21/10/09

Το Γερμανικό (Γοτθικό) πρόβλημα κατά τον 4ο αιώνα [6]

Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα, η αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των Γότθων, που γι’ αυτήν ήταν το πιο οξύ πρόβλημα της εποχής εκείνης.
Οι Γότθοι, που είχαν κατακτήσει τις νότιες ακτές της Βαλτικής, κινήθηκαν, στα τέλη του 2ου αιώνα, ακόμα πιο νότια, προς την περιοχή της σημερινής Νότιας Ρωσίας. Έφτασαν σχεδόν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές μεταξύ του Δον και του Κάτω Δούναβη. Ο Δνείστερος (ρωσικά Dnestr, ουκρανικά Dniester)[1] διαίρεσε τους Γότθους σε δύο φυλές: τους Γότθους της Ανατολής (Οστρογότθοι) και τους Γότθους της Δύσης (Βησιγότθοι). Όπως όλες οι γερμανικές φυλές της εποχής αυτής, οι Γότθοι ήταν βάρβαροι, αν και στη νέα τους χώρα βρέθηκαν κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες. Οι βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αρκετά πριν από την εποχή του Χριστιανισμού, είχαν καλυφθεί με πολύ πλούσιες ελληνικές αποικίες, που είχαν εξαιρετικά αναπτυγμένο πολιτισμό, του οποίου η επίδραση, όπως αποδεικνύουν οι αρχαιολόγοι, έφτανε μέχρι το Βορρά.
Την εποχή της καθόδου των Γότθων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η Κριμαία ήταν στα χέρια του πλούσιου και πολιτισμένου βασιλείου του Βοσπόρου. Μέσα από την επικοινωνία τους με το Βόσπορο και τις παλιές ελληνικές αποικίες, οι Γότθοι γνώρισαν τον κλασικό πολιτισμό των αρχαίων, ενώ συγχρόνως, επειδή συνεχώς προωθούνταν προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στη Βαλκανική Χερσόνησο, ήρθαν σε επαφή με τις πιο σύγχρονες εξελίξεις του πολιτισμού. Αποτέλεσμα αυτών των επιδράσεων είναι το γεγονός ότι οι Γότθοι, όταν εμφανίστηκαν αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από όλες τις άλλες γερμανικές φυλές, που παρουσιάστηκαν στη Δύση σε μια κατάσταση πλήρους βαρβαρισμού.
Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, οι Γότθοι συγκέντρωσαν την προσοχή τους και τις ενέργειές τους σε δύο κατευθύνσεις: αφενός προς τη θάλασσα και τις δυνατότητες που τους έδινε για λεηλασία των παραλιακών πόλεων και αφετέρου προς τα ΝΔ, όπου οι Γότθοι αναπτύχθηκαν μέχρι τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - στο Δούναβη - με αποτέλεσμα να έρθουν σε επαφή με την αυτοκρατορία.
Οι Γότθοι απέκτησαν πρώτα ένα κέντρο στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και μετά, τον 3ο αιώνα μ.Χ., εισέβαλαν στο μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας και του βασιλείου του Βοσπόρου. Αργότερα έκαναν μερικές πειρατικές επιδρομές, χρησιμοποιώντας πλοία του Βοσπόρου και επανειλημμένα λεηλάτησαν τις πλούσιες ακτές του Καυκάσου και της Μικράς Ασίας. Ακολουθώντας τις δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, μπήκαν στο Δούναβη και μετά πέρασαν από το Βόσπορο στην Προποντίδα και μέσω του Ελλήσποντου (Δαρδανέλλια) στο Αιγαίο Πέλαγος. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών αυτών, οι Γότθοι λεηλάτησαν το Βυζάντιο, τη Χρυσούπολη (το σημερινό Σκουτάρι), την Κύζικο, τη Νικομήδεια και τα νησιά του Αιγαίου. Οι Γότθοι πειρατές προχώρησαν ακόμα περισσότερο: χτύπησαν την Έφεσο και τη Θεσσαλονίκη και φτάνοντας στις ελληνικές ακτές, λεηλάτησαν το Άργος, την Κόρινθο και πιθανόν την Αθήνα. Ευτυχώς όμως τα ανεκτίμητα μνημεία της κλασικής τέχνης σώθηκαν. Η Κρήτη, η Ρόδος και η Κύπρος υπέφεραν επίσης από τις επιδρομές των Γότθων. Μετά από όλες αυτές τις θαλασσινές εκστρατείες τους, αφού ικανοποιούνταν από τις λεηλασίες τους, οι βάρβαροι γύριζαν στα μέρη τους, στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Πολλοί όμως από αυτούς τους πειρατές εξολοθρεύονταν στις ξένες ακτές ή τους συλλάμβαναν αιχμάλωτους οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
Πολύ πιο σοβαρά ήταν τα πράγματα στην ξηρά. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, οι Γότθοι εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία, άρχισαν να διασχίζουν το Δούναβη και να καταπατούν της περιοχές της αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Γορδόνιος αναγκάστηκε να πληρώνει στους Γότθους έναν ετήσιο φόρο. Αλλά και αυτό δεν αρκούσε εφόσον λίγο αργότερα οι Γότθοι καταπάτησαν και πάλι τις περιοχές της αυτοκρατορίας και κατέβηκαν μέχρι τη Μακεδονία και τη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Δέκιος βάδισε εναντίον τους, αλλά σκοτώθηκε το 251, στη μάχη, ενώ το 269 ο Κλαύδιος πέτυχε να νικήσει τους Γότθους κοντά στη Ναϊσσό. Από τους πολλούς αιχμαλώτους που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, άλλοι τοποθετήθηκαν στο στρατό και άλλοι στάλθηκαν ως άποικοι (coloni) στις αραιοκατοικημένες ρωμαϊκές επαρχίες. Για τη νίκη του εναντίον των Γότθων ο Κλαύδιος ονομάστηκε «Γοτθικός». Ο Αυρηλιανός όμως, που για ένα διάστημα είχε ανορθώσει την αυτοκρατορία (270-275), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στους βαρβάρους τη Δακία και να μεταφέρει τον πληθυσμό της. Τον 4ο αιώνα βρίσκουμε αρκετούς Γότθους στο στρατό και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ένα τμήμα Γότθων υπηρέτησε πιστά τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαξιμιλιανού. Επίσης είναι ήδη γνωστό ότι οι Γότθοι υπηρέτησαν στο στρατό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι τον βοήθησαν στον αγώνα του εναντίον του Λικίνιου. Την εποχή του Κωνσταντίνου οι Βησιγότθοι συμφώνησαν να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα με 40.000 στρατιώτες, ενώ αργότερα, ο Ιουλιανός διατήρησε ένα σύνταγμα Γότθων στο στρατό του.
Τον 3ο αιώνα άρχισε να διαδίδεται στους Γότθους ο Χριστιανισμός, τον οποίον πιθανόν δίδαξαν πρώτοι οι Χριστιανοί που συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια των θαλασσινών επιδρομών. Οι χριστιανοί Γότθοι έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, τον Επίσκοπό τους Θεόφιλο, ο οποίος είναι ένας από εκείνους που επέγραψαν το Σύμβολο της Νίκαιας. Κύριος διαφωτιστής των Γότθων στο Δούναβη, κατά τον 4ο αιώνα, υπήρξε ο Ουλφίλας, ο οποίος θεωρείται από μερικούς ότι είναι ελληνικής καταγωγής, αν και γεννήθηκε σε γοτθικό έδαφος. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος από έναν οπαδό του Αρείου. Όταν γύρισε στους Γότθους δίδαξε για αρκετά χρόνια τον Χριστιανισμό σύμφωνα με τις αρχές του Αρείου. Θέλοντας να κάνει γνωστά τα Ευαγγέλια στο λαό του, ανακάλυψε ένα γοτθικό αλφάβητο, με βάση, εν μέρει, τα ελληνικά γράμματα και μετάφρασε τη Βίβλο στη γοτθική γλώσσα. Η διάδοση του Αρειανισμού στους Γότθους έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα ιστορία τους, γιατί ακριβώς η θρησκευτική διαφορά τους εμπόδισε, όταν αργότερα κατέβηκαν στις περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να συγχωνευτούν με τους εγχώριους, οι οποίοι ήταν οπαδοί του Συμβόλου της Νίκαιας. Οι Γότθοι της Κριμαίας έμειναν Ορθόδοξοι.
Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ της αυτοκρατορίας και των Γότθων διακόπηκαν το 376, όταν εμφανίστηκε, με προέλευση την Ασία, ο μογγολικής καταγωγής άγριος λαός των Ούννων.[2] Βαδίζοντας προς τη Δύση, οι βάρβαροι νίκησαν τους Οστρογότθους και, ενωμένοι μαζί τους, προχώρησαν περισσότερο φτάνοντας μέχρι την περιοχή των Βησιγότθων, οι οποίοι κάτω από την πίεση της επιδρομής και των σφαγών αναγκάστηκαν να μπουν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι σχετικές πηγές μας πληροφορούν ότι οι Γότθοι στάθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, ικετεύοντας με δυνατούς θρήνους τους Ρωμαίους να τους αφήσουν να περάσουν τον ποταμό. Οι βάρβαροι έστειλαν αντιπρόσωπο στον αυτοκράτορα και πρότειναν να εγκατασταθούν στη Θράκη, να καλλιεργούν τη γη, να δώσουν άνδρες για το στρατό και να υπακούνε ακριβώς όπως και οι Ρωμαίοι υπήκοοι όλες τις διαταγές. Οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους αξιωματούχους δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των Γότθων, αναγνωρίζοντας το τι είχε να κερδίσει το κράτος αν γινόταν δεκτή. Αρχικά αντιμετώπισαν την πρόταση αυτή σαν μια ευκαιρία αύξησης των κατοίκων των γεωργικών περιοχών και του στρατού και μετά σκέφτηκαν ότι οι νέοι υπήκοοι θα υπερασπίζονταν την αυτοκρατορία, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι των επαρχιών θα απέφευγαν τη στρατιωτική τους θητεία, πληρώνοντας χρήματα, που θα πλούτιζαν τα έσοδα του κράτους.
Τελικά υπερίσχυσαν αυτοί που δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των βαρβάρων και οι Γότθοι πήραν επίσημα την άδεια να διασχίσουν τον Δούναβη. «Έτσι», όπως γράφει ο Fustel de Coulanges, «τετρακόσιες με πεντακόσιες χιλιάδες βάρβαροι, από τους οποίους οι μισοί μπορούσαν να πολεμούν, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της αυτοκρατορίας». Αν και ο αριθμός αυτός θεωρείται υπερβολικός, το γεγονός πάντως είναι ότι οι βάρβαροι που μπήκαν στην αυτοκρατορία ήταν πολλοί. Αρχικά οι Γότθοι ζούσαν μια πολύ ειρηνική ζωή, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να μην είναι ικανοποιημένοι και να ενοχλούνται με τις καταχρήσεις των στρατηγών και των αξιωματούχων, οι οποίοι έκρυβαν μέρος των χρημάτων που είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες των αποίκων που υπέφεραν όχι μόνο από έλλειψη τροφής, αλλά και από κακοποιήσεις των ίδιων, των γυναικών και των παιδιών τους. Πολλοί Γότθοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Οι διαμαρτυρίες τους όμως δεν ακούστηκαν με προσοχή και τελικά οι βάρβαροι επαναστάτησαν. Ζήτησαν τη βοήθεια των Αλανών και των Ούννων, εισέβαλλαν στη Θράκη και βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Την εποχή αυτή ο αυτοκράτορας Ουάλης είχε εκστρατεύσει στην Περσία, αλλά όταν έμαθε την επανάσταση των Γότθων, άφησε την Αντιόχεια και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Μια αποφασιστική μάχη που έγινε κοντά στην Αδριανούπολη, τον Αύγουστο του 378, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Ουάλης και να νικηθεί τελείως ο στρατός του.
Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα φαινόταν ανοιχτός για τους Γότθους, οι οποίοι έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη χωρίς όμως να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επίθεσης κατά της αυτοκρατορίας. Ο διάδοχος του Ουάλη, Θεοδόσιος, με τη βοήθεια των δικών του Γότθων στρατιωτών, πέτυχε να νικήσει και να σταματήσει τους βαρβάρους. Έτσι, ενώ ένα μέρος των Γότθων χτυπούσε την αυτοκρατορία, ένα άλλο πολεμούσε εναντίον της φυλής του, πρόθυμο να υπηρετήσει πιστά τον αυτοκρατορικό στρατό. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα, Ζώσιμος, αναφέρει ότι μετά τη νίκη του Θεοδόσιου «η ειρήνη αποκαταστάθηκε στη Θράκη, γιατί χάθηκαν όλοι οι βάρβαροι που ήταν εκεί». Η νίκη των Γότθων στην Αδριανούπολη δεν τους βοήθησε να εγκατασταθούν σε καμιά πλέον επαρχία της αυτοκρατορίας.
Από την άλλη μεριά, όμως, μετά από αυτά τα γεγονότα, οι Γερμανοί άρχισαν να επηρεάζουν τη ζωή της αυτοκρατορίας με ειρηνικά μέσα. Ο Θεοδόσιος, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορεί να κυριαρχήσει επάνω στους βαρβάρους με τη βία, αποφάσισε να ακολουθήσει μια τακτική ειρηνικών σχέσεων με τους Γότθους, να εισαγάγει δηλαδή ανάμεσά τους ορισμένα στοιχεία των ρωμαϊκού πολιτισμού και να τους τοποθετήσει στις μονάδες του ρωμαϊκού στρατού. Σιγά-σιγά, ο στρατός - του οποίου βασικό καθήκον ήταν να υπερασπίζεται την αυτοκρατορία - έγινε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ένας γερμανικός στρατός, του οποίου οι στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι πολλές φορές να πολεμούν εναντίον των συμπατριωτών τους.
Η επίδραση των Γότθων ήταν αισθητή τόσο στους ανώτερους στρατιωτικούς κύκλους, όσο και στη διοίκηση, και πολλές υπεύθυνες θέσεις ήρθαν στα χέρια των Γερμανών. Ο Θεοδόσιος ακολουθώντας τη γερμανόφιλη πολιτική του, δεν κατάλαβε ότι μια ελεύθερη ανάπτυξη του γερμανικού στοιχείου μπορούσε να απειλήσει την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Έδειξε αρκετή έλλειψη σοφίας, αφήνοντας την άμυνα της αυτοκρατορίας στα χέρια των Γερμανών. Οι Γότθοι γρήγορα έμαθαν τη ρωμαϊκή τακτική του πολέμου και εξελίχθηκαν σε μια δύναμη που σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να απειλήσει την αυτοκρατορία. Ο εγχώριος Ελληνο-ρωμαϊκός πληθυσμός παρακολουθούσε την ανάπτυξη της δύναμης των Γερμανών με ανησυχία και ενίσχυσε μια αντιγερμανική κίνηση, που μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την αυτοκρατορία.
Ο Θεοδόσιος πέθανε στο Μιλάνο το 395 και το ταριχευμένο σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θάφτηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων. Για τις υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε ο Θεοδόσιος στον αγώνα του Χριστιανισμού κατά των ειδωλολατρών, ονομάστηκε «Μέγας». Οι δυο πολύ νεαροί γιοι του, ο Αρκάδιος και ο Ονόριος ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας: ο πρώτος στην Ανατολή και ο δεύτερος στη Δύση.
Ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα κύρια προβλήματα της εποχής του. Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, καθιερώνοντας το Σύμβολο της Νίκαιας ως τη βάση του Χριστιανισμού, δεν πέτυχε την ενότητα της Εκκλησίας. Ο Αρειανισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν έπαψε να υπάρχει και, στην εξέλιξη του επάνω, δημιούργησε νέες θρησκευτικές κινήσεις, που κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα έγιναν το κέντρο της θρησκευτικής ζωής της αυτοκρατορίας, ενώ συγχρόνως επηρέασαν πολύ, κατά την περίοδο αυτή, την κοινωνική της ζωή. Αυτό ισχύει για τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου, όπου οι νέες θρησκευτικές εξελίξεις είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες. Ο Θεοδόσιος στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην προηγούμενή του αυστηρή τακτική της προσκόλλησης στο Σύμβολο της Νίκαιας. Αναγκάστηκε δηλαδή να κάνει παραχωρήσεις στους Γερμανούς οπαδούς του Αρείου, που την εποχή εκείνη αποτελούσαν τη δυναμική πλειονότητα του στρατού. Έτσι και στο θρησκευτικό τομέα - όπως στο διοικητικό και το στρατιωτικό - οι Γότθοι απέκτησαν μεγάλη επιρροή. Βασικά κέντρα της δύναμής τους υπήρξαν η ίδια η πρωτεύουσα, η Βαλκανική χερσόνησος και μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ οι ανατολικές επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου δεν αισθάνθηκαν πολύ τη δύναμη των Γότθων. Έτσι οι διαφωνίες των ντόπιων στο θρησκευτικό, όπως και στο φυλετικό, ζήτημα γίνονταν καθώς περνούσε ο καιρός πιο έντονες. Με λίγα λόγια, ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα εξής δύο σοβαρά προβλήματα: τη δημιουργία μιας και ενωμένης Εκκλησίας, και τη ρύθμιση αρμονικών σχέσεων με τους βαρβάρους. Τα δύο αυτά πολύπλοκα προβλήματα βρέθηκαν άλυτα όταν οι διάδοχοι του Θεοδόσιου ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας.

Εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα του 5ου αιώνα
Η περίοδος αυτή - του 5ου αιώνα - έχει μεγάλη σημασία, λόγω του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπίστηκαν τα κύρια εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα της αυτοκρατορίας. Το εθνικό πρόβλημα συνίστατο κυρίως στην ασυμφωνία των κατοίκων της αυτοκρατορίας που ανήκαν σε διάφορες εθνικότητες και στα ζητήματα που προκαλούσαν οι εξωτερικοί εχθροί του κράτους.
Ο ελληνισμός υπήρξε μόνο φαινομενικά μια δύναμη που μπορούσε να ενώσει τους διαφορετικής προέλευσης κατοίκους της ανατολικής πλευράς της αυτοκρατορίας. Η επίδραση του ελληνισμού ήταν αισθητή στην Ανατολή, μέχρι τον Ευφράτη, και στην Αίγυπτο, από την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου και των διαδόχων του. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον αποικισμό ως ένα από τα καλύτερα μέσα για τη μεταφύτευση του ελληνισμού και, όπως λέγεται, αυτοπροσώπως ίδρυσε στην Ανατολή 70 πόλεις. Οι διάδοχοί του συνέχισαν την τακτική του αποικισμού. Οι περιοχές στις οποίες είχε απλωθεί ο ελληνισμός, έφτασαν στο Βορρά σχεδόν μέχρι την Αρμενία, στο Νότο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και στην Ανατολή σχεδόν μέχρι την Περσία και τη Μεσοποταμία. Πέρα από αυτές τις επαρχίες δεν προχώρησε ο ελληνισμός. Κέντρο του ελληνιστικού πολιτισμού έγινε η πόλη της Αιγύπτου Αλεξάνδρεια. Σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, στη Μικρά Ασία, στη Συρία και την Αίγυπτο κυριάρχησε ο ελληνικός πολιτισμός. Από αυτές τις περιοχές η Μικρά Ασία υπήρξε ίσως η πιο ελληνική. Οι ακτές της, για ένα μεγάλο διάστημα, ήταν γεμάτες από ελληνικές αποικίες και η επιρροή τους σιγά-σιγά, αν και όχι εύκολα, εισχώρησε στο εσωτερικό της χώρας.
Στη Συρία - όπου ο ελληνικός πολιτισμός βρήκε απήχηση μόνο στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων - η ελληνική επιρροή υπήρξε πολύ πιο αδύνατη. Ο πολύς λαός, μη γνωρίζοντας την ελληνική, συνέχισε να μιλάει τη μητρική του γλώσσα. Κάποιος ειδικός γράφει σχετικά ότι «αν σε μια τέτοια διεθνή πόλη - όπως η Αντιόχεια - ο πολύς κόσμος μιλούσε ακόμα τη γλώσσα της Συρίας (Αραμαϊκά) τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι στο εσωτερικό της επαρχίας η ελληνική δεν υπήρξε η γλώσσα των μορφωμένων, αλλά η γλώσσα μόνον εκείνων που έκαναν ειδικές μελέτες».
Ο Συριο-ρωμαϊκός κώδικας του 5ου αιώνα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του ότι η μητρική γλώσσα των Συρίων χρησιμοποιείτο πολύ στην Ανατολή. Το παλαιότερο χειρόγραφο που υπάρχει - στη γλώσσα των Συρίων - αυτού του βιβλίου γράφτηκε στις αρχές του 6ου αιώνα, πριν από την εποχή του Ιουστινιανού. Το κείμενο αυτό, που πιθανόν έχει γραφεί στη ΒΑ Συρία, είναι μετάφραση από τα ελληνικά. Το ελληνικό πρωτότυπο δεν έχει βρεθεί ακόμα, αλλά με βάση ορισμένα στοιχεία φαίνεται να έχει γραφεί τον 5ο αιώνα. Οπωσδήποτε όμως η μετάφραση έγινε αμέσως μετά την έκδοση του ελληνικού πρωτοτύπου. Εκτός από τη μετάφραση αυτή υπάρχει και η αραβική και αρμενική έκδοση του κώδικα, που δείχνουν ότι το βιβλίο αυτό έχει πιθανόν εκκλησιαστική προέλευση, επειδή αναλύει με πολλές λεπτομέρειες τους νόμους περί γάμου και κληρονομιών, υποστηρίζοντας συγχρόνως με τόλμη τα δικαιώματα του κλήρου. Το γεγονός ότι το νομικό αυτό βιβλίο - όπως φαίνεται από τις πολλές του εκδόσεις κι από τα πολλά αποσπάσματά του που βρίσκουμε σε αραβικά και συριακά βιβλία του 13ου και 14ου αιώνα - είχε μεγάλη κυκλοφορία και εφαρμογή στα ζωτικά προβλήματα των περιοχών που ήταν μεταξύ της Αρμενίας και της Αιγύπτου, δείχνει ότι επικρατούσαν συνεχώς οι εγχώριες γλώσσες. Αργότερα, όταν η νομοθεσία του Ιουστινιανού έγινε επίσημα υποχρεωτική για όλη την αυτοκρατορία, ο κώδικάς του αποδείχθηκε πολύ ογκώδης και δύσκολος για τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον κώδικα των Συρίων. Τον 7ο αιώνα - και μετά την επικράτηση ακόμα των Μουσουλμάνων στις ανατολικές επαρχίες - παρατηρούμε ότι πάλι χρησιμοποιείται πολύ ο κώδικας των Συρίων. Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στη γλώσσα των Συρίων τα 50 τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, δείχνει καθαρά ότι ο πολύς λαός δε γνώριζε ακόμα ελληνικά ή λατινικά και ότι ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα.
