26/11/09

Ο Ιουστινιανός και οι διάδοχοί του [11]

Στην εξωτερική, αλλά και στη θρησκευτική πολιτική τους, οι διάδοχοι του Ζήνωνα και του Αναστασίου, ακολούθησαν τελείως αντίθετο δρόμο προς τους προκατόχους τους, επειδή στράφηκαν από την Ανατολή προς τη Δύση.

Αυτοκράτορες της περιόδου 518-610
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 518-578 ανέβηκαν στο θρόνο τα εξής πρόσωπα: α) Ο Ιουστίνος ο Πρεσβύτερος (518-527), που ήταν αρχηγός της σωματοφυλακής του Παλατιού (κόμης των εξκουβιτόρων)[1] και ο οποίος ξαφνικά και τυχαία διαδέχθηκε τον Αναστάσιο, β) ο ανεψιός του, Ιουστινιανός ο Μεγάλος (527-565), και γ) ο ανεψιός του Ιουστινιανού, ο Ιουστίνος Β', γνωστός ως ο Νεώτερος (565-578). Τα ονόματα του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού είναι στενά συνδεδεμένα με το πρόβλημα της σλαβονικής του καταγωγής, η οποία για αρκετό διάστημα θεωρείτο από πολλούς επιστήμονες, ως ένα ιστορικό γεγονός. Η θεωρία αυτή στηρίχθηκε στη «Βιογραφία» του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, την οποία έγραψε ο ηγούμενος Θεόφιλος, διδάσκαλος του Ιουλιανού και που εκδόθηκε από τον φύλακα της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, Νικόλαο Αλεμάνο, στις αρχές του 17ου αιώνα. Η βιογραφία αυτή παρουσιάζει επικά ονόματα του Ιουστινιανού και των συγγενών του, με τα οποία ήταν γνωστοί στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και τα οποία, κατά τη γνώμη των ειδικών στις σλαβονικές μελέτες, ήταν σλαβονικά ονόματα, όπως π.χ. το όνομα του Ιουστινιανού Κράνθα, «αλήθεια, δικαιοσύνη». Όταν βρέθηκε και μελετήθηκε από τον Άγγλο επιστήμονα Bryce, στα τέλη του 19ου αιώνα (1883) το χειρόγραφο που χρησιμοποίησε ο Αλεμάνος, αποδείχθηκε ότι ανήκε στις αρχές του 17ου αιώνα και ότι ήταν καθαρός μύθος χωρίς ιστορική αξία. Η θεωρία της σλαβονικής καταγωγής του Ιουστινιανού πρέπει, συνεπώς, προς το παρόν, να απορριφθεί. Ο Ιουστίνος και ο Ιουστινιανός ήταν πιθανόν Ιλλυριοί ή Αλβανοί. Ο Ιουστινιανός γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Άνω Μακεδονίας, όχι μακριά από το σημερινό Uskub, στα αλβανικά σύνορα. Μερικοί επιστήμονες αναζητούν την οικογένεια του Ιουστινιανού στους Ρωμαίους αποίκους της Δαρδανίας, δηλαδή της Άνω Μακεδονίας. Οι τρεις πρώτοι αυτοκράτορες της εποχής αυτής ήταν συνεπώς, Ιλλυριοί ή Αλβανοί, αν και είχαν γίνει Ρωμαίοι. Μητρική τους γλώσσα ήταν η Λατινική.
Ο ασθενικός κι άτεκνος Ιουστίνος Β' έκανε τον Θράκα Τιβέριο στρατηγό, ορίζοντάς τον συγχρόνως και Καίσαρα. Παίρνοντας ως αφορμή το γεγονός αυτό, έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία, που άφησε βαθειά εντύπωση στους σύγχρονούς του, λόγω της ειλικρίνειας και της μετάνοιας που παρουσίαζε. Επειδή η ομιλία είχε στενογραφηθεί, διατηρείται στην πρωτότυπη μορφή της.
Μετά το θάνατο του Ιουστίνου Β', ο Τιβέριος βασίλευσε ως Τιβέριος Β' (578-582). Όταν πέθανε κι αυτός τέλειωσε η βασιλεία της Δυναστείας του Ιουστινιανού, επειδή στο θρόνο ανέβηκε ο σύζυγος της κόρης του, Μαυρίκιος (582-602). Τα σχετικά βιβλία διαφωνούν ως προς το ζήτημα της προέλευσης του Μαυρίκιου. Άλλοι θεωρούν ως πατρίδα, δική του και της οικογένειάς του, τη μακρινή πόλη της Καππαδοκίας Αραβυσσό, ενώ άλλοι, αν και τον ονομάζουν Καππαδόκη, τον θεωρούν ως τον πρώτο Έλληνα που ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αντίθεση στους όρους, επειδή είναι δυνατόν να είναι ελληνικής καταγωγής και να γεννήθηκε στην Καππαδοκία. Μια άλλη παράδοση τον παρουσιάζει ως Ρωμαίο. Ο J. A. Kulakovsky θεωρεί δυνατή την αρμενική καταγωγή του Μαυρικίου, επειδή ο εγχώριος πληθυσμός της Καππαδοκίας ήταν Αρμένιοι. Ο Μαυρίκιος εκθρονίστηκε από το Θράκα τύραννο Φωκά (602-610), ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος αυτοκράτορας της περιόδου αυτής.

Ιουστίνος Α'
Αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Ιουστίνος Α' άφησε τη θρησκευτική πολιτική των προκατόχων του, τάχθηκε επίσημα με το μέρος των οπαδών της Συνόδου της Χαλκηδόνας και άρχισε σοβαρούς διωγμούς κατά των Μονοφυσιτών. Αποκατάστησε επίσης τις σχέσεις του με τη Ρώμη και η διαφωνία της Δυτικής προς την Ανατολική Εκκλησία, που άρχισε την εποχή του Ενωτικού του Ζήνωνα, τερματίστηκε. Η θρησκευτική πολιτική των αυτοκρατόρων αυτής της περιόδου, στηρίχθηκε στην Ορθοδοξία. Το γεγονός αυτό αποξένωσε τις ανατολικές επαρχίες.
