι άλλες θρησκείες. Είναι πρόωρο να μιλάει κανείς για θρίαμβο του Χριστιανισμού την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος νόμιζε ότι ο Χριστιανισμός μπορούσε να συμβιβαστεί με την ειδωλολατρία. Το σημαντικότερο γεγονός είναι ότι όχι μόνον έδωσε στους Χριστιανούς το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά και τους έβαλε κάτω από την προστασία του κράτους. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν εξαιρετικής σημασίας σταθμό για την ιστορία του Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε όμως το Έδικτο της Νικομήδειας δεν αποτελεί βάση για την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός είχε τοποθετηθεί πάνω από όλες τις θρησκείες, ότι οι άλλες θρησκείες ήταν απλώς ανεκτές[4] και ότι το Έδικτο του Μιλάνου δεν διακήρυσσε μια τακτική ανεκτικότητας, αλλά την υπεροχή του Χριστιανισμού.[5] Όταν προκύπτει το ζήτημα της εκλογής μεταξύ της υπεροχής ή των ίσων δικαιωμάτων του Χριστιανισμού, πρέπει ασφαλώς να κλίνουμε προς τα ίσα δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία του Εδίκτου της Νικομήδειας είναι μεγάλη. Όπως λέει ένας ιστορικός, «στην πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές η σημασία του Εδίκτου του Μιλάνου παραμένει ασυζήτητα μεγάλη, γιατί αποτελεί μια πράξη που έθεσε τέρμα στην (εκτός Νόμου) θέση των Χριστιανών, ενώ συγχρόνως αναγνώρισε πλήρη θρησκευτική ελευθερία, υποβιβάζοντας έτσι την ειδωλολατρία, de jure, από την προηγούμενή της θέση, ως της μόνης επίσημης θρησκείας, στην ίδια θέση που είχαν και οι άλλες θρησκείες».[6]

Η στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στην Εκκλησία
Ο Κωνσταντίνος έκανε κάτι παραπάνω από την απλή παραχώρηση δικαιωμάτων στον Χριστιανισμό. Έδωσε στους Χριστιανούς κληρικούς όλα τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες ιερείς. Τους απάλλαξε από τους κρατικούς φόρους, καθώς και από άλλες υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να τους αποσπάσουν από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να κληρονομήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία πάλι αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι, μαζί με τη διακήρυξη της θρησκευτικής ελευθερίας, αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση κάθε χριστιανικής κοινότητας. Από νομικής πλευράς, ο Χριστιανισμός αποκτούσε μια τελείως νέα θέση.
Πολύ αξιόλογα προνόμια δόθηκαν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα, αν συμφωνούσε ο αντίπαλός του, να συζητήσει μια αγωγή, έστω και μη εκκλησιαστικής φύσης, στο εκκλησιαστικό δικαστήριο, έστω κι αν η συζήτηση της υπόθεσης είχε ήδη αρχίσει σε άλλο, μη εκκλησιαστικό δικαστήριο. Προς το τέλος της βασιλείας του Κωνσταντίνου, τα δικαιώματα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο:
1) Οι αποφάσεις ενός Επισκόπου έπρεπε να γίνουν δεκτές ως τελικές για περιπτώσεις σχετικές με ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας.
2) Οποιαδήποτε περίπτωση - που δεν αφορούσε το εκκλησιαστικό δικαστήριο - μπορούσε να διαβιβαστεί σ’ αυτό, σε οποιαδήποτε στιγμή, έστω και αν ο αντίπαλος δε συμφωνούσε.
3) Οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τα πολιτικά δικαστήρια.
Όλα αυτά τα προνόμια αύξησαν την εξουσιαστική δύναμη των Επισκόπων μέσα στην κοινωνία, αλλά συγχρόνως πρόσθεσαν ένα βαρύ φορτίο στις ευθύνες τους και δημιούργησαν πολλές περιπλοκές. Εκείνοι που έχαναν μια δίκη, μη έχοντας το δικαίωμα της έφεσης, έστω κι αν η απόφαση του Επισκόπου δεν ήταν σωστή, έμεναν συχνά ανικανοποίητοι και ερεθισμένοι. Επιπλέον, τα νέα αυτά καθήκοντα των Επισκόπων έκαναν τη ζωή τους πολύ πιο πολύπλοκη.
Η Εκκλησία συγχρόνως πλούτιζε χάρη στις δωρεές που έπαιρνε από διάφορες πηγές, με τη μορφή κτημάτων, χρημάτων ή σταριού. Οι Χριστιανοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές. Συγχρόνως, η χριστιανική επίδραση έφερε κάποιο μετριασμό στην τιμωρία των εγκληματιών.
Επιπλέον, το όνομα του Κωνσταντίνου συνδέεται με την ανέγερση πολλών ναών σε όλα τα μέρη της τεράστιας αυτοκρατορίας του. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου και η βασιλική του Λατερανού της Ρώμης, αποδίδονται σ’ αυτόν. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρθηκε για την Παλαιστίνη, όπου η μητέρα του Ελένη, όπως πιστεύεται, βρήκε τον αληθινό Σταυρό. Στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου είχαν θάψει τον Χριστό, κτίσθηκε ο ναός του Αγίου Τάφου, ενώ στο Όρος των Ελαιών, ο Κωνσταντίνος έχτισε το ναό της Ανάληψης και στη Βηθλεέμ το ναό της Γέννησης. Η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, και τα περίχωρά της επίσης πλουτίσθηκαν με πολλούς ναούς, κυριότεροι από τους οποίους είναι ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Είναι δυνατόν επίσης ο Κωνσταντίνος να έχει θεμελιώσει την Αγία Σοφία, που συμπληρώθηκε από το διάδοχό του Κωνστάντιο. Πολλοί άλλοι ναοί κατασκευάστηκαν σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια, τη Νικομήδεια και τη Βόρεια Αφρική.
Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, αναπτύχθηκαν τρία αξιόλογα χριστιανικά κέντρα: Η χριστιανική Ρώμη, στην Ιταλία - αν και η συμπάθεια προς την ειδωλολατρία εξακολούθησε να υπάρχει εκεί για αρκετό διάστημα - η χριστιανική Κωνσταντινούπολη, που σύντομα έγινε για τους Χριστιανούς της Ανατολής μια δεύτερη Ρώμη και, τελικά, η χριστιανική Ιερουσαλήμ. Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον αυτοκράτορα Τίτο, το 70 μ.Χ. και το σχηματισμό στη θέση της, της ρωμαϊκής αποικίας Aeolia Capitolina, κατά τα διάρκεια της βασιλείας του Αδριανού, τον 2ο αιώνα μ.Χ., η αρχαία Ιερουσαλήμ είχε χάσει την αξία της, αν και υπήρξε η μητέρα Εκκλησία της Χριστιανοσύνης και το κέντρο της πρώτης αποστολικής διδασκαλίας. Η χριστιανική Ιερουσαλήμ αναζωογονήθηκε την εποχή του Κωνσταντίνου.
Οι ναοί που κτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής στα τρία κέντρα, που αναφέραμε παραπάνω, υπήρξαν τα σύμβολα του θριάμβου της χριστιανικής εκκλησίας, που γρήγορα έγινε η επίσημη εκκλησία του κράτους. Η ιδέα της επί γης Βασιλείας ήταν τελείως νέα και αντίθετη προς τη βασική αρχή του Χριστιανισμού ότι η Βασιλεία του Θεού δεν είναι του κόσμου αυτού και ότι πλησιάζει σύντομα το τέλος του κόσμου.[7]

Ο Αρειανισμός και η Σύνοδος της Νίκαιας
Μετά την καθιέρωση των νέων συνθηκών, στις αρχές του 4ου αιώνα, η Εκκλησία έζησε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δράσης, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στο δογματικό τομέα. Τον 4ο αιώνα τα δογματικά ζητήματα δεν απασχολούσαν μόνον τα άτομα, όπως συνέβηκε στον 3ο αιώνα με τον Τερτυλλιανό ή τον Ωριγένη, αλλά ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που αποτελούνταν από καλά οργανωμένα άτομα.
Τον 4ο αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο θεωρείτο ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων που ήταν συζητήσιμα.
Με την προσπάθεια αυτή, όμως, παρουσιάζεται ένας νέος παράγοντας στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ένας παράγοντας σημαντικός για τη μετέπειτα ιστορία της εξέλιξης των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών και υλικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου το κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές φιλονικίες, διευθύνοντάς τις κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα του κράτους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα της Εκκλησίας.
Για πολλούς αιώνες το κέντρο πολιτισμού της Ανατολής υπήρξε η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου η επιστημονική δράση είχε μεταβληθεί σ’ ένα δυνατό ρεύμα. Ήταν φυσικό οι νέες δογματικές ιδέες να προέλθουν από την Αλεξάνδρεια, η οποία, όπως τονίζει ο καθηγητής A. Spassky «έγινε στην Ανατολή το κέντρο της θεολογικής εξέλιξης, αποκτώντας έτσι, στο χριστιανικό κόσμο, τη φήμη μιας φιλοσοφημένης Εκκλησίας, που ποτέ της δεν κουράστηκε να μελετάει μεγάλα θρησκευτικά και επιστημονικά προβλήματα».[8] Αν και ο Άρειος, που το όνομά του δόθηκε στην πιο σπουδαία αιρετική διδασκαλία της εποχής του Κωνσταντίνου, υπήρξε ένας Αλεξανδρινός ιερέας, το δόγμα του έχει τόπο προέλευσης την Αντιόχεια της Συρίας, όπου ο Λουκιανός, ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, είχε ιδρύσει μια θεολογική σχολή, η οποία, όπως λέει ο A. Harnack, υπήρξε η γενέτειρα του Αρειανισμού. Ο Λουκιανός είναι, κατά τον Harnack, «ο Άρειος που προηγήθηκε από τον Άρειο».[9]
Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού υπήρξε ένα δημιούργημα «κτίσμα», όπως είναι όλα τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Η ιδέα αυτή αποτελεί τη βάση του Αρειανισμού. Εκτός από την Αίγυπτο, στην Καισάρεια ο Ευσέβιος και στη Νικομήδεια ο Επίσκοπος Ευσέβιος, ακολούθησαν το παράδειγμα του Αρείου. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όμως, απέκλεισε τον Άρειο από τη συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, παρά τις προσπάθειες των φίλων του που θέλησαν να τον βοηθήσουν. Συγχρόνως απέτυχε κάθε άλλη προσπάθεια που έγινε με το σκοπό να ειρηνεύσει και να ησυχάσει η Εκκλησία.
Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Λικίνιο, αποκτώντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφτασε το 324 στη Νικομήδεια, όπου άκουσε πολλά παράπονα, τόσο από τους αιρετικούς, όσο και από τους αντιπάλους τους. Θέλοντας, πάνω απ’ όλα, να καθιερώσει μια θρησκευτική ειρήνη στην αυτοκρατορία του και μη εννοώντας την έκταση και τη σημασία της δογματικής διαμάχης, ο αυτοκράτορας έστειλε ένα γράμμα στον Επίσκοπο Αλέξανδρο και στον Άρειο, με το οποίο τους προέτρεπε να βρουν κάποιον τρόπο συμφωνίας, προβάλλοντάς τους για παράδειγμα τους φιλοσόφους που ζουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές που τους χωρίζουν. Επίσης ανέφερε στο γράμμα του ότι δεν θα ήταν δύσκολη μια συμφωνία, αφού και οι δυο, ο Αλέξανδρος και ο Άρειος, πίστευαν στη Θεία Πρόνοια και τον Ιησού Χριστό. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος έγραφε τα εξής: «Δώστε μου πίσω την ηρεμία έτσι ώστε η χαρά μου και η γαλήνη να ρυθμίζουν, από τώρα και στο εξής, τη ζωή μου».[10]
Το γράμμα αυτό στάλθηκε στην Αλεξάνδρεια μέσω του Επισκόπου της Κορδούης της Ισπανίας Οσίου, τον οποίον ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε πολύ. Ο Επίσκοπος αυτός πήγε το γράμμα, μελέτησε προσεκτικά την κατάσταση και επιστρέφοντας εξήγησε στον αυτοκράτορα την πλήρη σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε, τότε μόνον, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο ακριβής αριθμός των πατέρων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν είναι γνωστός, αν και συνήθως αναφέρεται ο αριθμός 318. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Επίσκοποι των περιοχών της Ανατολής, ο δε ηλικιωμένος Επίσκοπος Ρώμης έστειλε στη θέση του δύο ιερείς. Η πιο σοβαρή υπόθεση την οποία συζήτησε η Σύνοδος, πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, υπήρξε η θεωρία του Αρείου.