Στην Αίγυπτο επίσης - παρά το γεγονός ότι ήταν κοντά το κέντρο του διεθνούς πολιτισμού, δηλαδή η Αλεξάνδρεια - ο ελληνισμός διαδόθηκε μόνο στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων, ανάμεσα δηλαδή στους εκλεκτούς της κοινωνίας. Ο πολύς κόσμος συνέχισε να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα, δηλαδή την αιγυπτιακή (κοπτική).
Το κράτος αντιμετώπισε τη δυσκολία της τακτοποίησης των υποθέσεων των ανατολικών επαρχιών όχι μόνο λόγω των φυλετικών διαφορών του λαού, αλλά και λόγω του ότι η πλειονότητα της ανατολικής πλευράς της Μικράς Ασίας έμεινε πιστή στον Αρειανισμό και τα παρακλάδια του. Το πολύπλοκο φυλετικό πρόβλημα έγινε ακόμα πιο έντονο τον 5ο αιώνα λόγω των νέων θρησκευτικών εξελίξεων που παρατηρούμε σ’ αυτές τις επαρχίες.Για τις δυτικές επαρχίες της ανατολικής αυτοκρατορίας, δηλαδή τη Βαλκανική χερσόνησο, την πρωτεύουσα και τη δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, το πιο σπουδαίο πρόβλημα, την περίοδο αυτή, ήταν η δύναμη των Γερμανών, που απειλούσαν την ύπαρξη της αυτοκρατορίας. Αφού το πρόβλημα αυτό τακτοποιήθηκε, στα μέσα του 5ου αιώνα, ευνοϊκά για το κράτος, φάνηκε για λίγο ότι οι άγριοι Ίσαυροι θα έπαιρναν στην πρωτεύουσα μια παρόμοια ηγετική θέση με αυτήν των Γότθων. Στην Ανατολή ο αγώνας με τους Πέρσες συνεχίστηκε, ενώ στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου οι Βούλγαροι, ένας λαός που είχε προέλευση από τους Ούννους, άρχισαν τις καταστροφικές τους επιδρομές.

[1] Ποταμός της ανατολικής Ευρώπης, που πηγάζει από τα Καρπάθια, αποτελεί μέρος της συνοριακής γραμμής μεταξύ της Ουκρανίας και της Μολδαβίας και εκβάλλει στον Εύξεινο. Είναι γνωστός από την αρχαιότητα ως Τύρας ή Δάναστρις.
[2] Υπάρχουν τρεις κύριες θεωρίες σχετικά με την προέλευση των φυλών των Ούννων: η μογγολική, η τουρκική και η φιλανδική.

10/10/09

Ο Μεγάλος Θεοδόσιος [5]

Κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του διαδόχου του Ιουλιανού, Ιοβιανού (363-364) - οπαδού του Συμβόλου της Νίκαιας - ο Χριστιανισμός αποκαταστάθηκε στη θέση που του ανήκε, χωρίς αυτό να έχει ως αποτέλεσμα διωγμούς των ειδωλολατρών. Ο Ιοβιανός ήθελε να αποκαταστήσει σε όλη την αυτοκρατορία την τάξη εκείνη που επικρατούσε πριν από τον Ιοβιανό και γι’ αυτό έδωσε πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Επέτρεψε στους ειδωλολάτρες να ανοίξουν τους ναούς τους και να συνεχίσουν την προσφορά των θυσιών και, παρά την προσκόλλησή του στο Σύμβολο της Νίκαιας, δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον των άλλων αιρέσεων. Οι Χριστιανοί εξόριστοι γύρισαν πίσω και το Λάβαρο έγινε πάλι η σημαία του στρατού. Ο Ιοβιανός βασίλευσε λίγους μήνες μόνον, αλλά η εκ μέρους του αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών υποθέσεων, έκανε μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του. Ο Αρειανός ιστορικός του 5ου αιώνα Φιλοστόργιος, παρατηρεί ότι «ο αυτοκράτορας Ιοβιανός αποκατάστησε την παλαιά τάξη πραγμάτων για όλες της Εκκλησίες, απελευθερώνοντάς τις από τους ενοχλητικούς διωγμούς που είχε επιβάλλει ο αποστάτης».
Ο Ιοβιανός πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 364 κι αντικαταστάθηκε από τους αδελφούς Βαλεντινιανό Α' (364-375) και Ουάλη (364-378), οι οποίοι μοιράστηκαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο Βαλεντινιανός ανέλαβε τη Δυτική πλευρά της αυτοκρατορίας και ο Ουάλης την Ανατολική.
Τα δύο αδέλφια είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για τα θρησκευτικά ζητήματα. Ενώ δηλαδή ο Βαλεντινιανός ήταν οπαδός του Συμβόλου της Νίκαιας, ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αλλά οι πεποιθήσεις του Βαλεντινιανού δεν τον οδήγησαν σε εχθρικές εκδηλώσεις κατά των άλλων δογμάτων και, στη διάρκεια της βασιλείας του, η θρησκευτική ελευθερία ήταν πιο σταθερή και πιο πλήρης από πριν. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, δημοσίευσε ένα διάταγμα που παραχωρούσε στον κάθε άνθρωπο «την ελευθερία της λατρείας με βάση τις υπαγορεύσεις της συνείδησης». Οι ειδωλολάτρες έμειναν επίσης ανενόχλητοι, αν και ο Βαλεντινιανός έδειξε τη χριστιανική του ιδιότητα με διάφορα ειδικά μέτρα που έλαβε, ένα από τα οποία είναι η αποκατάσταση όλων των προνομίων που είχε παραχωρήσει στους κληρικούς ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Ο Ουάλης όμως ακολούθησε μια τελείως διαφορετική τακτική. Έχοντας δεχθεί τις αρχές του Άρειου, περιόρισε όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν τις απόψεις του και, αν και οι διωγμοί του δεν υπήρξαν ούτε σοβαροί ούτε συστηματικοί, όμως οι κάτοικοι της Ανατολικής πλευράς της αυτοκρατορίας πέρασαν, στη διάρκεια της βασιλείας του, μια περίοδο φόβων και ανησυχιών.
Όσον αφορά τα εξωτερικά ζητήματα, οι δύο αδελφοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο αγώνα με τους Γερμανούς. Ο Ουάλης πέθανε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γότθους και ο Βαλεντινιανός αντικαταστάθηκε στη Δύση από τους γιους του Γρατιανό (375-383) και τον μικρό Βαλεντινιανό Β' (375-392). Μετά το θάνατο του Ουάλη (378), ο Γρατιανός έκανε Αύγουστο, στην Ανατολή και το Ιλλυρικό, τον Θεοδόσιο.
Εκτός από τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β' - οπαδό του Άρειου, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα της αυτοκρατορίας - τόσο ο Γρατιανός όσο και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψαν την πολιτική της ανοχής και εκδήλωσαν μια συγκεκριμένη στροφή προς το Σύμβολο της Νίκαιας. Εξαιρετική σημασία έχει η τακτική του Θεοδόσιου, που ονομάστηκε «Μεγάλος» (379-395) και του οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τον θρίαμβο του Χριστιανισμού. Η αποφασιστική του προσκόλληση στο «πιστεύω», που διάλεξε, δεν του επέτρεψε να ανεχθεί την ειδωλολατρία.
Η οικογένεια του Θεοδοσίου είναι γνωστή από τότε που ο πατέρας του - επίσης Θεοδόσιος - υπηρετούσε ως ένας από τους λαμπρούς στρατηγούς στη Δύση, στη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεντινιανού Α'. Πριν γίνει Αύγουστος, ο Θεοδόσιος, ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τις χριστιανικές ιδέες. Τον επόμενο χρόνο όμως της ανακήρυξής του βαφτίστηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό του Συμβόλου της Νίκαιας.
Ο Θεοδόσιος είχε να αντιμετωπίσει δύο δύσκολα προβλήματα: 1) Την αποκατάσταση της εσωτερικής ενότητας της αυτοκρατορίας, που είχε χωριστεί στα δύο από τις θρησκευτικές διαμάχες, και 2) την άμυνα της αυτοκρατορίας εναντίον της σταθερής προώθησης των Γερμανών βαρβάρων - των Γότθων - οι οποίοι την εποχή του Θεοδοσίου, απειλούσαν τρομερά την αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ουάλη επικρατούσαν οι οπαδοί του Αρείου. Μετά το θάνατό του όμως και ειδικά κατά τη σύντομη περίοδο που προηγήθηκε πριν από την εκλογή του Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές φιλονικίες ξέσπασαν έντονα, για μια ακόμα φορά, παίρνοντας μερικές φορές αρκετά σκληρή μορφή. Οι δογματικές διαμάχες ξεπέρασαν τους κύκλους των κληρικών για να φτάσουν μέχρι το λαό και να συζητούνται από τα πλήθη στους δρόμους. Το πρόβλημα της φύσης του Υιού του Θεού, από τα μέσα του 4ου αιώνα, είχε προκαλέσει παντού - στους καθεδρικούς ναούς, στις εκκλησίες, στο παλάτι και στις καλύβες των ερημιτών - ζωηρές συζητήσεις.
Ο Γρηγόριος Νύσσας γράφει, όχι δίχως κάποιο σαρκασμό, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε, τα εξής: «Παντού - στους δρόμους, στις αγορές, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια - βλέπει κανείς αυτούς που μιλούν για τα πιο ακατανόητα πράγματα. Ερωτώ τι στοιχίζει αυτό, και αντί να μου απαντήσουν, φιλοσοφούν. Ενώ θέλω να μάθω πόσο στοιχίζει το ψωμί, κάποιος απαντά: ‘Ο πατήρ είναι ανώτερος του Υιού’ και καθώς ερωτώ αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο, μου ομιλούν πάλι περί του Υιού».
Όταν όμως ανέλαβε την εξουσία ο Θεοδόσιος, τα πράγματα άλλαξαν. Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε στον Αρειανό Επίσκοπο να αρνηθεί τον Αρειανισμό και να αποδεχθεί το Σύμβολο της Νίκαιας. Ο Επίσκοπος όμως δε δέχτηκε, προτιμώντας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω από αυτήν, όπου συνέχισε να κάνει συναθροίσεις των οπαδών του Αρείου. Στο μεταξύ όλες οι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ήρθαν στην εξουσία των οπαδών του Συμβόλου της Νίκαιας.
Ο Θεοδόσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ρύθμισης των σχέσεών του με τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου, η Καθολική Εκκλησία (Ecclesia Catholica) διακρινόταν από τους αιρετικούς (Haeretici). Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών κι αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ενώ αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες (pagani) ανήκαν σε ξεχωριστή κατηγορία.
Αφού ο Θεοδόσιος δήλωσε επίσημα την αφοσίωσή του στο Σύμβολο της Νίκαιας, άρχισε ένα μεγάλο αγώνα εναντίον των ειδωλολατρών και των αιρετικών, τιμωρώντας τους με σκληρά μέτρα, τα οποία, καθώς περνούσε ο καιρός, γίνονταν σκληρότερα. Με βάση το Διάταγμα του 380 μ.Χ., στην Καθολική Εκκλησία ανήκαν μόνον όσοι πίστευαν στην «ισότιμη Θεία Τριάδα» (Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα), όπως αυτή διδάσκεται από τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια. Όλοι οι άλλοι «οι τρελοί και μωροί», που ήταν οπαδοί «του αίσχους των αιρέσεων», δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν συναθροίσεις, ενώ συγχρόνως υπόκειντο σε αυστηρές τιμωρίες. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, το Διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «υπήρξε ο πρώτος αυτοκράτορας που καθιέρωσε για λογαριασμό του και όχι προς χάρη της Εκκλησίας υποχρεωτικό για τους υπηκόους του το χριστιανικό δόγμα». Ο Θεοδόσιος εξέδωσε πολλά διατάγματα που, ενώ απαγόρευαν στους αιρετικούς κάθε ιδιωτική ή δημόσια συγκέντρωση, έδιναν το δικαίωμα αυτό μόνον στους οπαδούς της Νίκαιας, οι οποίοι έκαναν χρήση όλων των Εκκλησιών της πρωτεύουσας και όλης της άλλης αυτοκρατορίας. Τα πολιτικά δικαιώματα των αιρετικών περιορίστηκαν σημαντικά, και κυρίως εκείνα που ήταν σχετικά με κληρονομικά ζητήματα.