Τότε παρουσιάστηκε ένας πολύ ενδιαφέρον υπαινιγμός, τον οποίο έκανε σ’ ένα γράμμα που έστειλε στον Πάπα Ορμίσσα, το 520, ο ανεψιός του Ιουστίνου, Ιουστινιανός, που επηρέαζε αισθητά τη ζωή της αυτοκρατορίας, από τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του θείου του. Με λεπτότητα, στο γράμμα αυτό, ο Ιουστινιανός υποδεικνύει ευγένεια προς όσους διαφωνούν: «Δε θα συμφιλιώσετε», γράφει, «το λαό με τον Κύριό μας, με διωγμούς και αιματοχυσίες, αλλά με την υπομονή. Υπάρχει φόβος μήπως, επιθυμώντας να κερδίσουμε ψυχές, χάσουμε τα σώματα και τις ψυχές πολλών ανθρώπων. Γιατί πρέπει να διορθώνουμε τα σφάλματα, που έχουν για πολύ καιρό υπάρξει, με ηπιότητα και επιείκεια. Δίκαια τιμάται ο ιατρός που θεραπεύει τις παλιές αρρώστιες με τέτοιο κατάλληλο τρόπο που να μην προκαλούνται, από αυτές, νέα τραύματα». Είναι πολύ ενδιαφέρον να ακούει κανείς μια τέτοια συμβουλή από τον Ιουστινιανό, επειδή ο ίδιος, αργότερα, δεν την ακολούθησε.
Από μια πρώτη ματιά παρατηρούμε κάποια ασυνέπεια στις σχέσεις του Ιουστίνου με την Αζώμη, το μακρινό αυτό βασίλειο της Αβησσυνίας. Στη διάρκεια του πολέμου του κατά του βασιλιά της Υεμένης (προστάτη του Ιουδαϊσμού) ο βασιλιάς της Αβησσυνίας, με αποτελεσματική υποστήριξη του Ιουστίνου και του Ιουστινιανού, απέκτησε μια σταθερή βάση στην Υεμένη, όπου και αποκατέστησε το Χριστιανισμό. Αρχικά προκαλεί έκπληξη το πώς ο Ορθόδοξος Ιουστίνος, που υποστήριζε το δόγμα της Χαλκηδόνας, ενώ συγχρόνως καταδίωκε μέσα στην αυτοκρατορία του τους Μονοφυσίτες, βοήθησε τους Μονοφυσίτες Αβησσυνούς. Έξω όμως από τα επίσημα σύνορα του κράτους του, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου υποστήριζε, χωρίς διακρίσεις το Χριστιανισμό, έστω κι αν δε συμφωνούσε με τις δογματικές του πεποιθήσεις. Από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες θεωρούσαν κάθε επέκταση του Χριστιανισμού σαν ένα απαραίτητο πολιτικό ή ίσως και οικονομικό πλεονέκτημα.
Αυτή η προσέγγιση Ιουστίνου και βασιλιά της Αβησσυνίας, είχε αργότερα μια μάλλον απροσδόκητη εξέλιξη. Στην Αβησσυνία, τον 14ο αιώνα, συντέθηκε ένα από τα πιο αξιόλογα έργα της αβησσυνιακής (αιθιοπικής) φιλολογίας, το Kebra Nagast (η δόξα των βασιλέων), το οποίο περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή μύθων. Αναφέρει ότι η δυναστεία των Αβησσυνών βασιλέων έχει την προέλευσή της στην εποχή του Σολομώντα και της βασίλισσας του Σεβά. Πράγματι, σήμερα, οι Αβησσυνοί πιστεύουν ότι κυβερνούνται από την αρχαιότερη δυναστεία του κόσμου. Οι Αιθίοπες, όπως αναφέρει η Kebra Nagast, είναι ένας εκλεκτός λαός, ένας νέος Ισραήλ, του οποίου το βασίλειο είναι ανώτερο από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι δυο βασιλείς, Ιουστίνος, ο βασιλιάς της Ρώμης και ο Kaleb, ο βασιλιάς της Αιθιοπίας, θα συναντηθούν στην Ιερουσαλήμ για να μοιράσουν μεταξύ τους τη γη. Αυτός ο τόσο εξαιρετικού ενδιαφέροντος μύθος, δείχνει καθαρά τη βαθειά εντύπωση που άφησε στην ιστορική παράδοση των Αβησσυνών η εποχή του Ιουστίνου Α'.

Ιουστινιανός και Θεοδώρα
Ο ανεψιός και διάδοχος του Ιουστίνου, Ιουστινιανός (527-565), είναι η εξέχουσα φυσιογνωμία αυτής της περιόδου.
Το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο με το όνομα της συζύγου του Θεοδώρας, μιας από τις πιο ικανές γυναίκες της Βυζαντινής περιόδου. Τα «Ανέκδοτα», που έγραψε ο Προκόπιος, ιστορικός της εποχής του Ιουστινιανού, παρουσιάζουν μεγαλοποιημένη τη διεστραμμένη ζωή που έζησε, όταν ήταν νέα, η Θεοδώρα, οπότε, ως κόρη ενός «αρκτοτρόφου», ζούσε στη διεφθαρμένη ατμόσφαιρα του θεάτρου αυτής της περιόδου, προσφέροντας ελεύθερα τον έρωτά της σε πολλούς ανθρώπους. Η φύση την είχε προικίσει με ομορφιά, χάρη και ευφυΐα. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, «η Θεοδώρα διασκέδαζε, έθελγε και σκανδάλιζε την Κωνσταντινούπολη». Ο Προκόπιος αναφέρει ότι όσοι συναντούσαν τη Θεοδώρα στο δρόμο, απέφευγαν να την πλησιάσουν, γιατί φοβόντουσαν ότι μια απλή επαφή μαζί της μπορούσε να κηλιδώσει τους χιτώνες τους. Αλλά όλες αυτές οι σκοτεινές λεπτομέρειες για τα πρώτα χρόνια της αυτοκράτειρας, πρέπει να αντιμετωπιστούν με κάποιο σκεπτικισμό, δεδομένου ότι όλες προέρχονται από τον Προκόπιο, του οποίου βασικός σκοπός υπήρξε να δυσφημίσει με τα «Ανέκδοτά» του τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Μετά από την πολύ θυελλώδη νεανική περίοδο της ζωής της, η Θεοδώρα εξαφανίστηκε από την πρωτεύουσα για να ζήσει λίγα χρόνια στην Αφρική. Όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πια η παλιά άστατη ηθοποιός. Εγκατέλειψε το θέατρο και ζούσε μια μοναχική ζωή, αφιερώνοντας αρκετό μέρος του καιρού της στο να κλώθει μαλλί και στο να ασχολείται με θρησκευτικά ζητήματα, μέχρι που την είδε για πρώτη φορά ο Ιουστινιανός. Η ομορφιά της του έκανε μεγάλη εντύπωση. Την πήρε στην αυλή, της έδωσε τον τίτλο της Πατρικίας και γρήγορα την παντρεύτηκε. Όταν ανέβηκε στο θρόνο η Θεοδώρα έγινε αυτοκράτειρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και απέδειξε ότι ήταν αρκετά ικανή για τη νέα και υψηλή της θέση. Παρέμεινε πιστή σύζυγος και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του κράτους, διαθέτοντας μια εξαιρετική δραστηριότητα και εξασκώντας μεγάλη επιρροή σε όλες τις πράξεις του Ιουστινιανού. Στη διάρκεια της επανάστασης του 532, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα, η Θεοδώρα έπαιξε έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους. Με τη δράση της και την ενεργητικότητά της έσωσε, ίσως, την αυτοκρατορία από περισσότερες ταραχές. Στο θρησκευτικό τομέα υποστήριξε επίσημα τους Μονοφυσίτες, και ήρθε έτσι σε τέλεια αντίθεση με τον ταλαντευόμενο σύζυγό της, ο οποίος υποστήριξε, στη διάρκεια της βασιλείας του, τους Ορθόδοξους, αν και έκανε μερικές υποχωρήσεις στους Μονοφυσίτες. Η Θεοδώρα έδειξε περισσότερη κατανόηση, από τον Ιουστινιανό, για τη σημασία των ανατολικών επαρχιών, που ακολούθησαν τον Μονοφυσιτισμό και που αποτελούσαν το πιο ζωτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και προσπάθησε σταθερά να καλλιεργήσει ειρηνικές σχέσεις με αυτές τις επαρχίες. Η Θεοδώρα πέθανε από καρκίνο το 548, αρκετά πριν πεθάνει ο Ιουστινιανός.