Τα πρακτικά της Συνόδου της Νίκαιας, δεν έχουν διασωθεί. Μερικοί μάλιστα αμφιβάλουν αν κρατήθηκαν γραπτά πρακτικά. Πληροφορίες σχετικές με τη Σύνοδο έχουμε μόνον από αυτούς που έλαβαν μέρος σ’ αυτήν, καθώς και από τους ιστορικούς.[11] Ο πιο ενθουσιώδης και ικανός αντίπαλος του Αρείου υπήρξε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, Αθανάσιος. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου, ο Χριστός αναγνωρίζεται ως ο Υιός του Θεού, «γεννηθείς και ου ποιηθείς», «ομοούσιος τω Πατρί».
Το σύμβολο αυτό της πίστης το υπέγραψαν πολλοί οπαδοί του Αρείου, ενώ οι πιο επίμονοι από αυτούς, μαζί με τον Άρειο, καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία. Ένας από τους πιο ειδικούς στο ζήτημα του Αρειανισμού, γράφει ότι «ο Αρειανισμός ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια επικράτησε στην Ανατολή. Αλλά η δύναμή του χάθηκε, από τη στιγμή που συγκροτήθηκε η Σύνοδος, κάτω από το βάρος της αποδοκιμασίας του χριστιανικού κόσμου... ο Αρειανισμός φαινόταν απελπιστικά συντριμμένος όταν τελείωσε η Σύνοδος».[12] Η επίσημη διακήρυξη της Συνόδου ανάγγειλε σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες τη νέα κατάσταση αρμονίας και ειρήνης που επεκράτησε στην Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος έγραφε: «Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας, εφόσον εκείνο, που με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η αλήθεια, με τη βοήθεια του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, τις οχλαγωγίες και τα θανάσιμα δηλητήρια της ασυμφωνίας».[13]
Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες του Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος της Νίκαιας καταδικάζοντας τον Άρειο, όχι μόνον απέτυχε να δώσει κάποιο τέλος στον Αρειανισμό, αλλά και προκάλεσε πολλές άλλες περιπλοκές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση απέναντι στους οπαδούς του Αρείου και λίγα χρόνια μετά τη Σύνοδο, ο Άρειος και οι πιο θερμοί του οπαδοί γύρισαν πίσω από τον τόπο της εξορίας τους. Αλλά η ανασυγκρότηση του Αρειανισμού εμποδίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο του ιδρυτή του. Και το Σύμβολο της πίστης της Νίκαιας, αν και ποτέ δεν ακυρώθηκε επίσημα, ξεχάστηκε σκόπιμα και εν μέρει αντικαταστάθηκε από άλλους τύπους.
Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τις αιτίες τόσο της αντίθεσης εναντίον της Συνόδου της Νίκαιας όσο και της αλλαγής της στάσης του Κωνσταντίνου. Ίσως ανάμεσα από τις πολλές εξηγήσεις (επιδράσεις της αυλής, οικογενειακοί λόγοι κλπ.) θα πρέπει να προσέξουμε την εξής: όταν ο Κωνσταντίνος προσπάθησε για πρώτη φορά να αντιμετωπίσει το θέμα του Αρειανισμού, δεν είχε ακόμα γνωρίσει στην Ανατολή τη θρησκευτική κατάσταση, η οποία ευνοούσε τον Άρειο.
Ο αυτοκράτορας είχε εκπαιδευτεί στη Δύση και γι’ αυτό είχε υποστεί την επιρροή των Δυτικών, όπως π.χ. του Επισκόπου της Κορδούης, Οσίου, πράγμα που τον οδήγησε στο να υποστηρίξει το Σύμβολο της Νίκαιας. Η υποστήριξή του αυτή βέβαια συμφωνούσε με τις απόψεις του, αλλά δεν ήταν σύμφωνη προς τις απόψεις που επικρατούσαν στην Ανατολή. Όταν ο Κωνσταντίνος κατάλαβε αργότερα ότι οι αποφάσεις της Νίκαιας δεν ήταν σύμφωνες με το πνεύμα της πλειονότητας της Εκκλησίας και ότι αυτές οι αποφάσεις ήταν αντίθετες προς τις επιθυμίες των κατοίκων της Ανατολής, θέλησε να αλλάξει τακτική. Έτσι κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Κωνσταντίνου, ο Αρειανισμός εισχώρησε ακόμα και στην Αυλή του αυτοκράτορα, αποκτώντας όλο και περισσότερη δύναμη στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους πρωτεργάτες του Συμβόλου της Πίστης καθαιρέθηκαν και στάλθηκαν στην εξορία. Η ιστορία όμως της επικράτησης του Αρείου κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι αρκετά καθαρή, γιατί οι σχετικές πηγές δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση.Ο Κωνσταντίνος έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Μόνο στο κρεβάτι του θανάτου του βαφτίστηκε από τον οπαδό του Αρείου Επίσκοπο Νικομήδειας Ευσέβιο, ενώ συγχρόνως, όπως παρατηρεί ο A. Spassky, έδινε εντολή να ανακληθεί ο Αθανάσιος, ο γνωστός αντίπαλος του Αρείου. Ο Κωνσταντίνος έκανε τα παιδιά του Χριστιανούς.

Υποσημειώσεις:
[1] Lactanius, «De mortibus persecutorum» 34, 4-5: Eusebius, «Historia ecclesiastica», viii 17, 9-10.
[2] Lactanius, «De mortibus persecutorum» 48, 4-8: Eusebius, «Historia ecclesiastica», Χ, 5, 6-9.
[3] «Das sogenannte Edikt von Mainland», «Zeitschrift für Kirchengeschichte», XII (1891), 381-386. Βλέπε επίσης «Geschichte der Untergangs der antiken Welt» (2η έκδοση, Berlin 1897), 495.