Παρ’ όλους τους κομματισμούς του ο Θεοδόσιος επιθυμούσε πολύ να αποκαταστήσει στην Εκκλησία την αρμονία και την ειρήνη. Για το σκοπό αυτό κάλεσε, το 381, στην Κωνσταντινούπολη, μια Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι μόνον της Ανατολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Β' Οικουμενική Σύνοδος. Για καμιά άλλη Σύνοδο δεν είναι οι πληροφορίες τόσο ανεπαρκείς. Οι εργασίες της μας είναι άγνωστες και για ένα διάστημα υπήρχε αμφιβολία ακόμα και για την οικουμενική της φύση. Μόνον το 451, σε μια άλλη Οικουμενική Σύνοδο, αναγνωρίστηκε επίσημα η οικουμενικότητά της. Το κύριο θέμα που απασχόλησε τη Β' Οικουμενική Σύνοδο υπήρξε η αίρεση του «ημιαρείου» Μακεδόνιου, ο οποίος ήταν αρχηγός της αίρεσης των «ομοιουσίων». Η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Μακεδόνιου, κατοχύρωσε την «εν Νικαία πίστιν» - με μια προσθήκη περί του Αγίου Πνεύματος - και υιοθέτησε τη διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι «ομοούσιο τω Πατρί και τω Υιώ». Λόγω του ότι οι σχετικές με τη Σύνοδο πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, μερικοί επιστήμονες της Δυτικής Ευρώπης αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα του Συμβόλου της Κωνσταντινούπολης, το οποίο έχει γίνει όχι μόνο το επικρατέστερο Σύμβολο, αλλά και το επίσημο Σύμβολο όλων των Χριστιανών, άσχετα από τις δογματικές τους πεποιθήσεις. Μερικοί επιστήμονες τονίζουν ότι το νέο Σύμβολο δεν αποτελεί έργο της Β' Συνόδου, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Σύμβολο αυτό έγινε πριν ή μετά τη Β' Σύνοδο. Η πλειονότητα των επιστημόνων και μάλιστα οι Ρώσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς συμφωνούν ότι το Σύμβολο της Κωνσταντινούπολης είναι έργο των πατέρων της Β' Οικουμενικής Συνόδου, αν και διαδόθηκε μόνο μετά από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε επίσης και τη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης απέναντι στον Επίσκοπο Ρώμης. Ο τρίτος κανόνας της Συνόδου έχει ως εξής: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπο έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπο, δια το είναι αυτήν Νέα Ρώμη». Οι Πατριάρχες όμως των αρχαιότερων επισκοπών της Ανατολής δε συμφώνησαν στην εξύψωση αυτή του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, την εποχή αυτή ήταν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, που πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρωτεύουσα τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Θεοδόσιου. Μη μπορώντας όμως ο Γρηγόριος να κατευθύνει τις διάφορες αντίθετες απόψεις που εκδηλώθηκαν στη Σύνοδο, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, να εγκαταλείψει τη Σύνοδο και να φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Τη θέση του την πήρε ο Νεκτάριος, άνθρωπος με περιορισμένες θεολογικές δυνατότητες, αλλά ικανός να ρυθμίζει καλά τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος της Συνόδου, η οποία τέλειωσε τις εργασίες της το καλοκαίρι του 381.
Η συμπεριφορά του Θεοδόσιου προς τους Καθολικούς (οπαδούς της Νίκαιας) κληρικούς υπήρξε μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε, και πολλές φορές αύξησε, τα προνόμια που οι προκάτοχοί του είχαν παραχωρήσει στους Επισκόπους και τους ιερείς. Συγχρόνως, όμως, πρόσεχε τα δικαιώματα αυτά των κληρικών να μη παρεμποδίζουν τα συμφέροντα του κράτους. Έτσι μ’ ένα του διάταγμα ο Θεοδόσιος επέβαλε στην Εκκλησία έκτακτα καθήκοντα (extraordinaria munera). Η δυνατότητα προσφυγής στην Εκκλησία των εγκληματιών που τους καταδίωκαν οι Αρχές περιορίστηκε πάρα πολύ, λόγω μεγάλης κατάχρησης του δικαιώματος αυτού και κυρίως απαγορευόταν να ζητούν καταφύγιο στην Εκκλησία όσοι χρωστούσαν φόρους στο κράτος.
Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας και γενικά πέτυχε το σκοπό του αυτό. Σε μια περίπτωση όμως ήρθε σε έντονη αντίθεση με τον εκλεκτό ηγέτη της Εκκλησίας της Δύσης, Αμβρόσιο, Επίσκοπο Μεδιολάνων (Μιλάνου). Ο Θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Ο πρώτος πίστευε στην υπεροχή του κράτους, ενώ ο δεύτερος επέμενε ότι η Εκκλησία δεν έπρεπε ποτέ να υποταχθεί σε μια πρόσκαιρη δύναμη. Η διάσταση του αυτοκράτορα και του Αμβρόσιου είχε ως κύρια αφορμή της τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια αυτή και μεγάλη πόλη είχε εγκατασταθεί ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτικών με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του. Οι κάτοικοι της πόλης, ερεθισμένοι από τις προσβολές των Γερμανών, επαναστάτησαν και σκότωσαν τελικά τους αξιωματικούς και πολλούς στρατιώτες. Ο Θεοδόσιος που εκτιμούσε πολύ του Γερμανούς, στους οποίους είχε δώσει ξεχωριστή θέση στο στρατό του, εξαγριώθηκε τόσο πολύ ώστε, χρησιμοποιώντας ως όργανα τους Γερμανούς, τιμώρησε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, δίχως να κάνει διάκριση φύλου ή ηλικίας, με μια αιματηρή σφαγή, κατά την οποία σκοτώθηκαν 1.000 άτομα. Η τρομερή όμως αυτή πράξη δεν έμεινε ατιμώρητη. Ο Αμβρόσιος αφόρισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος, παρά τη δύναμή του, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει δημόσια το σφάλμα του και να εκτελέσει, ταπεινά, την τιμωρία που του επέβαλε ο Επίσκοπος, απαγορεύοντάς του να φοράει τα αυτοκρατορικά εμβλήματα κατά τη διάρκεια της εξιλέωσης.
Παράλληλα με τον χωρίς οίκτο αγώνα του κατά των αιρετικών, ο Θεοδόσιος κτύπησε αποφασιστικά και τους ειδωλολάτρες. Αρκετά διατάγματα απαγόρευαν την προσφορά θυσιών και την επίσκεψη των ναών, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί, από τους οποίους οι περισσότεροι χρησιμοποιήθηκαν για τις διοικητικές υπηρεσίες, ενώ άλλοι καταστράφηκαν τελείως αφού, προηγουμένως, ο φανατισμένος όχλος λεηλάτησε τους πλούσιους θησαυρούς τέχνης. Η πιο σημαντική ενέργεια υπήρξε η καταστροφή του ναού, που είχε ανεγερθεί για το θεό Σέραπι[1] και που αποτελούσε το κέντρο της ειδωλολατρίας στην Αλεξάνδρεια. Το τελευταίο διάταγμα κατά των ειδωλολατρών, που απαγόρευε κάθε θρησκευτική τους εκδήλωση, κυκλοφόρησε το 392. Οι παραβάτες αυτού του διατάγματος θεωρούνταν ένοχοι προσβολής κατά του αυτοκράτορα και της θρησκείας και, ως εκ τούτου, άξιοι για τις πιο βαριές τιμωρίες. Το διάταγμα αυτό χαρακτηρίζει την παλαιά θρησκεία ως «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» (gentilicia superstitio). Ένας ιστορικός ονομάζει το διάταγμα του 392, το οποίο αποτελεί την τελευταία ενέργεια του Θεοδοσίου, κατά των ειδωλολατρών της Ανατολής, «επικήδειο ύμνο».
Στη Δύση αναφέρεται ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο που συνέβηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα του Γρατιανού, του Βαλεντινιανού Β' και του Θεοδόσιου κατά των ειδωλολατρών και που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του βωμού της Νίκης - ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη Σύγκλητο στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου για να επανέλθει στη θέση του επί Ιουλιανού - από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο.
Οι συγκλητικοί, οι μισοί από τους οποίους ήταν ακόμα ειδωλολάτρες, θεώρησαν την απομάκρυνση του Βωμού ως το τελικό κτύπημα κατά της παλαιάς μεγαλοπρέπειας της Ρώμης και έστειλαν τον φημισμένο ειδωλολάτρη ρήτορα Σύμμαχο στον αυτοκράτορα για να τον παρακαλέσει για την επαναφορά του Βωμού στη Σύγκλητο. Ο Ouspensky, γράφοντας για την παράκληση αυτή του Συμμάχου - ο οποίος απέτυχε στην αποστολή του - αναφέρει ότι «η αίτηση αυτή υπήρξε η τελευταία εκδήλωση μιας ειδωλολατρίας που πέθανε και που δειλά και με θρήνους ζητούσε χάρη από το νεαρό αυτοκράτορα (Βαλεντινιανό Β'), μιας ειδωλολατρίας, στην οποία οι μεν πρόγονοι του αυτοκράτορα όφειλαν τη δόξα τους, και η Ρώμη το μεγαλείο της». Το 395 έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ενώ - μαζί με άλλα μνημεία της αρχαιότητας - το άγαλμα του Δία (έργο του Φειδία) μεταφερόταν από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη.
Συνεπώς, η θρησκευτική πολιτική του Θεοδόσιου διέφερε πολύ από την τακτική των προκατόχων του, οι οποίοι, ενώ είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε μια χριστιανική αίρεση ή στην ειδωλολατρία (όπως ο Ιουλιανός), ακολούθησαν, μέχρι ενός σημείου, πολιτική ανοχής των άλλων θρησκευτικών ομάδων, δεδομένου ότι de jure υπήρχε πάντοτε κάποια θρησκευτική ισότητα. Ο Θεοδόσιος όμως, αναγνωρίζοντας ως το μόνο νόμιμο σύμβολο πίστης το Σύμβολο της Νίκαιας, απαγόρευσε κάθε άλλη εκδήλωση είτε υπό μορφή χριστιανικής αίρεσης, είτε υπό μορφή ειδωλολατρίας.
Ο Θεοδόσιος ήταν ένας από εκείνους τους αυτοκράτορες που πίστευαν ότι η εξουσία τους μπορούσε να συμπεριλάβει την Εκκλησία και τη θρησκευτική ζωή των υπηκόων του. Σκοπός της ζωής του υπήρξε η δημιουργία μιας μόνης Εκκλησίας, που να δέχεται το Σύμβολο της Νίκαιας, αλλά οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν. Οι θρησκευτικές διαμάχες, αντί να σταματήσουν, πολλαπλασιάστηκαν και διαδόθηκαν γρήγορα, οδηγώντας, τον 5ο αιώνα, την Εκκλησία σε μια θυελλώδη και γεμάτη από ταραχές ζωή. Όσον αφορά τους ειδωλολάτρες, εκεί ο Θεοδόσιος πέτυχε ένα πλήρη θρίαμβο. Υπήρχαν φυσικά ακόμα ειδωλολάτρες, αλλά μόνο σαν άτομα ή μεμονωμένες οικογένειες μπορούσαν να απολαμβάνουν, κρυφά, την αγαπημένη τους θρησκεία, την οποία έβλεπαν να αργοπεθαίνει.Η περίφημη όμως Σχολή των Αθηνών, παρά τα διατάγματα του Θεοδοσίου, συνέχισε το έργο της, μεταδίδοντας τις γνώσεις της κλασικής φιλολογίας στους σπουδαστές της.