Στο περίφημο μωσαϊκό του 6ου αιώνα της εκκλησίας του Αγίου Βιτάλη, στη Ραβέννα, η Θεοδώρα φαίνεται ντυμένη με αυτοκρατορικούς χιτώνες και περιστοιχισμένη από τους αυλικούς της. Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι της Θεοδώρας εκκλησιαστικοί συγγραφείς, είναι πολύ σκληροί, όταν αναφέρονται στο χαρακτήρα της. Παρόλα αυτά όμως, στο ορθόδοξο ημερολόγιο βλέπουμε, στις 14 Νοεμβρίου να μνημονεύεται «η κοίμηση του Ορθόδοξου βασιλέως Ιουστινιανού και η μνήμη της βασίλισσας Θεοδώρας». Η Θεοδώρα θάφτηκε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.

Η εξωτερική πολιτική του Ιουστινιανού
Οι πολυάριθμοι πόλεμοι του Ιουστινιανού υπήρξαν εν μέρει επιθετικοί και εν μέρει αμυντικοί. Οι πρώτοι διεξήχθηκαν κατά των βαρβαρικών γερμανικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, ενώ οι δεύτεροι έγιναν εναντίον της Περσίας, στην Ανατολή, και κατά των Σλάβων, στο Βορρά.
Οι κύριες δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τη Δύση, όπου η στρατιωτική δράση του στρατού του Βυζαντίου στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Οι Βάνδαλοι, οι Οστρογότθοι και εν μέρει οι Βησιγότθοι, αναγκάστηκαν να υποταχθούν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ενώ η Μεσόγειος θάλασσα μεταβλήθηκε σχεδόν σε μια «λίμνη» του Βυζαντίου. Στα διατάγματά του ο Ιουστινιανός τιτλοφορείται Καίσαρ Φλάβιος Ιουστινιανός (Alamannicus, Gothicus, Germanicus, Anticus, Alanicus, Vandalicus, Africanus). Αλλά αυτή η φαινομενική λαμπρότητα έχει και την αντίθετη όψη της. Η επιτυχία πληρώθηκε πολύ ακριβά από την αυτοκρατορία, επειδή είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη οικονομική εξάντληση του κράτους. Το γεγονός ότι ο στρατός μεταφέρθηκε στη Δύση, συντέλεσε στο να μείνει ανοικτή στις επιθέσεις των Περσών, των Σλάβων και των Ούννων η Ανατολή και ο Βορράς.
Οι κύριοι εχθροί της αυτοκρατορίας, κατά τον Ιουστινιανό, ήταν οι Γερμανοί. Έτσι, τον 6ο αιώνα, εμφανίζεται και πάλι στην αυτοκρατορία το γερμανικό πρόβλημα, με τη διαφορά ότι ενώ τον 5ο αιώνα κτυπούσαν οι Γερμανοί την αυτοκρατορία, τον 6ο αιώνα η αυτοκρατορία πίεζε τους Γερμανούς.
Ο Ιουστινιανός ανέβηκε στο θρόνο έχοντας τις ιδέες ενός αυτοκράτορα εξίσου Ρωμαίου και Χριστιανού. Θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο των Ρωμαίων Καισάρων, πίστευε ότι ήταν ιερό καθήκον του να αποκαταστήσει μια ενιαία αυτοκρατορία με τα ίδια σύνορα που είχε τον 1ο και 2ο αιώνα. Σαν Χριστιανός άρχοντας, δεν μπορούσε να επιτρέψει στους Αρειανούς Χριστιανούς να καταπιέζουν τους Ορθόδοξους. Οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, νόμιμοι διάδοχοι των Καισάρων, είχαν ιστορικά δικαιώματα στη Δυτική Ευρώπη, την οποία την εποχή αυτή κατείχαν οι βάρβαροι. Οι Γερμανοί βασιλείς ήταν απλοί υποτελείς του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, ο οποίος τους είχε εξουσιοδοτήσει να βασιλεύουν στην Δύση. Ο Φράγκος βασιλιάς Κλόβις είχε πάρει το αξίωμα του Ύπατου από τον Αναστάσιο, ο οποίος αναγνώρισε επίσημα το βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχο. Όταν ο Ιουστινιανός αποφάσισε να πολεμήσει τους Γότθους, έγραφε: «Οι Γότθοι, έχοντας με τη βία κατακτήσει την Ιταλία μας, αρνήθηκαν να μας την επιστρέψουν». Παρέμενε, όπως πίστευε, ο φυσικός κυρίαρχος όλων των βασιλέων που βρίσκονταν μέσα στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σαν Χριστιανός αυτοκράτορας, ο Ιουστινιανός είχε σαν αποστολή του τη διάδοση της αληθινής πίστης στους απίστους, αιρετικούς ή ειδωλολάτρες. Η θεωρία αυτή, που ανέπτυξε τον 4ο αιώνα ο Ευσέβιος, υπήρχε ακόμα τον 6ο αιώνα. Για την εκπλήρωση του καθήκοντός του, ο Ιουστινιανός έθετε ως βασικό σκοπό την επανίδρυση μιας ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έφτανε πριν στις ακτές των δύο ωκεανών και την οποία οι Ρωμαίοι έχασαν χάρη στην απροσεξία τους. Με βάση την παλιά αυτή θεωρία, ο Ιουστινιανός πίστευε επίσης ότι ήταν καθήκον του να εισάγει στην αυτοκρατορία μια μόνο χριστιανική πίστη ανάμεσα στους σχισματικούς και στους ειδωλολάτρες. Αυτή ήταν η ιδεολογία του Ιουστινιανού, η οποία οδήγησε αυτόν τον πολιτικό στο να ονειρευτεί την κατάκτηση όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι οι μεγάλες επιδιώξεις του αυτοκράτορα δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα προσωπικών του απόψεων, επειδή φαίνονταν πολύ φυσικές στο λαό των επαρχιών, που είχαν κατακτήσει οι Βάρβαροι. Οι ντόπιοι κάτοικοι των επαρχιών που έπεσαν στα χέρια των Αρειανών, θεωρούσαν τον Ιουστινιανό, σαν τον μόνο προστάτη τους. Η κατάσταση στη Βόρειο Αφρική ήταν πολύ δύσκολη. Εκεί οι Βάνδαλοι έκαναν φοβερούς διωγμούς εναντίον των ντόπιων Ορθοδόξων, βάζοντας στη φυλακή πολλά άτομα, λαϊκούς και κληρικούς και κάνοντας κατάσχεση στις περιουσίες τους. Πρόσφυγες και εξόριστοι, από την Αφρική, ανάμεσα στους οποίους ήταν πολλοί Ορθόδοξοι επίσκοποι, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ικέτευαν τον αυτοκράτορα να εκστρατεύσει κατά των Βανδάλων, διαβεβαιώνοντάς τον ότι την εκστρατεία αυτή θα ακολουθούσε μια γενική επανάσταση των ντόπιων.