[4] A. Lebedev, «Η εποχή των διωγμών των Χριστιανών», (St. Petersburg, 1904) σελίδες 300-301.
[5] N. Grossu, «Το Έδικτο του Μιλάνου», σελίδες 29-30 (έκδοση της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου, 1913).
[6] A. Brilliantov, «Ο Μέγας Κωνσταντίνος και το Έδικτο του Μιλάνου» (Petrograd, 1916, σελίδα 157), M.A. Huttman «The Establishment of Christianity and the Proscription of Paganism», 123. Δες και Maurice «Numismatique Constantinienne» II, iv, όπου φαίνεται από τα νομίσματα η ελεύθερη συνύπαρξη του Χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας.
[7] V. Barthhold, «Πρακτικά του Ανατολικού Κολλεγίου» (Leningrad 1925, σελίδα 163).
[8] «Ιστορία των Δογματικών κινήσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου των Οικουμενικών Συνόδων» (Sergriev Posad, 1906, σελίδα 137).
[9] «Lehrbuch der Dogmengeschichte» (4η έκδοση, 1919), II, 187.
[10] Eusebius, «Vita Constantini», II, 72, von Heikel, Eusebius Werke, 71, «Nicene and Post-Nicene Fathers» I. 518.
[11] S.A. Wilkenhauser, «Zur Frage der Existenz von Nizanischen Synodal protocolen», Gesammelte Studien, F. Dölger, 122-142.
[12] H. Gwatkin, «Studies in Arianism» (2η έκδοση, 1900), 1-2.
[13] Socratis, «Historia ecclesiastica», I, 9. Βλέπε και «Nicene and Post-Nicene Fathers», ΙΙ, 13.

20/9/09

Ο Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός [1]

Η κρίση του πολιτισμού και της θρησκείας, την οποία αντιμετώπιζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 4ο αιώνα, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Ο παλιός, ειδωλολατρικός πολιτισμός ήρθε σε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό, ο οποίος αφού αναγνωρίστηκε επίσημα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, στις αρχές του 4ου αιώνα, καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία του κράτους από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Η πρώτη εντύπωση βέβαια ήταν ότι οι δύο αυτοί, αντίθετοι, παράγοντες, που αντιπροσώπευαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, δεν θα εύρισκαν ποτέ βάση για μια αμοιβαία συμφωνία. Αλλά ο Χριστιανισμός κι ο ειδωλολατρικός Ελληνισμός βαθμιαία αναμίχθηκαν και σχημάτισαν ένα Χριστιανο-Ελληνο-Ανατολικό πολιτισμό, γνωστό με το όνομα Βυζάντιο. Κέντρο του πολιτισμού αυτού υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Εκείνος που έπαιζε τον κυριότερο ρόλο στις πολλές μεταβολές που έγιναν στην Αυτοκρατορία, είναι ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Χριστιανισμός, για πρώτη φορά, γνώρισε το σταθερό έδαφος της επίσημης αναγνώρισης. Ύστερα από την αναγνώριση αυτή, η παλιά ειδωλολατρική αυτοκρατορία, βαθμιαία άλλαξε και έγινε μια χριστιανική αυτοκρατορία.
Η μεταστροφή των κρατών στον Χριστιανισμό, έχει γίνει συνήθης κατά τη διάρκεια της πρωτόγονης ιστορικής τους ύπαρξης, όταν δηλαδή το παρελθόν δεν έχει καθιερώσει σταθερές παραδόσεις, αλλά απλώς μερικές αδιαμόρφωτες συνήθειες ή πρωτόγονους τύπους διοίκησης. Στις περιπτώσεις αυτές η μεταστροφή δεν προκάλεσε σοβαρές κρίσεις στη ζωή των λαών. Αλλά δε συνέβη το ίδιο τον 4ο αιώνα με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία, την εποχή εκείνη, είχε ήδη αποκτήσει ένα παλαιό παγκόσμια αναγνωρισμένο πολιτισμό και αναπτύξει τέλεια, για την εποχή της διοίκηση. Είχε ένα μεγάλο παρελθόν και μια σταθερή μορφή ιδεών, που είχαν αφομοιωθεί από το λαό. Η αυτοκρατορία αυτή, αλλάζοντας τον 4ο αιώνα, γίνεται χριστιανική και μπαίνει σε μια εποχή που είναι αντίθετη προς το παρελθόν της, το οποίο πολλές φορές αρνείται, με αποτέλεσμα μια εξαιρετικά έντονη και δύσκολη κρίση. Συγχρόνως όμως, ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος - το λιγότερο στο θρησκευτικό τομέα - δεν ικανοποιούσε πια τις προσδοκίες του έθνους. Νέες απαιτήσεις και νέες επιθυμίες παρουσιάσθηκαν, τις οποίες μόνον ο Χριστιανισμός μπορούσε να ικανοποιήσει.
Όταν μια ιστορική στιγμή εξαιρετικής σημασίας σχετίζεται με μια προσωπικότητα που έχει τύχει να παίζει έναν κύριο ρόλο σ’ αυτήν, δημιουργείται μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από την προσωπικότητα αυτή με σκοπό να αξιολογήσει τη συμβολή της στα σχετικά γεγονότα και να εμβαθύνει και τις πιο εσωτερικές ακόμα πτυχές της πνευματικής της ζωής. Για τον 4ο αιώνα, μια τέτοια προσωπικότητα υπήρξε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος.
Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Ναϊσσό (σημερινή Νίσσα). Από την πλευρά του πατέρα του, του Κωνσταντίνου του Χλωρού, ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών. Η μητέρα του Ελένη ήταν μια χριστιανή που αργότερα ονομάστηκε Αγία και η οποία κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στην Παλαιστίνη, ανακάλυψε (όπως δέχεται η παράδοση) τον γνήσιο Σταυρό, πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός. Το 305, αφού ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός εγκατέλειψαν το αυτοκρατορικό αξίωμα - σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία - και αποσύρθηκαν στην ιδιωτική ζωή, ο Γαλέριος έγινε Αύγουστος στην Ανατολή, ενώ ο πατέρας του Κωνσταντίνου - Κωνστάντιος - έλαβε το αξίωμα του Αυγούστου στη Δύση. Τον επόμενο χρόνο ο Κωνστάντιος πέθανε στη Βρετανία και οι στρατιές του ανακήρυξαν το γιο του Κωνσταντίνο Αύγουστο. Την ίδια εποχή μια επανάσταση ξέσπασε στη Ρώμη. Οι στασιαστές και ο στρατός ανέτρεψαν τον Γαλέριο, που είχε παραιτηθεί από την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Μαξιμιανός ενώθηκε με το γιο του και πήρε πάλι τον αυτοκρατορικό τίτλο. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε μια περίοδος εμφύλιου πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου τόσο ο Μαξιμιανός όσο και ο Γαλέριος πέθαναν. Τότε ο Κωνσταντίνος έκλεισε συμμαχία με τον Λικίνιο, έναν από τους νέους Αυγούστους, και νίκησε τον Μαξέντιο σε μια αποφασιστική μάχη, κοντά στη Ρώμη, το 312. Ο Μαξέντιος πνίγηκε στον Τίβερη, κοντά στη γέφυρα του Μιλβίου,[1] προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εχθρό του. Οι δυο νικητές αυτοκράτορες, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, συναντήθηκαν στο Μιλάνο, όπου, σύμφωνα με την ιστορική παράδοση, υπέγραψαν το ονομαστό Έδικτο των Μεδιολάνων. Οι ειρηνικές όμως σχέσεις των δύο αυτοκρατόρων δεν διήρκεσαν πολύ. Ένας αγώνας ξέσπασε ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική νίκη του Κωνσταντίνου, το φόνο του Λικίνιου, το 324 .Χ., και την ανάδειξη του Κωνσταντίνου ως μόνου άρχοντα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Δυο υπήρξαν τα γεγονότα εκείνα της βασιλείας του Κωνσταντίνου που επηρέασαν σημαντικά τη μελλοντική εξέλιξη της ιστορίας: η επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού και η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τις όχθες του Τίβερη στις όχθες του Βοσπόρου, από την παλιά Ρώμη, δηλαδή, στη «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη. Οι επιστήμονες, μελετώντας τη θέση του Χριστιανισμού κατά την εποχή του Κωνσταντίνου, ασχολούνται κυρίως με τα εξής δύο προβλήματα: τη «μεταστροφή» του Κωνσταντίνου και το Έδικτο των Μεδιολάνων.

Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου
Τόσο οι ιστορικοί όσο και οι θεολόγοι, ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τις αιτίες της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Γιατί ο Κωνσταντίνος ευνόησε το Χριστιανισμό; Θα πρέπει η στάση του να θεωρηθεί σαν μια απλή ένδειξη της πολιτικής του σοφίας; Είδε το Χριστιανισμό σαν ένα απλό μέσο για την επιτυχία των πολιτικών του σκοπών; Ή, τέλος, στη μεταστροφή του αυτή συντέλεσαν και οι δυο παράγοντες, δηλαδή οι πολιτικοί και οι πνευματικοί;
Η δυσκολία για τη λύση του προβλήματος έγκειται στις αντίθετες πληροφορίες που βρίσκει κανείς στις πηγές. Ο Κωνσταντίνος, τον οποίον περιγράφει ο Επίσκοπος Ευσέβιος, δεν μοιάζει καθόλου με τον Κωνσταντίνο, τον οποίο σκιαγραφεί ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος. Οι ιστορικοί βρήκαν μια εξαιρετική ευκαιρία για να δώσουν απαντήσεις σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις τους στο περίπλοκο αυτό πρόβλημα. Ο Γάλλος ιστορικός Boissier γράφει σχετικά στο βιβλίο του «Πτώση της Ειδωλολατρίας», τα εξής:
«Δυστυχώς, όταν ασχολούμαστε με μεγάλους άνδρες που έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην ιστορία, και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωή τους και τη δράση τους, σπάνια είμαστε ικανοποιημένοι και από τις πιο φυσικές εξηγήσεις. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετικό από τους συνανθρώπους τους, μας κάνει να μη πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τους αποδίδουμε μια λεπτότητα και ένα βάθος σκέψης ή απιστίες, τις οποίες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί. Όλα αυτά έχουν την εφαρμογή τους στην περίπτωση του Κωνσταντίνου. Έχει επικρατήσει μια βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός αυτός πολιτικός θέλησε να μας ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον εαυτό του στις θρησκευτικές υποθέσεις προβάλλοντάς τον ως ένα γνήσιο πιστό, τόσο πιο βάσιμες γίνονταν οι προσπάθειές μας να αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά και ότι υπήρξε ένας σκεπτικιστής, που στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν για καμιά θρησκεία, προτιμώντας τη θρησκεία εκείνη που τον ευνοούσε περισσότερο».