Υποσημείωση:
[1] Ο ΣέραπιςΣάραπις) υπήρξε θεός των αρχαίων Βαβυλωνίων που, στην αρχή, είχε το όνομα Έα και το επίθετο Σαρ-Απσί (βασιλιάς του ωκεανού). Ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε να επιβάλει τον Σέραπι ως τον ανώτερο θεό του βασιλείου του. Η λατρεία του διήρκεσε μέχρις ότου, το 386 μ.Χ., καταστράφηκε ο ναός και το άγαλμά του, στην Αλεξάνδρεια.

6/10/09

Κωνστάντιος (337-361) [4]

Οι γιοι του Κωνσταντίνου, μετά το θάνατο του πατέρα τους, διοίκησαν την αυτοκρατορία από κοινού. Η εχθρότητα όμως των τριών αδελφών, που είχαν μοιραστεί τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, έγινε πιο έκδηλη με αφορμή τους σκληρούς αγώνες που διεξήγαγε την εποχή εκείνη η αυτοκρατορία εναντίον των Περσών και των Γερμανών. Τα αίτια του χωρισμού και της διαμάχης των αδελφών δεν ήταν μόνο πολιτικά, αλλά και θρησκευτικά. Ενώ δηλαδή ο Κωνσταντίνος και ο Κώνστας δέχονταν το Σύμβολο της Πίστης της Νίκαιας, ο Κωνστάντιος, συνεχίζοντας την τελευταία τακτική του πατέρα του, υποστήριζε φανερά τους οπαδούς του Άρειου. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου σκοτώθηκαν πρώτος ο Κωνσταντίνος και λίγα χρόνια αργότερα ο Κώνστας, αφήνοντας τον Κωνστάντιο μοναδικό άρχοντα σε όλη την αυτοκρατορία.
Θερμός υποστηρικτής του Αρειανισμού, ο Κωνστάντιος, εφάρμοσε μια επίμονη πολιτική εναντίον των ειδωλολατρών. Ένα από τα διατάγματά του («Codex Theodosianus», XVI, 10, 2) τονίζει χαρακτηριστικά: «Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών». Οι ειδωλολατρικοί ναοί όμως που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης, παρέμεναν ακόμα, προς το παρόν, απαραβίαστοι. Λίγα χρόνια αργότερα ένα διάταγμα όριζε να κλείσουν οι ναοί, ενώ συγχρόνως, με ποινή θανάτου και κατάσχεσης της περιουσίας, απαγόρευε την είσοδο στους ναούς και την προσφορά των θυσιών, σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας. Ένα άλλο διάταγμα τόνιζε ότι θα τιμωρούνταν με θάνατο όλοι όσοι θα θυσίαζαν στους θεούς ή θα τους λάτρευαν με κάποιον άλλο τρόπο. Όταν ο Κωνστάντιος, με την ευκαιρία της γιορτής της 20ης επετείου της βασιλείας του, ήρθε για πρώτη φορά στη Ρώμη, επιθεώρησε με τη συνοδεία συγκλητικών, που ήταν ακόμα ειδωλολάτρες, τα μνημεία της πόλης και διέταξε να αφαιρέσουν από τη Σύγκλητο το Βωμό της Νίκης, που αντιπροσώπευε για τον ειδωλολατρικό κόσμο, όλο το παλαιό μεγαλείο της Ρώμης. Η πράξη αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στους ειδωλολάτρες, γιατί τους έδωσε να καταλάβουν ότι πλησίαζαν οι τελευταίες μέρες ύπαρξής τους. Συγχρόνως ο Κωνσταντίνος πολλαπλασίασε τα προνόμια των κληρικών και των επισκόπων.
Παρά τα σκληρά μέτρα όμως, που έλαβε ο Κωνστάντιος, εναντίον των ειδωλολατρών, η ειδωλολατρία όχι μόνο συνέχισε να συνυπάρχει με το Χριστιανισμό, αλλά και πολλές φορές εύρισκε προστασία στις αρχές. Έτσι ο Κωνστάντιος δεν διέλυσε τις Εστιάδες[1] και τους ιερείς της Ρώμης, ενώ με ένα από τα διατάγματά του όριζε την εκλογή ενός ιερέα (sacredos) για την Αφρική. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Κωνστάντιος είχε τον τίτλο «Pontifex Maximus».
Γενικά η ειδωλολατρία, στη διάρκεια της βασιλείας του, έχασε έδαφος, ενώ αντίθετα ο Χριστιανισμός, όπως τον δίδασκαν οι οπαδοί του Αρείου, προόδευσε.
Η έντονη υποστήριξη του Αρειανισμού έφερε τον Κωνστάντιο σε σοβαρή αντίθεση με τους οπαδούς του Συμβόλου της Νίκαιας. Ειδικότερα ο Κωνστάντιος υπήρξε πολύ επίμονος στον αγώνα του κατά του πρωταγωνιστή της Συνόδου της Νίκαιας, Αθανάσιου. Ο Κωνστάντιος πέθανε το 361, χωρίς ούτε οι οπαδοί της Νίκαιας, ούτε οι ειδωλολάτρες να πενθήσουν ειλικρινά τον αυτοκράτορά τους. Οι ειδωλολάτρες χάρηκαν, γιατί ο θρόνος θα ερχόταν στα χέρια του Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υποστήριζε την ειδωλολατρία, ενώ τα αισθήματα των Χριστιανών εκφράζονται στα λόγια του Αγίου Ιερώνυμου: «Ο κύριός μας αγρυπνεί... Το κτήνος πεθαίνει και η ηρεμία επανέρχεται».[2]
Ο Κωνστάντιος πέθανε στη διάρκεια εκστρατείας στην Κιλικία, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η πομπώδης κηδεία του έγινε παρουσία του νέου αυτοκράτορα Ιουλιανού, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία, όπως λέγεται, έκτισε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κωνστάντιο ανάμεσα στους θεούς.

Ιουλιανός ο παραβάτης (361-363)
Το όνομα του διαδόχου του Κωνστάντιου, Ιουλιανού, είναι στενά συνδεδεμένο με την τελευταία προσπάθεια που έγινε για την ανασύσταση της ειδωλολατρίας στην Αυτοκρατορία. Ο ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, η οποία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε συγκεντρώσει την προσοχή των επιστημόνων και των συγγραφέων. Η σχετική με αυτόν φιλολογία είναι μεγάλη, αν και τα έργα του ίδιου του Ιουλιανού, που σώζονται, δίνουν αρκετό υλικό για μια κριτική της φιλοσοφίας του και των πράξεών του. Το κύριο έργο των ερευνητών υπήρξε πάντοτε το να καταλάβουν και να εξηγήσουν αυτόν τον τόσο ενθουσιώδη «Έλληνα» που είχε τέτοια πεποίθηση για το δίκαιο και την επιτυχία της προσπάθειάς του, ώστε να αποφασίσει, προς τα τέλη του 4ου αιώνα, να ανασυγκροτήσει και να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κάνοντάς της βάση της θρησκευτικής της θρησκευτικής ζωής της αυτοκρατορίας.
Ο Ιουλιανός έχασε πολύ μικρός τους γονείς του: η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του πέθανε όταν ο μικρός ήταν 6 ετών. Η αγωγή του υπήρξε πολύ καλή, και εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο, ήταν ο δάσκαλός του Μαρδόνιος, ειδικός στην ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία, ο οποίος είχε διδάξει Όμηρο και Ησίοδο τη μητέρα του Ιουλιανού. Ενώ ο Μαρδόνιος δίδασκε τον Ιουλιανό κλασική φιλολογία, ένας χριστιανός κληρικός, πιθανόν ο Επίσκοπος Νικομήδειας (αργότερα Επίσκοπος Κωνσταντινούπολης), Ευσέβιος, τον εισήγαγε στη μελέτη των Αγίων Γραφών. Έτσι, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ο Ιουλιανός άκουσε δύο, διαφορετικής μορφής, διδασκαλίες, που βάδιζαν η μια κοντά στην άλλη χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Ο Ιουλιανός βαπτίστηκε μικρός, πράγμα που ο ίδιος ονόμασε αργότερα εφιάλτη, τον οποίον πρέπει να ξεχάσει.
Τα πρώτα του χρόνια ο Ιουλιανός τα πέρασε μέσα σε φόβους και ανησυχίες. Ο Κωνστάντιος θεωρώντας τον ως έναν πιθανό αντίπαλο κι έχοντας υποψίες ότι ίσως είχε βλέψεις στο θρόνο, άλλοτε τον κρατούσε σαν σε εξορία, μακριά από την πρωτεύουσα, στις επαρχίες, και άλλοτε τον καλούσε στην πρωτεύουσα για να τον έχει κάτω από έλεγχό του. Ξέροντας κάθε τι το σχετικό με τη σφαγή των μελών της οικογενείας του, που είχαν σκοτωθεί ύστερα από εντολή του Κωνστάντιου, ο Ιουλιανός φοβόταν πολύ το θάνατο. Ο Κωνστάντιος τον ανάγκασε να μείνει λίγα χρόνια στην Καππαδοκία, όπου συνέχισε τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων κάτω από την καθοδήγηση του Μαρδόνιου (που τον συνόδευε) και όπου γνώρισε ακόμα καλύτερα τη Βίβλο. Αργότερα ο Κωνστάντιος έφερε τον Ιουλιανό πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Νικομήδεια όπου συνέχισε τις μελέτες του εκδηλώνοντας εκεί, για πρώτη φορά, τις σοβαρές του κλίσεις προς την ειδωλολατρία.
Την εποχή αυτή δίδασκε στη Νικομήδεια ο Λιβάνιος, ο μεγαλύτερος τότε ρήτορας, που υπήρξε ένας αληθινός ηγέτης του Ελληνισμού και που αρνήθηκε να σπουδάσει λατινικά, επειδή τα περιφρονούσε. Καταφρονούσε το Χριστιανισμό, αποδίδοντας τη λύση όλων των προβλημάτων στον Ελληνισμό. Ο ενθουσιασμός του για την ειδωλολατρία δεν είχε όρια και τα μαθήματά του είχαν κατακτήσει στη Νικομήδεια το πολύ κοινό. Όταν ο Κωνστάντιος αποφάσισε να στείλει τον Ιουλιανό στη Νικομήδεια, κατάλαβε ίσως την πιθανή επιρροή που θα είχαν επάνω στο νεαρό σπουδαστή τα ενθουσιώδη μαθήματα του Λιβάνιου και γι’ ατό του απαγόρευσε να παρακολουθεί το διάσημο ρήτορα. Ο Ιουλιανός, τυπικά, δεν παράκουσε την εντολή του αυτοκράτορα, αλλά σπούδαζε τα γραπτά του Λιβάνιου, συζητούσε τα μαθήματά του με εκείνους που τα παρακολουθούσαν και υιοθέτησε τόσο πολύ το ύφος και τον τρόπο γραψίματος του μεγάλου διδασκάλου, ώστε αργότερα χαρακτηριζόταν ως μαθητής του Λιβάνιου. Στη Νικομήδεια, επίσης, ο Ιουλιανός μελέτησε με ενθουσιασμό τις Νέο-Πλατωνικές διδασκαλίες, οι οποίες την εποχή αυτή είχαν σκοπό να εισδύσουν στα γεγονότα του μέλλοντος με τη βοήθεια όχι μόνο νεκρών ανθρώπων (με τους οποίους επικοινωνούσαν σε μυστηριώδεις τελετές), αλλά ακόμη και των θεών (θεουργία). Ο πολυμαθής φιλόσοφος της Εφέσου Μάξιμος, επηρέασε πολύ, στο ζήτημα αυτό, τον Ιουλιανό.