Μια παρόμοια κατάσταση υπήρχε στην Ιταλία, όπου οι ντόπιοι, παρά τη θρησκευτική ανεκτικότητα του Θεοδώριχου και το σεβασμό που αυτός είχε για το ρωμαϊκό πολιτισμό, διατηρούσαν μια κρυφή δυσαρέσκεια, αποβλέποντας στην Κωνσταντινούπολη, από όπου περίμεναν βοήθεια για την απελευθέρωση της χώρας τους και την αποκατάσταση της ορθόδοξης πίστης.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι βάρβαροι βασιλείς υποστήριζαν τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα. Επέμεναν να εκδηλώνουν βαθύ σεβασμό για την αυτοκρατορία, να δείχνουν με διάφορους τρόπους την υποταγή τους στον αυτοκράτορα, να αγωνίζονται για την απόκτηση ανώτερων ρωμαϊκών τίτλων, να χαράσσουν τη φυσιογνωμία του αυτοκράτορα στα νομίσματά τους κλπ. Ο Γάλλος επιστήμονας Diehl λέει ότι οι βασιλείς αυτοί ευχαρίστως θα επαναλάμβαναν τα λόγια του Βησιγότθου αρχηγού, που έλεγε ότι «ο αυτοκράτορας είναι, χωρίς αμφιβολία, επί γης θεός και όποιος στασιάζει εναντίον του, είναι ένοχος θανάτου».
Παρά την ευνοϊκή για τον Ιουστινιανό κατάσταση που επικρατούσε στην Αφρική και την Ιταλία, οι πόλεμοι εναντίον των Βανδάλων και των Οστρογότθων, υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολοι και μακροχρόνιοι.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Ιουστινιανού
Η εκστρατεία κατά των Βανδάλων δεν υπήρξε εύκολη. Έπρεπε να μεταφερθεί, με πλοία, στη Βόρεια Αφρική, ένας μεγάλος στρατός που χρειάστηκε να αναμετρηθεί μ’ ένα λαό που είχε ισχυρό στόλο και που, από τα μέσα του 5ου αιώνα ακόμα, είχε πετύχει να επιτεθεί κατά της Ρώμης. Εκτός από αυτό, η μεταφορά των κύριων στρατιωτικών δυνάμεων στη Δύση, θα είχε σοβαρές συνέπειες για την Ανατολή, όπου οι Πέρσες, ο πιο επικίνδυνος εχθρός της αυτοκρατορίας, συνέχιζε τους πολέμους κατά της Κωνσταντινούπολης. Ο Προκόπιος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή του συμβουλίου, στο οποίο για πρώτη φορά συζητήθηκε το θέμα της εκστρατείας στην Αφρική. Οι πιο πιστοί σύμβουλοι του αυτοκράτορα, εξέφρασαν αμφιβολίες για την επιτυχία της επιχείρησης, που τη θεωρούσαν βιαστική. Ο ίδιος ο Ιουστινιανός άρχισε να αμφιταλαντεύεται, αλλά, τελικά, ξεπέρασε τους δισταγμούς του και επέμεινε στο σχέδιό του, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί τελικά η εκστρατεία. Στο μεταξύ έγινε κάποια αλλαγή στη διοίκηση της Περσίας και το 532 ο Ιουστινιανός πέτυχε να κλείσει μια «απέραντη ειρήνη» με τον ταπεινωτικό όρο να πληρώνει το Βυζάντιο κάθε χρόνο ένα μεγάλο ποσό στο βασιλιά της Περσίας. Η συνθήκη αυτή, όμως διευκόλυνε τον Ιουστινιανό στο να ενεργεί πιο ελεύθερα στην Ανατολή και στο Νότο. Ως αρχηγός του μεγάλου του στρατού και του στόλου, ο Ιουστινιανός τοποθέτησε τον ικανό στρατηγό Βελισάριο, ο οποίος ήταν ο πιο αξιόλογος στρατιωτικός βοηθός του αυτοκράτορα και που λίγο πριν από τον διορισμό του αυτό, είχε πετύχει να καταστείλει την επικίνδυνη στάση του Νίκα, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω.