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ιστορική σκέψη είχε τρομερά επηρεαστεί από τις κρίσεις του διάσημου Γερμανού ιστορικού Jacob Burckhardt, τις οποίες βρίσκουμε στο λαμπρό του έργο: «H εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου». Ο Burckhardt παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο σαν ένα μεγαλοφυή πολιτικό, με πολλές φιλοδοξίες και μια δυνατή επιθυμία για εξουσία. Έναν άνθρωπο, δηλαδή, που θυσίασε το κάθε τι στην εκπλήρωση των σκοπών του. «Συχνά», γράφει, «γίνονται προσπάθειες για μια εμβάθυνση του θρησκευτικού περιεχομένου της συνείδησης του Κωνσταντίνου με αποτέλεσμα μια περιγραφή των αλλαγών που πιθανόν έγιναν στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, Όλα αυτά, όμως, γίνονται άσκοπα. Γιατί ένας τέτοιος μεγαλοφυής άνθρωπος, του οποίου οι φιλοδοξίες και η δίψα για εξουσία ήταν η καθημερινή του ασχολία δεν ασχολείται με τον Χριστιανισμό ή την ειδωλολατρία ή με μια συνειδητή θρησκευτικότητα ή απιστία. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναγκαστικά άθρησκος. Αν για μια στιγμή σταματούσε για να σκεφθεί πάνω στις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, η στιγμή αυτή θα ήταν μοιραία». Αυτός ο μέχρι θανάτου εγωιστής, έχοντας αναγνωρίσει ότι ο Χριστιανισμός ήταν προορισμένος να γίνει μια παγκόσμια δύναμη, τον χρησιμοποίησε ακριβώς λόγω αυτής του της ιδιότητας. Και αυτή η αναγνώριση της δύναμης του Χριστιανισμού, σύμφωνα με τη γνώμη του Burckhardt, συντέλεσε στην εξύψωση του Κωνσταντίνου, αν και ο αυτοκράτορας έδωσε συγκεκριμένα δικαιώματα και στους ειδωλολάτρες. Το να κοιτάζει κανείς να βρει κάποιο σύστημα σ’ αυτόν τον ασυνεπή άνθρωπο, που μόνο χρήση ευκαιριών έκανε, θα ήταν άσκοπο. Ο Κωνσταντίνος «ένας εγωιστής με πορφυρό μανδύα, κάνει ή επιτρέπει κάθε τι που προσθέτει κάτι στην προσωπική του δύναμη». Ως κύρια πηγή του, ο Burckhardt χρησιμοποίησε τον «Βίο του Κωνσταντίνου» του Ευσέβιου, παραβλέποντας το γεγονός ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό.[2] Οι κρίσεις του Burckhardt δεν μας επιτρέπουν να δούμε στον αυτοκράτορα κανένα γνήσιο θρησκευτικό αίσθημα.
Στηρίζοντας τις απόψεις του σε διάφορες πηγές, ο Γερμανός θεολόγος Adolph Harnack, στο βιβλίο του «Η διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους 3 πρώτους αιώνες»,[3] καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα. Ύστερα από μια μελέτη της κατάστασης του Χριστιανισμού στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, παραδέχεται ότι ήταν αδύνατος ο καθορισμός του αριθμού των Χριστιανών και συμπεραίνει ότι, αν και κατά τον τέταρτο αιώνα οι Χριστιανοί ήταν πολλοί και η επιρροή τους μεγάλη, δεν αποτελούσαν την πλειονότητα του λαού. Αλλά κατόπιν παρατηρεί:
«Αριθμητική υπεροχή και πραγματική επιρροή δε συμβαδίζουν σε κάθε περίπτωση. Ένας μικρός κύκλος ανθρώπων μπορεί να εξασκεί μια δυναμική επιρροή, αν τα μέλη του προέρχονται από τις ηγετικές τάξεις, ενώ ένας μεγάλος κύκλος ατόμων μπορεί να έχει μια πολύ κατώτερης ποιότητας επιρροή εφόσον προέρχεται από τις κατώτερες τάξεις ή από τις επαρχίες. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μια θρησκεία των πόλεων. Όσο μεγαλύτερη ήταν μια πόλη τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο αριθμός των Χριστιανών, πράγμα που έδινε στον Χριστιανισμό εξαιρετικές δυνατότητες. Παράλληλα όμως ο Χριστιανισμός είχε βαθειά εισχωρήσει στις επαρχίες, όπως γνωρίζουμε τουλάχιστο για τις περισσότερες επαρχίες της Μ. Ασίας, της Αρμενίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Βόρειας Αφρικής».
Διαιρώντας όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας σε 4 κατηγορίες σύμφωνα με τη μεγάλη ή μικρή εξάπλωση του Χριστιανισμού, ο Harnack αναλύει τη θέση του Χριστιανισμού σε κάθε κατηγορία και συμπεραίνει ότι τα κέντρα της Χριστιανικής Εκκλησίας, στις αρχές του 4ου αιώνα, ήταν στη Μ. Ασία. Είναι ήδη γνωστό ότι, για αρκετά χρόνια, πριν πάει στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος έμεινε στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια. Η επίδραση που είχε πάνω του η Ασία, φανερώθηκε στη Γαλατία, με τη μορφή σκέψεων που τον οδήγησαν στην οριστική του απόφαση να επωφεληθεί από την υποστήριξη της σταθερής και δυναμικής εκκλησίας. Είναι μάταιο να ζητούμε να μάθουμε εάν η Εκκλησία θα μπορούσε να νικήσει έστω και χωρίς τον Κωνσταντίνο. Κάποιος άλλος θα παρουσιαζόταν. Οπωσδήποτε όμως η νίκη του Χριστιανισμού είχε επιτευχθεί σε όλη τη Μ. Ασία, πριν ακόμα εμφανιστεί ο Κωνσταντίνος, ενώ συγχρόνως είχε σταθεροποιηθεί σε άλλες επαρχίες. Δεν χρειάστηκε ειδική διαφώτιση για να γίνει αυτό που έγινε. Εκείνο που χρειαζόταν, ήταν ένας οξύνους και δυναμικός πολιτικός, με ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική κατάσταση κι ένας τέτοιος υπήρξε ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αναγνωρίζοντας κάτι το αναπόφευκτο, ανταποκρίθηκε σταθερά στις συνέπειες της αναγνώρισής του αυτής.[4]
Είναι φανερό ότι ο Harnack είδε τον Κωνσταντίνο μόνο σαν ένα ικανό πολιτικό.
Φυσικά, δεν είναι δυνατή, έστω και μια κατά προσέγγιση στατιστική απαρίθμηση των Χριστιανών της περιόδου αυτής, αν και οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες καταλήγουν ότι η ειδωλολατρία ήταν ακόμα ο κύριος πολιτικός και κοινωνικός παράγοντας, ενώ ο Χριστιανισμός παρέμενε η μειονότητα. Σύμφωνα με την έρευνα του καθηγητή V. Bolotov, που συμφωνεί με τους υπολογισμούς πολλών άλλων επιστημόνων, «είναι πιθανόν κατά την εποχή του Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί να αποτελούσαν το 1/10 του όλου πληθυσμού, αν και το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι ακόμα μικρότερο. Κάθε προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι ο αριθμός των Χριστιανών ξεπερνούσε το 1/10 είναι αβάσιμη».[5] Τώρα πια φαίνεται ότι υπάρχει μια κοινή συμφωνία ανάμεσα στους επιστήμονες, ότι οι Χριστιανοί αποτελούσαν μια μειονότητα την εποχή του Κωνσταντίνου, πράγμα που, αν αληθεύει, γκρεμίζει την καθαρά πολιτική θεωρία που έχει διαμορφωθεί γύρω από τη στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στον Χριστιανισμό. Ένας μεγάλος πολιτικός δε θα επέτρεπε να βασιστούν τα μεγάλα του πολιτικά σχέδια πάνω στο 1/10 του λαού, που την εποχή εκείνη δεν έπαιρνε μέρος στις πολιτικές υποθέσεις.