Αφού έζησε, ύστερα από την επικίνδυνη περίοδο του θανάτου του αδελφού του Γάλλου, ο οποίος σκοτώθηκε με βάση διαταγή του Κωνστάντιου, ο Ιουλιανός ήρθε στο Μιλάνο και κατόπιν στάλθηκε στην Αθήνα. Η πόλη αυτή, φημισμένη για το ένδοξο παρελθόν, την εποχή αυτή ήταν μια ήσυχη επαρχιακή πόλη, στην οποία είχε απομείνει η φημισμένη της Σχολή για να θυμίζει τις παλιές ένδοξες μέρες της. Η διαμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα. Αργότερα, σ’ ένα από τα γράμματά του, «θυμάται με μεγάλη ευχαρίστηση... τους κήπους και τα περίχωρα των Αθηνών, τους μύρτους της και το ταπεινό σπίτι του Σωκράτη». Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι στη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Ιουλιανός είχε μυηθεί από έναν ιεροφάντη,[3] στα Ελευσίνια μυστήρια. Το γεγονός αυτό, κατά τον Boissier, υπήρξε ένα είδος νέου βαπτίσματος. Μερικοί επιστήμονες όμως αμφιβάλλουν αν πράγματι ο Ιουλιανός στράφηκε προς τα Ελευσίνια μυστήρια.
Το 335 ο Κωνστάντιος ονόμασε τον Ιουλιανό Καίσαρα, τον πάντρεψε με την αδελφή του Ελένη και τον έστειλε αρχηγό του στρατού της Γαλατίας για να βοηθήσει στην εκστρατεία κατά των Γερμανών που προχωρούσαν ερημώνοντας τη χώρα, καταστρέφοντας τις πόλεις και σκοτώνοντας τους ανθρώπους. Ο Ιουλιανός χειρίστηκε πολύ καλά την υπόθεση, σώζοντας τη Γαλατία και νικώντας τους Γερμανούς κοντά στο σημερινό Στρασβούργο. Έδρα του Ιουλιανού στη Γαλατία ήταν το σημερινό Παρίσι (Lutetia Parisiorum). Την εποχή αυτή, το Παρίσι ήταν μια μικρή πόλη σ’ ένα νησί του Σηκουάνα, το οποίο ακόμα ονομάζεται La Cité (Civita), μια πόλη που επικοινωνούσε με ξύλινα γεφύρια και με τις δύο όχθες του ποταμού. Στην αριστερή πλευρά του Σηκουάνα ήταν το παλάτι, που ίσως είχε κατασκευάσει ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός και του οποίου τα ερείπια φαίνονται ακόμα στο Παρίσι, κοντά στο Μουσείο Cluny. Ο Ιουλιανός είχε διαλέξει το παλάτι αυτό ως τόπο διαμονής του, γιατί αγαπούσε πολύ τη Lutetia (Παρίσι), την οποία σ’ ένα από τα έργα του αποκαλεί «πολυαγαπημένη».
Ο Ιουλιανός πέτυχε στην εκστρατεία του, απωθώντας τους Γερμανούς στο Ρήνο. «Τρεις φορές», γράφει, «ενώ ήμουν ακόμα Καίσαρ, διέσχισα το Ρήνο, παίρνοντας πίσω 20.000 αιχμαλώτους... Τώρα, με τη βοήθεια των θεών, έχω πάρει πίσω όλες τις πόλεις, ενώ την εποχή εκείνη είχα αποκτήσει σχεδόν σαράντα από αυτές». Ο Ιουλιανός είχε κατορθώσει να εμπνεύσει στο στρατό του την αγάπη και το θαυμασμό.
Ο Κωνστάντιος όμως έβλεπε με καχυποψία και φθόνο τις επιτυχίες του Ιουλιανού και, ενώ πολεμούσε του Πέρσες, ζήτησε να του σταλούν ενισχύσεις από το στρατό της Γαλατίας. Οι στρατιώτες όμως της Γαλατίας επαναστάτησαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό Αύγουστο. Ο νέος Αύγουστος ζήτησε από τον Κωνστάντιο να αναγνωρίσει το γεγονός, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος αλλά, την κρίσιμη αυτή στιγμή, πέθανε ο Κωνστάντιος και ο Ιουλιανός, το 361, έγινε αυτοκράτορας όλης της αυτοκρατορίας. Οι οπαδοί και οι εκλεκτοί του Κωνστάντιου καταδικάστηκαν σε σκληρές τιμωρίες και διωγμούς, που τους υποκινούσε ο νέος αυτοκράτορας.
Ο Ιουλιανός υπήρξε από πολύ καιρό ενθουσιώδης οπαδός της ειδωλολατρίας, αλλά ήταν αναγκασμένος να κρύβει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέχρι που πέθανε ο Κωνστάντιος. Όταν όμως έγινε κύριος της αυτοκρατορίας, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του της αποκατάστασης της εκλεκτής του θρησκείας και, από τις πρώτες εβδομάδες μετά την άνοδό του στο θρόνο, εξέδωσε ένα διάταγμα που εξυπηρετούσε τα σχέδια του. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος περιγράφει την περίοδο αυτή ως εξής:
«Αν και από τα νιάτα του ο Ιουλιανός έτεινε προς τη λατρεία των θεών και, αν και βαθμιαία, μεγαλώνοντας, γινόταν πιο θερμός λάτρης τους, όμως βρισκόταν κάτω από την επιρροή ορισμένων φόβων που τον ανάγκαζαν να χειρίζεται το θέμα αυτό όσο μπορούσε πιο μυστικά. Αλλά όταν οι φόβοι του έπαψαν να υπάρχουν και κατάλαβε ότι ήταν ελεύθερος να κάνει εκείνο που ήθελε, φανέρωσε όλες τις κρυφές του τάσεις και με συγκεκριμένο πια διάταγμα, έδωσε εντολή να ανοίξουν οι ναοί και να αρχίσουν οι θυσίες στους θεούς».
Το διάταγμα αυτό δεν εξέπληξε κανέναν, γιατί όλοι γνώριζαν τις κλίσεις του Ιουλιανού προς την ειδωλολατρία. Η χαρά των ειδωλολατρών υπήρξε απερίγραπτη γιατί, γι’ αυτούς, η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας δε σήμαινε θρησκευτική ελευθερία μόνο, αλλά και θρησκευτική νίκη συγχρόνως.
Την εποχή που ανέβηκε ο Ιουλιανός στο θρόνο δεν υπήρχε ούτε ένας ειδωλολατρικός ναός στην Κωνσταντινούπολη και, εφόσον ήταν αδύνατο σύντομα να ανεγερθούν ναοί, ο αυτοκράτορας πρόσφερε τις θυσίες του στη Βασιλική, η οποία ήταν προορισμένη για συνέδρια και που είχε διακοσμηθεί (από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου) με το Άγαλμα της Τύχης. Όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζόμενος, στη Βασιλική αυτή έλαβε χώρα το εξής περιστατικό: Ένας γέρος τυφλός, που τον οδηγούσε ένα παιδί, πλησίασε τον αυτοκράτορα και, μπροστά σε όλους, τον φώναξε άθρησκο, άθεο και αποστάτη. Ο Ιουλιανός τότε απάντησε: «Είσαι ένας τυφλός και ο Γαλιλαίος Θεός σου δε θα σε θεραπεύσει». Ο γέροντας όμως είπε: «Ευχαριστώ τον Θεό για την τύφλωσή μου, γιατί αυτή με εμποδίζει να βλέπω την ασέβειά σου». Ο Ιουλιανός αδιαφόρησε για τα τολμηρά λόγια του τυφλού και συνέχισε την προσφορά των θυσιών.
Έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία ο Ιουλιανός είχε πλήρη επίγνωση του ότι ήταν αδύνατο να την αναστήσει στην παλιά της, καθαρά υλιστική, μορφή. Για τούτο θεώρησε απαραίτητα να μεταρρυθμίσει και να μεταβάλλει την ειδωλολατρία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθεί μια θρησκεία ικανή να πολεμήσει τη χριστιανική Εκκλησία. Για το σκοπό αυτό δανείστηκε πολλά στοιχεία από την οργάνωση των Χριστιανών, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Έτσι οργάνωσε τους ειδωλολάτρες ιερείς, σύμφωνα με τις αρχές και την ιεραρχία της χριστιανικής Εκκλησίας, μετέβαλε το εσωτερικό των ναών σύμφωνα με τα πρότυπα των Χριστιανών, υποχρέωσε τους ειδωλολάτρες να παρακολουθούν μαθήματα και να διαβάζουν κάθε τι το σχετικό με τα ελληνικά μυστήρια, εισήγαγε ύμνους στη λατρεία, απαιτούσε άψογο τρόπο ζωής από τους ιερείς και καθιέρωσε τον αφορισμό και άλλες ποινές. Με άλλα λόγια ο Ιουλιανός, έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κατέφυγε σε κάτι το οποίο καταφρονούσε υπερβολικά.
Ο αριθμός των ζώων που θυσιάζονταν στους βωμούς ήταν τόσο μεγάλος ώστε προκαλούσε τους αστεϊσμούς και αυτών ακόμα των ειδωλολατρών. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συμμετείχε στην προσφορά των θυσιών και δεν ντρεπόταν να κάνει και την πιο δουλοπρεπή πράξη που μπορούσαν να απαιτήσουν οι γιορτές αυτές. Όπως αναφέρει ο Λιβάνιος, ο αυτοκράτορας έτρεχε γύρω από το βωμό, άναβε τη φωτιά, έπιανε το μαχαίρι και έσφαζε τα πουλιά, ξέροντας κάθε τι το σχετικό με τα εντόσθιά τους. Λόγω του μεγάλου αριθμού των ζώων που χρησιμοποιούνταν για τις θυσίες, έγινε πάλι επίκαιρο το επίγραμμα που είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί για το φιλόσοφο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και το οποίο παρουσιάζει τα κτήνη να απευθύνονται προς το Μάρκο Καίσαρα και να λένε ότι αν νικήσει θα χαθούν.
Ο θρίαμβος αυτός της ειδωλολατρίας οπωσδήποτε επηρέασε πολύ τη θέση των Χριστιανών στην αυτοκρατορία. Στην αρχή φάνηκε ότι κανείς σοβαρός φόβος δεν απειλούσε το Χριστιανισμό. Ο Ιουλιανός είχε προσκαλέσει στα ανάκτορα τους ηγέτες των διαφόρων θρησκευτικών αιρέσεων και τους οπαδούς τους και τους ανάγγειλε ότι τώρα πια που οι πολιτικές διαμάχες είχαν σταματήσει, ο καθένας μπορούσε να ακολουθήσει τη θρησκεία της εκλογής του, χωρίς κανένα εμπόδιο ή φόβο.