Την εποχή αυτή οι Βάνδαλοι και οι Οστρογότθοι δεν ήταν πια οι επικίνδυνοι εχθροί που ήταν παλαιότερα. Ασυνήθιστοι στο εκνευριστικό κλίμα του Νότου και επηρεασμένοι από τον ρωμαϊκό πολιτισμό, γρήγορα έχασαν την παλιά τους δύναμη και ενεργητικότητα. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των Γερμανών είχαν δημιουργήσει εχθρικές σχέσεις με τους ντόπιους. Οι συνεχείς επαναστάσεις των φυλών των Βέρβερων, συνέβαλαν πολύ στην εξασθένηση των Βανδάλων. Ο Ιουστινιανός γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση και με διπλωματική ικανότητα καλλιεργούσε τις εσωτερικές διαμάχες των Βανδάλων, ενώ συγχρόνως ήταν απόλυτα βέβαιος, ότι τα βασίλεια των Γερμανών δε θα τον αντιμετώπιζαν ποτέ ενωμένα, επειδή οι Οστρογότθοι δεν είχαν καλές σχέσεις με τους Βανδάλους, οι Ορθόδοξοι Φράγκοι αγωνίζονταν κατά των Οστρογότθων και οι Βησιγότθοι της Ισπανίας ήταν πολύ μακριά και δε μπορούσαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο. Όλα αυτά ενθάρρυναν τον Ιουστινιανό στην ελπίδα του να νικήσει τον κάθε εχθρό χωριστά.
Ο πόλεμος κατά των Βανδάλων κράτησε - με μερικές διακοπές - από το 533 μέχρι το 548. Ο Βελισάριος γρήγορα υποδούλωσε όλο το βασίλειο των Βανδάλων, αφού κατάφερε αρκετές λαμπρές νίκες, και ο Ιουστινιανός μπορούσε να κηρύττει θριαμβευτικά: «Ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας έδωσε όχι μόνο την Αφρική και τις επαρχίες της, αλλά μας επιστρέφει και τα αυτοκρατορικά εμβλήματα που είχαν πάρει οι Βάνδαλοι όταν κατέλαβαν τη Ρώμη». Θεωρώντας τον πόλεμο τελειωμένο, ο αυτοκράτορας ανακάλεσε τον Βελισάριο και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως μετά, μια φυλή των Βέρβερων, οι Μαυρούσιοι ή Μαύροι, επαναστάτησαν και ο στρατός, που έμεινε, αναγκάστηκε να αναλάβει έναν αφόρητο αγώνα. Ο διάδοχος του Βελισάριου, Σολομών, σκοτώθηκε, αφού νικήθηκε ολοκληρωτικά. Ο πόλεμος αυτός κράτησε μέχρι το 548 οπότε, ύστερα από μια αποτελεσματική νίκη του ικανού διπλωμάτη και στρατηγού Ιωάννη Τρωγλίτη, αποκαταστάθηκε οριστικά η δύναμη της αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης Τρωγλίτης - τρίτος ήρωας της επανάκτησης της Αφρικής, εξασφάλισε εκεί πλήρη ηρεμία για 14 περίπου χρόνια. Οι πράξεις του περιγράφονται από το σύγχρονο ποιητή της Αφρικής Corripus, στο ιστορικό του έργο «Ιωάννης».
Οι νίκες αυτές δεν ικανοποίησαν ολοκληρωτικά τις ελπίδες του Ιουστινιανού, επειδή, αν εξαιρέσει κανείς το ισχυρό φρούριο Septum, που ήταν κοντά στις Στήλες του Ηρακλή (το σημερινό ισπανικό οχυρό Ceuta) το δυτικό τμήμα της Β. Αφρικής, που φτάνει στον Ατλαντικό ωκεανό, δεν είχε επανακτηθεί. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της Β. Αφρικής, η Κορσική, η Σαρδηνία και οι Βαλεαρίδες νήσοι, έγιναν τμήμα της αυτοκρατορίας και ο Ιουστινιανός διέθεσε ένα μεγάλο μέρος από την ενεργητικότητά του προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τάξη σ’ αυτά τα μέρη. Ακόμα και σήμερα τα μεγαλοπρεπή ερείπια των πολλών βυζαντινών οχυρών και φρουρίων αποδεικνύουν τις προσπάθειες που έκανε ο αυτοκράτορας για την άμυνα της χώρας του.
Ακόμα πιο σκληρή υπήρξε η εκστρατεία κατά των Οστρογότθων, που κράτησε, με μερικές διακοπές, από το 535 μέχρι το 554. Ο Ιουστινιανός άρχισε τη στρατιωτική του δράση επεμβαίνοντας στους εσωτερικούς αγώνες των Οστρογότθων. Ένα μέρος του στρατού άρχισε να κατακτά τη Δαλματία, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε μέρος του βασιλείου των Οστρογότθων, ενώ ένα άλλο τμήμα του, το οποίο μεταφέρθηκε από τη θάλασσα με αρχηγό τον Βελισάριο, κατέλαβε, χωρίς μεγάλη δυσκολία, τη Σικελία. Αργότερα ο ίδιος στρατός κατέλαβε τη Νεάπολη και τη Ρώμη. Αμέσως μετά, το 540, η Ραβέννα, πρωτεύουσα των Οστρογότθων, άνοιξε τις πύλες της στον Βελισάριο, ο οποίος άφησε γρήγορα την Ιταλία και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας μαζί του τον αιχμάλωτο βασιλιά των Οστρογότθων. Ο Ιουστινιανός πρόσθεσε στους τίτλους του «Africanus και Vandalicus», τον τίτλο «Gothicus». Η Ιταλία φαινόταν πια τελείως κατακτημένη από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Την εποχή αυτή όμως παρουσιάστηκε, ανάμεσα στους Γότθους, ένας δραστήριος και ικανός βασιλιάς, ο Τωτίλας, που υπήρξε ο τελευταίος υπερασπιστής της ανεξαρτησίας των Οστρογότθων. Με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, ανέτρεψε την κατάσταση που επικρατούσε. Οι στρατιωτικές του επιτυχίες ήταν τόσο μεγάλες που έκαναν απαραίτητη την ανάκληση του Βελισάριου, από την Περσία, και την αποστολή του στην Ιταλία, όπου ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση. Ο Βελισάριος όμως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Γρήγορα οι περιοχές που είχαν κατακτηθεί από το στρατό του Βυζαντίου, στην Ιταλία και τα νησιά, ήρθαν και πάλι στα χέρια των Οστρογότθων. Η κακότυχη Ρώμη, που πέρασε πολλές φορές από τους Ρωμαίους στους Οστρογότθους και από τους τελευταίους στους πρώτους, είχε γίνει ένας σωρός από ερείπια. Μετά την αποτυχία του Βελισάριου, που ανακλήθηκε από την Ιταλία, ο διάδοχός του Ναρσής, ικανός στρατηγός του Βυζαντίου, πέτυχε τελικά να νικήσει τους Γότθους ύστερα από δράση που προϋπόθετε μεγάλη στρατιωτική ικανότητα. Ο στρατός του Τωτίλα νικήθηκε, το 552, κατά τη μάχη της Busta Gallorum στην Ουμβρία: Ο Τωτίλας μάταια προσπάθησε να ξεφύγει. «Τα ματωμένα ρούχα του κι ο σκούφος του, στολισμένος με πολύτιμες πέτρες, στάλθηκαν από το Ναρσή στην Κωνσταντινούπολη, όπου τοποθετήθηκαν στα πόδια του Ιουστινιανού σαν μια ζωντανή απόδειξη του ότι ο εχθρός, που τόσο είχε περιφρονήσει την αυτοκρατορική δύναμη, δεν υπήρχε πια».