Ο συγγραφέας της «Ιστορίας της Ρώμης και του Ρωμαϊκού Λαού», Duruy, γράφει επηρεασμένος κάπως από τον Burckhardt και αξιοποιώντας τις πράξεις του Κωνσταντίνου, ότι υπήρξε ένας «ειλικρινής θεϊσμός που διαμόρφωσε τη θρησκεία του Κωνσταντίνου». Κατά τον Duruy, ο Κωνσταντίνος «πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, στα βασικά του δόγματα, ανταποκρίνεται στη δική του πίστη σ’ ένα Θεό».[6] Παρ’ όλα αυτά όμως - συνεχίζει ο Duruy - οι πολιτικοί παράγοντες είχαν μεγαλύτερη σημασία για τον Κωνσταντίνο.
«Όπως ο Βοναπάρτης προσπάθησε να συμβιβάσει την Εκκλησία με την Επανάσταση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέλησε να συμφιλιώσει την παλιά με τη νέα θρησκεία, ευνοώντας συγχρόνως τη δεύτερη. Κατάλαβε την κατεύθυνση προς την οποία βάδιζε ο κόσμος και, χωρίς να την επιταχύνει, βοήθησε την κίνηση αυτή. Αποτελεί τιμή για τον αυτοκράτορα αυτόν το ότι εκδήλωσε τους σκοπούς του με τον τίτλο που ο ίδιος διάλεξε για τον εαυτό του, στη θριαμβευτική του αψίδα: quietis custos (επιστάτης της ειρήνης)... Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα βαθύτερα σημεία της σκέψης του Κωνσταντίνου, βρίσκουμε μάλλον μια πολιτική διοίκησης, παρά μια θρησκευτική πεποίθηση».
Ο Duruy, οπωσδήποτε, παρατηρεί αλλού, ότι «ο Κωνσταντίνος, τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος, συχνά είδε μεταξύ γης και ουρανού, πράγματα τα οποία κανείς άλλος δεν έχει δει».
Δυο από τα πολλά βιβλία που παρουσιάστηκαν το 1913 με την ευκαιρία του εορτασμού της 16ης εκατονταετηρίδας του Εδίκτου των Μεδιολάνων, είναι το «Kaiser Constantin und die Christliche Kirche», του E. Schwartz και το «Gesammelte Studien», του F. Dölger. Ο Schwartz γράφει ότι ο Κωνσταντίνος «έχοντας διαβολική οξυδέρκεια ενός κυρίαρχου του κόσμου, κατάλαβε τη σημασία που θα είχε η συμμετοχή με την Εκκλησία για μια παγκόσμια μοναρχία, την οποία αυτός σχεδίαζε να δημιουργήσει, και είχε το θάρρος και την ενεργητικότητα να πετύχει αυτή την ενότητα, αγνοώντας όλες τις παραδόσεις του Καισαρισμού». Ο E. Kreb, στο βιβλίο που εξέδωσε ο Dölger, γράφει ότι η όλη στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό υπήρξε δευτερεύων παράγοντας για τη νίκη της Εκκλησίας. Κύριος παράγοντας της νίκης αυτής παραμένει αυτή η ίδια η υπερφυσική δύναμη του Χριστιανισμού.
Οι γνώμες των επιστημόνων, σχετικά με αυτό το θέμα, διαφέρουν πολύ. Ο P. Batiffol υποστηρίζει την ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου και ο J. Maurice, ειδικός στα νομίσματα της εποχής του Κωνσταντίνου, προσπάθησε να αποδείξει το θαυματουργικό παράγοντα στη μεταστροφή του αυτοκράτορα. Ο Boissier σημειώνει πως το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος άφησε τον εαυτό του στα χέρια των Χριστιανών, που αποτελούσαν μια μειονότητα χωρίς πολιτική σημασία, αποτελούσε ένα επικίνδυνο εγχείρημα και ότι, συνεπώς, εφόσον δεν άλλαξε την πίστη του για λόγους πολιτικούς, μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό από πεποίθηση. Ο F. Lot τείνει να δεχθεί την ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Ο E. Stein δέχεται πολιτική αιτία, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο γεγονός της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου υπήρξε η είσοδος της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον κρατικό οργανισμό και υποθέτοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε, κατά κάποιο τρόπο, επηρεαστεί από το παράδειγμα της Ζωροαστρικής κρατικής Εκκλησίας της Περσίας.[7]
Ο H. Grégoire γράφει ότι η πολιτική - και ειδικότερα η εξωτερική πολιτική - προηγείται πάντοτε της θρησκείας. Ο A. Piganiol λέει ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε Χριστιανός δίχως να το γνωρίζει.
Οπωσδήποτε η «μεταστροφή» του Κωνσταντίνου, που συσχετίζεται με τη νίκη του κατά του Μαξεντίου, το 312, δεν πρέπει να θεωρείται ως πραγματική του μεταστροφή στον Χριστιανισμό, εφόσον έγινε πραγματικός Χριστιανός μόνο τον χρόνο που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε ο Pontifex maximus και χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «ημέρα του ήλιου» (dies solis) και «ανίκητος ήλιος» (sol invictus) που την περίοδο αυτή συνήθως εννοούσαν το θεό των Περσών, τον Μίθρα, του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Μερικές φορές αυτή η λατρεία του ηλίου υπήρξε ένας σοβαρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Και είναι βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηριχτής της λατρείας του ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφοσίωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανόν ο sol invictus ήταν ο Απόλλων. Ο Maurice παρατηρεί ότι η θρησκεία του ήλιου έδωσε στον Κωνσταντίνο μια τεράστια λαϊκότητα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα μερικοί ιστορικοί έκαναν μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Κωνσταντίνο σαν έναν απλό συνεχιστή και εκτελεστή μιας πολιτικής άλλων και όχι σαν τον υπέρμαχο του Χριστιανισμού. Όπως λέει ο Grégoire, ο Λικίνιος, πριν από τον Κωνσταντίνο, καθιέρωσε μια πολιτική ανεκτικότητας για τον Χριστιανισμό. Ο Γερμανός ιστορικός Schönebeck θεωρεί τον Μαξέντιο υπέρμαχο του Χριστιανισμού (στην περιοχή του) και σαν εκείνον που υπέδειξε στον Κωνσταντίνο το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.