Έτσι μια από τις πρώτες ενέργειες του Ιουλιανού υπήρξε και η δήλωση θρησκευτικής ανοχής. Μερικές φορές μάλιστα, όταν οι Χριστιανοί άρχιζαν να φιλονικούν μπροστά στον αυτοκράτορα, εκείνος τους μιλούσε χρησιμοποιώντας τα λόγια του Μάρκου Αυρηλίου: «Ακούστε εμένα, τον οποίον πρόσεξαν οι Γερμανοί και οι Φράγκοι». Αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο ο Ιουλιανός κάλεσε πίσω από την εξορία όλους τους Επισκόπους που είχαν εξοριστεί από τον Κωνστάντιο και τους επέστρεψε τις περιουσίες τους χωρίς να λάβει υπόψη του τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Επειδή όμως οι θρησκευτικοί αυτοί ηγέτες, που γύρισαν από την εξορία, ανήκαν σε διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις, ενώ συγχρόνως είχαν διαμορφώσει σταθερές και αμετάβλητες πεποιθήσεις, δεν μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά και γρήγορα άρχισαν σοβαρές φιλονικίες. Ο Ιουλιανός είχε ήδη φανταστεί και υπολογίσει μια τέτοια εξέλιξη.
Αν και φαινομενικά είχε παραχωρήσει θρησκευτικές ελευθερίες σε όλους, ξέροντας καλά την ψυχολογία των Χριστιανών, γνώριζε ότι μια διαφωνία θα ξεσπούσε ανάμεσά τους και ότι μια διαιρεμένη Εκκλησία δε μπορούσε να είναι επικίνδυνη για τους ειδωλολάτρες. Συγχρόνως ο αυτοκράτορας έδινε πολλά προνόμια σε όλους εκείνους που αποφάσιζαν να αρνηθούν το Χριστιανισμό, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα πολλές αποστασίες. Ο Άγιος Ιερώνυμος ονόμασε αυτήν την τακτική του Ιουλιανού «ευγενικό διωγμό, ο οποίος έλκυσε, χωρίς να πιέζει, το λαό να συμμετάσχει στην προσφορά θυσιών».
Συγχρόνως οι Χριστιανοί αντικαταστάθηκαν με ειδωλολάτρες στις πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις που κατείχαν πριν. Το φημισμένο Λάβαρο του Κωνσταντίνου, που χρησίμευε για σημαία του στρατού, καταργήθηκε και οι λαμπεροί σταυροί που ήταν χαραγμένοι στις ασπίδες των στρατιωτών, αντικαταστάθηκαν με ειδωλολατρικά σύμβολα.
Αλλά το πιο σοβαρό χτύπημα εναντίον του Χριστιανισμού υπήρξε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το πρώτο διάταγμα ήταν σχετικό με το διορισμό καθηγητών στις κυριότερες πόλεις της αυτοκρατορίας. Οι υποψήφιοι έπρεπε να εκλεγούν από τις πόλεις, αλλά κάθε εκλογή χρειαζόταν να εγκριθεί, τελικά, από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος μπορούσε να αρνηθεί την έγκριση των καθηγητών που του ήταν ανεπιθύμητοι, ενώ προηγουμένως η εκλογή των καθηγητών ήταν υπόθεση που αφορούσε μόνο την πόλη. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό υπήρξε ένα δεύτερο διάταγμα, το οποίο σώζεται στα γράμματα του Ιουλιανού. Το διάταγμα αυτό όριζε ότι «όλοι όσοι διδάσκουν τους άλλους, πρέπει να είναι άνθρωποι έντιμοι και να μη κρύβουν μέσα τους σκέψεις αντίθετες προς το πνεύμα του Κράτους». Με τη φράση «πνεύμα του Κράτους», το διάταγμα εννοούσε τις προσωπικές ειδωλολατρικές τάσεις του αυτοκράτορα. Γενικά δηλαδή ο Ιουλιανός θεωρούσε παράλογο άνθρωποι που ερμήνευαν τα έργα του Ομήρου, του Ησίοδου, του Δημοσθένη, του Ηρόδοτου και άλλων κλασικών συγγραφέων, να μη τιμούν τους θεούς που οι συγγραφείς αυτοί τιμούσαν.
«Δίνω σ’ αυτούς (τους καθηγητές)», έγραφε ο Ιουλιανός, «το δικαίωμα εκλογής ή να μη διδάσκουν εκείνο που δε θεωρούν θαυμάσιο ή (αν θέλουν να διδάσκουν) να πείσουν τους μαθητές τους ότι ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος ή άλλοι από τους συγγραφείς που ερμηνεύουν, είναι (όπως τους έχουν παρουσιάσει) ασεβείς, μωροί και πλανεμένοι στα θρησκευτικά ζητήματα. Γιατί, εφόσον ζουν και πληρώνονται χάρη στο έργο αυτών των συγγραφέων, κατηγορώντας τους, ομολογούν ότι είναι αδιάντροποι πλεονέκτες, που για λίγες δραχμές μπορούν να ανεχθούν το κάθε τι. Είναι αλήθεια ότι μέχρι τώρα πολλοί μπορούσαν να συγχωρεθούν γιατί δεν πήγαιναν στους ναούς, εφόσον ο φόβος ανάγκαζε τους ανθρώπους να κρύβουν τις αληθινές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αλλά τώρα που ο θεός μας χάρισε την ελευθερία, μου φαίνεται παράλογο να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι διδάσκουν κάτι το οποίο δεν πιστεύουν. Αν όμως πιστεύουν ότι αυτοί τους οποίους ερμηνεύουν και χάρη στους οποίους έχουν τη θέση που έχουν, ήταν σοφοί άνθρωποι, ας τους μιμηθούν πρώτοι, δείχνοντας την ευσέβειά τους προς τους θεούς. Αν όμως πιστεύουν ότι οι συγγραφείς αυτοί έχουν λάθος στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τότε ας καταφύγουν στις εκκλησίες του Γαλιλαίου και ας μελετήσουν τον Ματθαίο και τον Λουκά... Αυτή γενική εντολή για τους διδασκάλους των θρησκευτικών και των άλλων μαθημάτων... Αν και καλύτερα θα ήταν να τους θεραπεύσουμε, παρά τη θέλησή τους, όπως κανείς θεραπεύει έναν τρελό, με τη διαφορά ότι θα δεχόμαστε κάποια επιείκεια για το είδος αυτό της ασθένειας. Γιατί θα πρέπει, νομίζω, να διδάξουμε και όχι να τιμωρήσουμε τους παράφρονες».
Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Ammianus Marcellinus) (330-400 μ.Χ.), φίλος και σύντροφος του Ιουλιανού στις εκστρατείες του, εξηγεί το διάταγμα αυτό ως εξής: «Ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους Χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν μέχρις ότου προσφέρουν λατρεία στους θεούς», μέχρι δηλαδή να γίνουν ειδωλολάτρες. Με βάση ορισμένες παρατηρήσεις σύγχρονων με τον Ιουλιανό χριστιανών συγγραφέων, μερικοί υποθέτουν ότι ο αυτοκράτορας εξέδωσε και δεύτερο διάταγμα με το οποίο απαγόρευε στους Χριστιανούς, όχι μόνο να διδάσκουν αλλά και να παρακολουθούν μαθήματα στα δημόσια σχολεία. Ο Άγιος Αυγουστίνος, γράφει σχετικά: «Και μήπως ο Ιουλιανός δεν καταδίωξε την Εκκλησία, απαγορεύοντας στους Χριστιανούς να διδάσκουν και να μελετούν τα ελευθέρια μαθήματα; (liberales litteras)». Το κείμενο όμως του δευτέρου διατάγματος δεν έχει διασωθεί, αν και είναι πιθανόν τέτοιο διάταγμα να μην κυκλοφόρησε ποτέ, εφόσον και το πρώτο διάταγμα ακόμα, που απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν, είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα των περιορισμό των σπουδών. Μετά τη δημοσίευση του διατάγματος οι Χριστιανοί μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου υπήρχε μόνο ειδωλολατρική διδασκαλία, πράγμα που ανάγκασε τους περισσότερους να μη στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο από φόβο μήπως, μετά από μια ή δύο γενιές, τα παιδιά των Χριστιανών επιστρέψουν στην ειδωλολατρία. Αφετέρου όμως, τα παιδιά των Χριστιανών, μη παίρνοντας μια γενικά αγωγή, ήταν, από πλευράς επιστημονικής, κατώτερα των ειδωλολατρών. Το διάταγμα του Ιουλιανού λοιπόν (έστω και ένα) είχε μεγάλη σημασία για τους Χριστιανούς, γιατί αποτελούσε ένα μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον του Χριστιανισμού. Δίκαια ο Gibbon παρατηρεί ότι, «ενώ είχε απαγορευτεί επίσημα στους Χριστιανούς να διδάσκουν, τους είχε απαγορευθεί επίσης ανεπίσημα, και η σπουδή εφόσον (για λόγους ηθικής τάξης) δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στα ειδωλολατρικά σχολεία».
Οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς δασκάλους προτίμησαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα τους παρά να γυρίσουν πίσω στην ειδωλολατρία. Κι ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ακόμα υπήρξε μια ποικιλία απόψεων σχετικά με το διάταγμα του Ιουλιανού. Ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Αμμιανός Μαρκελλίνος π.χ. γράφει σχετικά ότι: «Η απαγόρευση στους Χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν τη ρητορική υπήρξε μια πράξη σκληρή, καταδικασμένη να ταφεί μέσα στην αιώνια σιωπή».
Ενδιαφέρον είναι να σημειώσουμε πώς αντέδρασαν στο διάταγμα οι Χριστιανοί. Μερικοί, με αφέλεια, χάρηκαν γιατί ο αυτοκράτορας έκανε πιο δύσκολη τη σπουδή, εκ μέρους των Χριστιανών, των ειδωλολατρών συγγραφέων. Για να αντικαταστήσουν την απαγορευμένη φιλολογία, οι Χριστιανοί συγγραφείς της περιόδου αυτής[4] σκέφτηκαν να δημιουργήσουν νέα, δικής τους έμπνευσης, φιλολογία για τη χρήση των σχολείων. Με το σκοπό αυτό μετέφρασαν τους ψαλμούς σε μορφή όμοια με τις ωδές του Πίνδαρου, απέδωσαν την Πεντάτευχο του Μωυσή με εξάμετρο και έγραψαν τα Ευαγγέλια στο ύφος των διαλόγων του Πλάτωνα. Από αυτήν την παραγωγή, που ασφαλώς δεν θα είχε να επιδείξει τεχνική αξία, δεν έχει τίποτα διασωθεί. Χάθηκε μετά το θάνατο του Ιουλιανού, όταν το διάταγμά του δεν είχε πια καμιά σημασία.
Το καλοκαίρι του 362 ο Ιουλιανός έκανε ένα ταξίδι στις ανατολικές επαρχίες και σταμάτησε στην Αντιόχεια όπου ο λαός, όπως λέει ο ίδιος ο Ιουλιανός, «είχε προτιμήσει την αθεΐα», δηλαδή τον Χριστιανισμό. Η υπεροχή αυτή των Χριστιανών εξηγεί γιατί στη διάρκεια της θριαμβευτικής επίσημης δεξίωσης του αυτοκράτορα στην Αντιόχεια, ήταν αισθητή, και μερικές στιγμές έκδηλη μια ψυχρότητα και κάποιο μίσος ακόμα. Η παραμονή του Ιουλιανού στην Αντιόχεια υπήρξε σημαντική, γιατί τον έπεισε πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ήταν να αναζωογονηθεί η ειδωλολατρία. Η πρωτεύουσα της Συρίας έμεινε τελείως ασυγκίνητη από τις θρησκευτικές προτιμήσεις του μεγάλου επισκέπτη της. Ο Ιουλιανός διηγείται την επίσκεψή του αυτή στο σατυρικό του έργο «Μισοπώγων».[5] Στη διάρκεια μιας σπουδαίας ειδωλολατρικής γιορτής, περίμενε να δει στο ναό του Απόλλωνα, στη Δάφνη, προάστιο της Αντιόχειας, πολλούς ανθρώπους, ζώα και θυσία, σπονδές, θυμιάματα και άλλα χαρακτηριστικά μιας ειδωλολατρικής γιορτής. Όταν μπήκε όμως στο ναό, με μεγάλη έκπληξη, είδε μόνον έναν ιερέα και μια χήνα μόνο για θυσία. Ο Ιουλιανός περιγράφει το γεγονός ως εξής:
«Το δέκατο μήνα υπάρχει μια γιορτή, την οποίαν καθιέρωσαν οι πρόγονοί σας προς τιμή του θεού Απόλλωνα, και ήταν καθήκον σας να επισκεφτείτε τη Δάφνη... Φαντάστηκα ζώα για θυσίες, σπονδές, θυμιάματα, χορωδίες και τους νέους της πόλης ντυμένους λευκά γύρω από το βωμό με τις ψυχές τους γεμάτες από ευσέβεια και αγιότητα. Αλλά όταν μπήκα στο ναό δεν βρήκα ούτε θυμίαμα, ούτε καν ζώο για θυσία. Για μια στιγμή απόρησα και νόμισα ότι ακόμα ήμουν έξω και ότι, για να με τιμήσετε περιμένατε το σύνθημά μου. Αλλά όταν ρώτησα ποια θα ήταν η θυσία την οποία θα πρόσφερε η πόλη στο θεό, ο ιερέας απάντησε: ‘Έφερα μαζί μου από το σπίτι μου μια χήνα να την προσφέρω στον θεό, γιατί η πόλη αυτή τη φορά δεν έκανε καμιά σχετική προετοιμασία’».
Έτσι η Αντιόχεια δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της γιορτής. Παρόμοια όμως περιστατικά ενίσχυσαν το μίσος του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών. Ο θυμός του μεγάλωνε, όταν ξαφνικά έπιασε φωτιά ο ναός της Δάφνης. Φυσικά όλοι υποπτεύθηκαν ότι οι Χριστιανοί έβαλαν φωτιά στο ναό. Τρομερά εξαγριωμένος για το έγκλημα αυτό ο Ιουλιανός, διέταξε, για τιμωρία των Χριστιανών, να κλειστεί ο κεντρικός ναός τους της Αντιόχειας, που αμέσως λεηλατήθηκε και βεβηλώθηκε. Το ίδιο πράγμα έγινε και σε πολλές άλλες πόλεις. Η κατάσταση γινόταν πολύ σοβαρή, γιατί οι Χριστιανοί, με τη σειρά τους, κατέστρεφαν τα ομοιώματα των θεών. Μερικοί από τους ηγέτες των Χριστιανών οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και αναρχία επικρατούσε στην αυτοκρατορία.
Την άνοιξη του 363 ο Ιουλιανός άφησε την Αντιόχεια και έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά των Περσών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί από ένα ακόντιο σοβαρά και να πεθάνει μόλις είχε μεταφερθεί στη σκηνή του. Κανείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς χτύπησε τον αυτοκράτορα, και πολλές εκδοχές κυκλοφόρησαν αργότερα. Μια από αυτές, φυσικά, ήταν η πιθανότητα ότι ο Ιουλιανός σκοτώθηκε από τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί ιστορικοί πάντως αναφέρουν το γνωστό θρύλο, ότι ο αυτοκράτορας πέταξε λίγο από το αίμα της πληγής του στον αέρα, φωνάζοντας «Νενίκηκας, ω Ναζωραίε».
Οι στρατηγοί και οι στενοί του φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον ετοιμοθάνατο αυτοκράτορα, στη σκηνή του, όπου ο Ιουλιανός τους απεύθυνε το αποχαιρετιστήριο μήνυμά του, που σώζεται στα κείμενα του Αμμιανού Μαρκελλίνου. Προβλέποντας, με φιλοσοφική γαλήνη, το θάνατό του, ο Ιουλιανός απολογήθηκε για τη ζωή του και τις πράξεις του και, αισθανόμενος ότι τον άφηναν οι δυνάμεις του, εξέφρασε την ελπίδα ότι ένας καλός ηγεμόνας θα βρισκόταν για να τον αντικαταστήσει, χωρίς να ονομάσει κανέναν διάδοχό του. Όταν όμως κατάλαβε ότι όλοι, όσοι ήταν γύρω ότι, έκλαιγαν, τους επέπληξε με το ηγεμονικό του ύφος, το οποίο δεν τον είχε ακόμα εγκαταλείψει, λέγοντάς τους ότι ήταν εξευτελιστικό να θρηνούν έναν αυτοκράτορα, που είχε ήδη ενωθεί με τα αστέρια και τον ουρανό.
Πέθανε τα μεσάνυχτα, στις 26 Ιουνίου του 363, σε ηλικία 32 ετών. Ο διάσημος ρήτορας Λιβάνιος παρομοίωσε το θάνατο του Ιουλιανού με το θάνατο του Σωκράτη.
Ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα το Χριστιανό αρχηγό της φρουράς της Αυλής, Ιοβιανό, ο οποίος ήταν οπαδός της Συνόδου της Νίκαιας. Πιεζόμενος από τον βασιλιά της Περσίας, ο Ιοβιανός αναγκάστηκε να υπογράψει ένα σύμφωνο ειρήνης, το οποίο παραχωρούσε στην Περσία αρκετές επαρχίες της ανατολικής όχθης του Τίγρη.
Ο θάνατος του Ιουλιανού χαιρετίστηκε με χαρά από τους Χριστιανούς, των οποίων οι συγγραφείς τον ονομάζουν «δράκο», «Ηρώδη», «Ναβουχοδονόσωρ» και «τέρας». Παρόλα αυτά όμως θάφτηκε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μέσα σε μια σαρκοφάγο από πορφυρίτη.
Ο Ιουλιανός άφησε αρκετά συγγράμματά του, που μας δίνουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Κέντρο των θρησκευτικών του πεποιθήσεων υπήρξε η λατρεία του ήλιου, που είναι καρπός της λατρείας του θεού Μίθρα και των ιδεών ενός εκφυλισμένου πλατωνισμού. Από τα παιδικά του χρόνια ο Ιουλιανός αγαπούσε τη φύση και ειδικότερα τον ουρανό. Στη μελέτη του ο «Βασιλιάς Ήλιος», που αποτελεί την κύρια πηγή που μας πληροφορεί για τη θρησκευτική του φιλοσοφία, γράφει ότι από τα μικρά του χρόνια είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή του μια εξαιρετική επιθυμία για τις ακτίνες του θείου πλανήτη. Δεν του άρεσε να κοιτάζει προσεκτικά τον ήλιο, στη διάρκεια της ημέρας, αλλά τις ξάστερες βραδιές άφηνε το κάθε τι, χωρίς καμιά εξαίρεση, για να αφιερωθεί στο θαυμασμό της ομορφιάς του ουρανού. Απορροφημένος στους στοχασμούς του, δεν άκουγε όταν του μιλούσαν και μερικές φορές δεν είχε συνείδηση του τι έκανε και ο ίδιος. Σύμφωνα με τη μάλλον σκοτεινή περιγραφή, που ο ίδιος ο Ιουλιανός κάνει στις θρησκευτικές του θεωρίες, η θρησκευτική του φιλοσοφία συνίστατο στην πίστη ότι υπάρχουν τρεις κόσμοι με μορφή ήλιων. Ο πρώτος ήλιος είναι ο υπέρτατος ήλιος, η ιδέα του σύμπαντος, το πνευματικά νοητό σύμπαν, που αποτελεί την ενσάρκωση της απόλυτης αλήθειας και το βασίλειο των πιο ανώτερων αρχών και των πρώτων αιτιών. Ο ορατός κόσμος και ο ορατός ήλιος, δηλαδή ο υλικός κόσμος, αποτελεί μια απλή αντανάκλαση, και μάλιστα όχι άμεση, του άλλου κόσμου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους, δηλαδή το νοητό και τον υλικό, υπάρχει ο «νοερός» κόσμος, που έχει το δικό του ήλιο. Έτσι σχηματίζεται μια τριάδα ήλιων, ο «νοητός», ο «νοερός» και ο «υλικός». Ο «νοερός» κόσμος αποτελεί μια αντανάκλαση του «νοητού», που αποτελεί ένα υπόδειγμα για τον υλικό κόσμο, ο οποίος, με τον τρόπο αυτόν, είναι μια αντανάκλαση μιας άλλης αντανάκλασης, μια κατώτερη δηλαδή αναπαραγωγή του απόλυτου πρότυπου. Ο υπέρτατος ήλιος είναι τελείως απρόσιτος από τον άνθρωπο, ενώ ο φυσικός ήλιος είναι πολύ υλικός και γι’ αυτό ακατάλληλος για θεοποίηση. Συνεπώς ο Ιουλιανός συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στον κεντρικό, «νοερό», ήλιο, τον οποίο λατρεύει, ονομάζοντάς τον «Βασιλιά Ήλιο».
Παρά τον ενθουσιασμό του ο Ιουλιανός ήξερε ότι η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Σε ένα του γράμμα αναφέρει σχετικά ότι: «Χρειάζεται πολλούς να τον βοηθήσουν για να μπορέσει να ανορθώσει πάλι αυτό που γκρεμίστηκε σε μέρες πονηρές». Εκείνο που ο Ιουλιανός δεν κατάλαβε, ήταν το ότι η ξεπεσμένη ειδωλολατρία δεν μπορούσε πια να ανορθωθεί, γιατί ήταν νεκρή και το ότι οι προσπάθειές του ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Όπως λέει ο Boissier, «τα σχέδιά του προορίζονταν να ναυαγήσουν, γιατί ο κόσμος δεν είχε να χάσει τίποτα από την αποτυχία τους».Ο Geffcken τονίζει ότι «ο Ιουλιανός παρουσιάζεται στον ορίζοντα σαν ένα φευγαλέο και φωτεινό σημάδι, πίσω από το οποίο είχε ήδη εξαφανιστεί το αστέρι της Ελλάδας, της χώρας εκείνης δηλαδή, την οποία ο αυτοκράτορας θεώρησε ως την άγια χώρα του πολιτισμού, τη μητέρα του καλού και του ωραίου, της Ελλάδας, την οποία ονόμαζε με υιική αφοσίωση και ενθουσιασμό, μοναδική του πατρίδα».

Υποσημειώσεις:
[1] Ιέρειες της θεάς Εστίας, που (πάντα 6) υπηρετούσαν στο ναό διατηρώντας μέσα σ’ αυτόν τη φλόγα του κράτους άσβεστη. Οι ιέρειες αυτές ήταν υποχρεωμένες να μείνουν παρθένες 30 χρόνια.
[2] Hieronymi, «Altercatio Luciferiani et Orthodoxi», 19, ed. J.P. Migne, Patrologia Latina, XXIII, 181.
[3] Ο ανώτατος ιερατικός άρχοντας της λατρείας που γινόταν στην Ελευσίνα, ο οποίος ήταν και ο κύριος προϊστάμενος των Μυστηρίων.
[4] Κυρίως ο Απολλινάριος ο πρεσβύτερος και ο γιος του Απολλινάριος ο νεώτερος.
[5] Ο Ιουλιανός είχε μακριά γενειάδα, πράγμα που δεν συνηθιζόταν από τους αυτοκράτορες και για το οποίο ο λαός τον κορόιδευε.