Το 554, ύστερα από 20 χρόνια καταστρεπτικούς πολέμους, η Ιταλία, η Δαλματία και η Σικελία ενώθηκαν και πάλι με την αυτοκρατορία. Η Pragmatica Sanctio, που δημοσιεύτηκε από τον Ιουστινιανό, τον ίδιο χρόνο, απέδωσε στους γαιοκτήμονες της Ιταλίας και στην Εκκλησία τη γη, που τους είχαν πάρει οι Οστρογότθοι, ενώ συγχρόνως, αποκαταστάθηκαν τα παλιά τους προνόμια και, με ορισμένα μέτρα, ελάφρωσε από διάφορα βάρη το λαό των καταστραμμένων περιοχών. Οι πόλεμοι όμως κατά των Οστρογότθων εμπόδισαν, για αρκετό διάστημα, την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην Ιταλία, και λόγω της έλλειψης εργατών, πολλοί αγροί στην Ιταλία έμεναν ακαλλιέργητοι. Για ένα διάστημα η Ρώμη ήταν μια δευτερεύουσα, ερειπωμένη και δίχως πολιτική σημασία, πόλη. Ο Πάπας όμως διάλεξε την πόλη αυτή ως καταφύγιό του.
Η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Ιουστινιανού υπήρξε κατά των Βησιγότθων στη χερσόνησο των Πυρηναίων. Εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο των υποψηφίων για το θρόνο των Βησιγότθων, έστειλε ένα στόλο, το 550, στην Ισπανία. Αν και ο εξοπλισμός του πρέπει να ήταν μικρός, πέτυχε αξιόλογα αποτελέσματα. Πολλές παραλιακές πόλεις και οχυρά κατακτήθηκαν και, τελικά, ο Ιουστινιανός πέτυχε να πάρει από τους Βησιγότθους τη ΝΑ γωνιά της χερσονήσου με τις πόλεις Καρθαγένη, Μάλαγα και Κόρντοβα και, μετά, να επεκτείνει την περιοχή του, που έφτασε δυτικά σχεδόν μέχρι το ακρωτήρι του Αγίου Βικεντίου και πέρα από την Καρχηδόνα, ανατολικά. Με μερικές τροποποιήσεις, η επαρχία αυτή του Βυζαντίου, που ιδρύθηκε στην Ισπανία, έμεινε κάτω από τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης 70 περίπου χρόνια. Δεν είναι τελείως ξεκαθαρισμένο αν αυτή η επαρχία υπήρξε ανεξάρτητη ή υποτελής στο διοικητή της Αφρικής.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των επιθετικών πολέμων ήταν να διπλασιαστεί η αυτοκρατορία του Ιουστινιανού. Η Δαλματία, η Ιταλία, η ανατολική πλευρά της Β. Αφρικής (μέρος της σημερινής Αλγερίας και Τυνησίας), η ΝΑ πλευρά της Ισπανίας, η Σικελία, η Σαρδηνία, η Κορσική και οι Βαλεαρίδες νήσοι έγιναν τμήμα του Βυζαντίου. Η Μεσόγειος έγινε και πάλι μια ρωμαϊκή «λίμνη». Τα όρια της αυτοκρατορίας εκτείνονταν από τις Στήλες του Ηρακλή μέχρι τον Ευφράτη. Αλλά, παρά την τεράστια αυτή επιτυχία του Ιουστινιανού, οι προσπάθειές του δεν ανταποκρίθηκαν προς τις ελπίδες του, επειδή δεν πέτυχε να επανακτήσει όλη τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το δυτικό μέρος της Β. Αφρικής, η χερσόνησος των Πυρηναίων, το βόρειο τμήμα του βασιλείου των Οστρογότθων (στο βόρεια των Άλπεων) παρέμεναν έξω από την αυτοκρατορία. Ολόκληρη η Γαλατία, όχι μόνον ήταν τελείως ανεξάρτητη από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και, κατά κάποιο τρόπο, υπερείχε από αυτήν, επειδή ο Ιουστινιανός ήταν αναγκασμένος να κάνει και παραχωρήσεις στο βασιλιά των Φράγκων. Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η δύναμη του αυτοκράτορα δεν ήταν εξίσου σταθερή σε όλη τη νέα και τεράστια περιοχή του. Το κράτος δεν είχε ούτε τη δύναμη, ούτε τη δυνατότητα να εξασφαλιστεί πιο σταθερά, επειδή οι νέες περιοχές ήταν δυνατόν να συγκρατηθούν μόνο με τη βία. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον οι λαμπρές αυτές επιτυχίες των επιθετικών πολέμων του Ιουστινιανού προκάλεσαν αργότερα φοβερές, πολιτικές και οικονομικές περιπλοκές.
Οι αμυντικοί πόλεμοι του Ιουστινιανού ήταν λιγότερο επιτυχείς και μερικές φορές μάλιστα υπήρξαν ταπεινωτικοί. Οι πόλεμοι αυτοί διεξήχθηκαν με την Περσία στην Ανατολή και με τους Σλάβους και τους Ούννους σο Βορρά.