Μελετώντας τη στροφή του Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό, βλέπουμε ότι η πολιτική του ήταν οπωσδήποτε προορισμένη να επηρεάσει στα σοβαρά τη συμπεριφορά του προς τον Χριστιανισμό, ο οποίος του ήταν χρήσιμος από πολλές απόψεις. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της αυτοκρατορίας και «θέλησε να ενισχύσει την ενότητα της αυτοκρατορίας μέσω μιας ενότητας της Εκκλησίας».[8]
Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου συνδυάζεται συνήθως με την εμφάνιση, κατά τη διάρκεια του αγώνα του κατά του Μαξεντίου, ενός φωτεινού Σταυρού στον ουρανό, γεγονός το οποίο παρουσιάζει το θαύμα ως έναν παράγοντα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Οι πηγές όμως που αναφέρονται στο γεγονός αυτό προκαλούν πολλές διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών. Η παλαιότερη περιγραφή ενός θαύματος ανήκει στον Χριστιανό - σύγχρονο του Κωνσταντίνου - Λακτάντιο που, στο βιβλίο του «Ο θάνατος των διωκτών» (De mortibus persecutorum), μιλάει μόνο για την ειδοποίηση που πήρε σ’ ένα όνειρό του ο Κωνσταντίνος, να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του θείου σημείου του Χριστού (coeleste signum Dei). Ο Λακτάντιος δεν αναφέρει τίποτε για το όραμα που υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό.Ένας άλλος σύγχρονος του Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος, μιλάει για τη νίκη κατά του Μαξεντίου σε δύο από τα βιβλία του. Στο παλαιότερο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία», ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας για να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και στον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή του σύμπαντος». Ένα άλλο έργο «Η ζωή του Κωνσταντίνου», γραμμένο 25 χρόνια μετά τη νίκη εναντίον του Μαξεντίου, που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο, αναφέρει ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας είπε και επιβεβαίωσε με όρκο τη γνωστή ιστορία, ότι δηλαδή βαδίζοντας κατά του Μαξέντιου είδε πάνω από τον ήλιο που έδυε ένα φωτεινό Σταυρό με τις λέξεις «τούτω νίκα». Τόσο αυτός όσο και ο στρατός του τρόμαξαν βλέποντας αυτό το όραμα. Το άλλο βράδυ ο Χριστός ήρθε, σε όνειρο, στον Κωνσταντίνο και τον διέταξε να κάνει ένα ομοίωμα του Σταυρού και να βαδίσει με αυτό κατά των εχθρών του. Μόλις ξημέρωσε, ο αυτοκράτορας είπε το εξαιρετικό όνειρό του στους φίλους του και μετά φώναξε τους τεχνίτες, τους περιέγραψε σε γενικές γραμμές το όραμα και τους διέταξε να κατασκευάσουν τη σημαία που είναι γνωστή με το όνομα «Λάβαρο».[9] Το Λάβαρο ήταν ένας μεγάλος σταυρός σε σχήμα κονταριού. Από την εγκάρσια ράβδο κρεμόταν ένα μεταξωτό ύφασμα, κεντημένο με χρυσάφι και διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, που είχε επάνω τις εικόνες του Κωνσταντίνου και των δυο παιδιών του. Στην άκρη του Σταυρού γύρω από το μονόγραμμα του Χριστού υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι.[10] Από την εποχή του Κωνσταντίνου, το Λάβαρο έγινε σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σχετικές πληροφορίες με τη θεία οπτασία και τα στρατεύματα που, σταλμένα από το Θεό για να βοηθήσουν τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του, βάδιζαν στον ουρανό, υπάρχουν στα έργα άλλων συγγραφέων. Οι πληροφορίες αυτές όμως είναι τόσο αντίθετες μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό. Μερικοί συγγραφείς φτάνουν στο σημείο να λένε ότι το θαύμα έγινε όχι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Μαξέντιου, αλλά πριν φύγει ο Κωνσταντίνος από τη Γαλατία.

Υποσημειώσεις:
[1] Γέφυρα του Τίβερη, το σημερινό Ponte Molle, δυο χιλιόμετρα μακριά από τη Ρώμη.
[2] J. Burckhardt, «Die Zeit Constantin’s des Großen» (3rd Edition, 1898), 326, 369-370, 387, 407.
[3] Αγγλική μετάφραση του J. Moffatt, 1904 (4η έκδοση γερμανική εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη, 1925).
[4] A. Harnack, «Die Mission und Ausbreitung des Christentums in dem ersten drei Jahrhunderten» (2η έκδοση 1906), ΙΙ.276-285.
[5] «Ομιλίες σχετικές με την Ιστορία της Αρχαίας Εκκλησίας» (St. Petersburg) τόμος ΙΙΙ, σελίδα 29.
[6] «Histoire des Romains», VII, 102 (Paris 1885).
[7] «Geschichte des spätrömischen Reiches», I, 146-147.
[8] E. Trubezkoy «Θρησκευτικές και Κοινωνικές ιδέες του Δυτικού Χριστιανισμού τον 5ο αιώνα» (Μόσχα 1892, τόμος 1ος, σελίδα 2).
[9] Το πρόβλημα της προέλευσης αυτής της λέξης έλυσε ο H. Grégoire, «L’ Etymologie de Labarum» Byzantion, IV, (1929) 477-482.
[10] Η εικόνα του Λάβαρου βρίσκεται στα νομίσματα της εποχής του Κωνσταντίνου. Βλέπε Maurice, «Nomismatique constantinienne», Ι 2, και σχέδιο ΙΧ.