Οι δυο μεγάλες δυνάμεις του 6ου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Περσία, είχαν, για πολλούς αιώνες, διεξαγάγει στην Ανατολή αιματηρούς πολέμους. Μετά από την «απέραντη ειρήνη», ο ικανότατος βασιλιάς της Περσίας Χοσρόης Α',[2] κατάλαβε τις μεγάλες φιλοδοξίες του Ιουστινιανού στη Δύση, και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση. Έχοντας πλήρη επίγνωση των συμφερόντων του, χρησιμοποίησε μια έκκληση των Οστρογότθων για βοήθεια, ως ευκαιρία να διακόψει την «απέραντη ειρήνη» και να αρχίσει τις εχθροπραξίες του κατά του Βυζαντίου. Ένας αιματηρός πόλεμος ακολούθησε με μια φαινομενική νίκη των Περσών. Ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία, αλλά δεν μπόρεσε να σταματήσει το Χοσρόη, ο οποίος μπήκε στη Συρία και λεηλάτησε την Αντιόχεια, «την πόλη που ήταν τόσο αρχαία όσο και σημαντική. Την καλύτερη πόλη που είχαν οι Ρωμαίοι σε όλη την Ανατολή, στον πλούτο, στο μέγεθος, στον πληθυσμό, στην ωραιότητα και στην κάθε είδους ευημερία». Προχωρώντας ο Χοσρόης, έφτασε στις ακτές της Μεσογείου, ενώ, στα βόρεια μέρη οι Πέρσες κατόρθωσαν να βαδίσουν προς τη Μαύρη Θάλασσα. Δυσκολεύτηκαν όμως να προχωρήσουν στη Λαζική, η οποία τότε εξαρτιόταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Με μεγάλη δυσκολία τελικά ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να εξαγοράσει μια ανακωχή για 5 χρόνια, για την οποία πλήρωσε αρκετά χρήματα. Αλλά και ο Χοσρόης είχε φθαρεί από τις ατέλειωτες συγκρούσεις και αναγκάστηκε, το 561 ή το 562, να συνθηκολογήσει με το Βυζάντιο, με το οποίο η Περσία έκανε μια συνθήκη ειρήνης για 50 χρόνια. Ο ιστορικός Μένανδρος δίνει ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις και τους όρους της συνθήκης αυτής. Ο αυτοκράτορας αναλάμβανε να πληρώνει στην Περσία κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, ενώ ο βασιλιάς της Περσίας υποσχόταν να εξασφαλίσει στην Περσία θρησκευτική ελευθερία για τους Χριστιανούς, με τον αυστηρό όρο, ότι οι Χριστιανοί θα απέχουν από τον προσηλυτισμό. Οι Ρωμαίοι κι οι Πέρσες έμποροι, άσχετα με τα εμπορεύματά τους, ήταν υποχρεωμένοι να διεξάγουν το εμπόριό τους μόνο σε ορισμένα μέρη όπου υπήρχαν τελωνεία. Το πιο αξιόλογο σημείο της συνθήκης αυτής για το Βυζάντιο είναι η συμφωνία των Περσών να εγκαταλείψουν τη Λαζική και να την παραχωρήσουν στους Ρωμαίους. Με άλλα λόγια, οι Πέρσες δεν πέτυχαν να κερδίσουν ένα φρούριο στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η οποία έμεινε στην απόλυτη κατοχή του Βυζαντίου, πράγμα που είχε μεγάλη πολιτική και οικονομική σημασία.
Τελείως διαφορετική υπήρξε η φύση των αμυντικών πολέμων στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι βόρειοι βάρβαροι, Βούλγαροι και Σλάβοι, είχαν λεηλατήσει τις επαρχίες της χερσονήσου από την εποχή του Αναστασίου. Την εποχή του Ιουστινιανού οι Σλάβοι παρουσιάζονται για πρώτη φορά, από τον Προκόπιο, με το όνομά τους «Σκλαβήνοι». Μεγάλες ομάδες Σλάβων και Βουλγάρων, τους οποίους ο Προκόπιος ονομάζει Ούννους, διέσχιζαν το Δούναβη σχεδόν κάθε χρόνο και εισχωρούσαν βαθειά μέσα στις επαρχίες του Βυζαντίου, καταστρέφοντας το κάθε τι. Από τη μια πλευρά έφθασαν στα περίχωρα της πρωτεύουσας και εισχώρησαν στον Ελλήσποντο, ενώ από την άλλη έφθασαν στην Ελλάδα, μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου και μέχρι τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας, στη Δύση. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, οι Σλάβοι άρχισαν να δείχνουν μια στροφή προς τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους. Προσπαθώντας να φθάσουν εκεί, απείλησαν τη Θεσσαλονίκη, μια από τις πιο αξιόλογες πόλεις της αυτοκρατορίας, η οποία μαζί με τα περίχωρά της, γρήγορα έγινε ένα από τα κύρια κέντρα των Σλάβων στη Βαλκανική χερσόνησο. Ο αυτοκρατορικός στρατός πολέμησε, απελπιστικά, κατά των Σλάβων εισβολέων, τους οποίους συχνά εξανάγκασε να υποχωρήσουν πέρα από το Δούναβη. Αλλά δεν υποχώρησαν όλοι οι Σλάβοι. Ο στρατός του Ιουστινιανού, απασχολημένος με άλλες σπουδαίες εκστρατείες, δε μπορούσε να σταματήσει αποφασιστικά τις εισβολές, που κάθε χρόνο έκαναν οι Σλάβοι στη Βαλκανική χερσόνησο, με αποτέλεσμα να μείνουν μερικοί σλάβοι εκεί. Η εμφάνιση του σλαβικού προβλήματος την περίοδο αυτή, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, επειδή το πρόβλημα αυτό υπήρξε πολύ σημαντικό για την αυτοκρατορία, στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα.
Εκτός από τους Σλάβους, οι Γερμανοί Γεπίδες και Κουτριγούροι, μέρος της φυλής των Ούννων, εισέβαλαν στη Βαλκανική χερσόνησο από το βορρά. Το χειμώνα του 558-559 οι Κουτριγούροι, με την καθοδήγηση του αρχηγού τους Ζαβεργάν, μπήκαν στη Θράκη. Από εκεί ένα μέρος στάλθηκε να καταστρέψει την Ελλάδα, ένα άλλο εισέβαλε στη Θρακική χερσόνησο και το τρίτο, που αποτελείτο από το ιππικό, με αρχηγό του τον ίδιο το Ζαβεργάν, κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Τη χώρα τη λεηλατούσαν και στην πρωτεύουσα επικρατούσε πανικός. Οι εκκλησίες των περιοχών που κινδύνευαν, έστειλαν τους θησαυρούς τους στην πρωτεύουσα ή τους πέρασαν στην ανατολική πλευρά του Βοσπόρου. Ο Ιουστινιανός, την κρίσιμη αυτή στιγμή, έκανε έκκληση στον Βελισάριο να σώσει την Κωνσταντινούπολη. Οι Κουτριγούροι νικήθηκαν και στα τρία σημεία των επιθέσεών τους, αλλά η Θράκη, η Μακεδονία και η Θεσσαλία υπέφεραν οικονομικά πολύ από την εισβολή.
Ο κίνδυνος των Ούννων δεν ήταν αισθητός μόνο στη Βαλκανική χερσόνησο, αλλά και στην Κριμαία, στη μονήρη Ταυρική χερσόνησο, που βρισκόταν στη Μαύρη Θάλασσα και που, εν μέρει, ανήκε στην αυτοκρατορία. Δυο πόλεις, η Χερσών και ο Βόσπορος, ήταν φημισμένες για τη διατήρηση εκεί για αιώνες, μέσα σε περιβάλλον βαρβάρων, του ελληνικού πολιτισμού και για τον αξιόλογο ρόλο που έπαιζαν στο εμπόριο, στο τμήμα μεταξύ του Βυζαντίου και της σύγχρονης Ρωσίας. Προς τα τέλη του 5ου αιώνα, οι Ούννοι είχαν κατακτήσει τις πεδιάδες της χερσονήσου και άρχισαν να απειλούν εκεί τις βυζαντινές κτήσεις, καθώς και μια μικρή περιοχή των Γότθων που βρίσκονταν στα βουνά, υπό την προστασία του Βυζαντίου. Κάτω από την πίεση του κινδύνου των Ούννων, ο Ιουστινιανός έκτισε και αποκατάστησε αρκετά οχυρά και κατασκεύασε μεγάλα τείχη, των οποίων τα ίχνη φαίνονται ακόμα. Ένα είδος limes Tauricus, που αποδείχθηκε αρκετά χρήσιμο.
Τελικά ο ιεραποστολικός ζήλος του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας δεν παράβλεψε τους λαούς της Αφρικής, που ζούσαν στον Άνω Νείλο, μεταξύ Αιγύπτου και Αβησσυνίας, δηλαδή τους Βλέμμυες και τους Νούβιους ή Νοβάδες. Χάρη στην ενεργητικότητα της Θεοδώρας, οι Νοβάδες, μαζί με το βασιλιά τους Σιλκώ, έγιναν Μονοφυσίτες Χριστιανοί και ενώθηκαν με έναν στρατηγό του Βυζαντίου, για να αναγκάσουν τους Βλέμμυες να ακολουθήσουν την ίδια πίστη. Θέλοντας να γιορτάσει τη νίκη του ο Σιλκώ, έβαλε σ’ ένα ναό των Βλέμμυων μια επιγραφή, για την οποία ο Barry παρατηρεί τα εξής: «Η καύχηση αυτού του μηδαμινού άρχοντα μπορούσε να βγει από το στόμα μόνο του Αττίλα ή του Ταμερλάνου». Η επιγραφή έχει ως εξής: «Σιλκώ βασιλίσκος των Νοβάδων και όλων των Αιθιόπων».
Σημασία της εξωτερικής πολιτικής του Ιουστινιανού
Συνοψίζοντας την εξωτερική πολιτική του Ιουστινιανού, πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι ατέλειωτοι και εξαντλητικοί πόλεμοι που δεν ανταποκρίθηκαν στις ελπίδες του, είχαν μια μοιραία επίδραση σε όλη την αυτοκρατορία. Πρώτα από όλα αυτές οι γιγάντιες επιχειρήσεις χρειάστηκαν τεράστιες δαπάνες. Ο Προκόπιος στα «Ανέκδοτά» του υπολογίζει, ίσως με κάποια υπερβολή, ότι ο Αναστάσιος άφησε πολύ μεγάλο περίσσευμα για την εποχή εκείνη, που έφτανε περίπου τα 70.000.000 Ευρώ και ότι ο Ιουστινιανός ξόδεψε το ποσό αυτό πολύ γρήγορα. Σύμφωνα με μια άλλη πληροφορία του 6ου αιώνα - του Ιωάννη της Εφέσου - το περίσσευμα του Αναστασίου δεν είχε εξαντληθεί τελείως μέχρι την εποχή του Ιουστίνου Β', μετά το θάνατο του Ιουστινιανού. Η πληροφορία αυτή όμως δεν είναι σωστή. Το ποσό που άφησε ο Αναστάσιος, πράγματι μικρότερο από ότι το παρουσιάζει ο Προκόπιος, πρέπει να υπήρξε πάρα πολύ χρήσιμο στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιουστινιανού, αν και το ποσό αυτό μόνο δεν έφτανε. Οι νέοι φόροι ήταν μεγαλύτεροι από ό,τι ο εξαντλημένος πληθυσμός μπορούσε να πληρώσει. Ο αυτοκράτορας θέλοντας να περικόψει τα έξοδα του κράτους, μείωσε τον αριθμό των στρατιωτών, πράγμα που, όπως ήταν φυσικό, εξασθένησε την άμυνα των δυτικών επαρχιών.Με κριτήριο τις απόψεις του Ιουστινιανού, οι εκστρατείες του είναι καταληπτές και φυσικές, αλλά με κριτήριο το καλό της αυτοκρατορίας, πρέπει να θεωρηθούν ως περιττές και ολέθριες. Το χάσμα που υπήρχε, τον 6ο αιώνα, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ήταν ήδη τόσο μεγάλο ώστε θεωρείται αναχρονισμός και η απλή ακόμα ιδέα ένωσής τους. Μια πραγματική ενότητα δεν μπορούσε ούτε και να συζητηθεί. Οι ηττημένες επαρχίες μόνο με τη βία μπορούσαν να συγκρατηθούν και γι’ αυτό το σκοπό το Βυζάντιο δε διέθετε ούτε τη δύναμη, ούτε τα μέσα. Έχοντας δελεαστεί από τα απατηλά του όνειρα, ο Ιουστινιανός δεν μπόρεσε να αρπάξει την ευκαιρία στην Ανατολή, οι επαρχίες της οποίας αντιπροσώπευαν τα πραγματικά συμφέροντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι εκστρατείες στη Δύση, ανταποκρινόμενες στην προσωπική επιθυμία του αυτοκράτορα, δεν μπόρεσαν να δώσουν μόνιμα αποτελέσματα, ενώ το σχέδιο της αποκατάστασης μιας ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εξαφανίστηκε, αν και όχι παντοτινά, μαζί με τον Ιουστινιανό. Στο μεταξύ η εξωτερική του πολιτική, γενικά, είχε σαν αποτέλεσμα μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση.

Υποσημειώσεις:
[1] Οι «εξκουβίτορες» ήταν φρουροί που ανήκαν στην ιδιαίτερη έμπιστη φρουρά των Ανακτόρων του Βυζαντίου.
[2] Ο E. Stein εξυψώνει πολύ τον Χοσρόη, ακόμα και τον πατέρα του Kavadh. Συγκρίνει τον Kavadh με τον Φίλιππο τον Μακεδόνα και τον Φρειδερίκο Ι της Πρωσίας, άνδρες των οποίων τα ένδοξα παιδιά, με τις επιτυχίες τους επισκίασαν τα λιγότερα λαμπρά αλλά πιο δύσκολα, ίσως, έργα των πατέρων τους, στο έργο των οποίων στήριξαν τις προσπάθειές τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: