30/6/11

Φιλολογία και τέχνη επί Κομνηνών και Αγγέλων [42]

Την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων χαρακτήριζε μια εντατική πολιτιστική δράση στον τομέα της επιστήμης, της φιλολογίας, της αγωγής και της τέχνης. Η δράση ανθρώπων σαν τον Φώτιο (9ος αιώνας), τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) και τον Μιχαήλ Ψελλό (11ος αιώνας), το πολιτιστικό περιβάλλον τους, καθώς και η αναζωογόνηση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, που μεταρρυθμίστηκε τον 11ο αιώνα, δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την αναγέννηση του πολιτισμού της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων.
Ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, οι ιστορικοί Θουκυδίδης και Πολύβιος, οι ρήτορες Ισοκράτης και Δημοσθένης, οι Έλληνες τραγωδοί και ο Αριστοφάνης και άλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι της αρχαίας φιλολογίας γίνονταν αντικείμενα μελέτης και μίμησης από τους συγγραφείς του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Η απομίμηση αυτή ήταν φανερή κυρίως στη γλώσσα, η οποία, με την υπερβολική της τάση προς αγνότητα της αρχαίας Αττικής διαλέκτου, έγινε τεχνητή, μεγαλορρήμων και μερικές φορές δυσκολονόητη και ανώμαλη. Γενικά η γλώσσα ήταν τελείως διαφορετική από την ομιλούμενη. Η φιλολογία της εποχής αυτής, όπως λέει ο Bury, ήταν η φιλολογία των ανθρώπων που ήταν «σκλάβοι της παράδοσης. Η σκλαβιά αυτή βεβαίως ήταν δουλεία από ευγενείς κυρίους, αλλά πάντως ήταν δουλεία». Μερικοί όμως συγγραφείς, παρά την ειδικότητά τους στην κλασσική γλώσσα, δεν παραμελούσαν την ομιλούμενη «δημοτική» γλώσσα της εποχής τους και άφησαν πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια στην ομιλούμενη γλώσσα του 12ου αιώνα. Συγγραφείς της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων κατανόησαν την υπεροχή του βυζαντινού πολιτισμού επί του πολιτισμού των λαών της Δύσης, τους οποίους μια πηγή ονομάζει «σκοτεινές και περιπλανώμενες φυλές, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, αν δε γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανατράφηκε τουλάχιστον από αυτήν και που ανάμεσά τους δεν καταφεύγει ούτε η χάρη ούτε η μούσα». Φυλές στις οποίες το ευχάριστο τραγούδι φαίνεται σαν «κραυγή από γύπες ή κρωγμός κοράκων».

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
Στο φιλολογικό τομέα της εποχής αυτής βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό σπουδαίων και εκλεκτών συγγραφέων, τόσο εκκλησιαστικών όσο και κοσμικών. Η φιλολογική κίνηση επηρέασε επίσης την ίδια την οικογένεια των Κομνηνών, της οποίας πολλά μέλη, υποχωρώντας στην επιρροή αυτή, αφιέρωσαν μέρος του καιρού τους στη μάθηση και τη φιλολογία.
Η πολύ μορφωμένη κι έξυπνη μητέρα του Αλέξιου Α' Κομνηνού, Άννα Θαλασσινή, την οποία η εγγονή της Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει ως «τη μεγαλύτερη δόξα όχι μόνο μεταξύ των γυναικών, αλλά και μεταξύ των ανδρών, καθώς και κόσμημα της ανθρωπότητας», ερχόταν συχνά στα γεύματα με ένα βιβλίο στα χέρια και συζητούσε εκεί δογματικά προβλήματα των Πατέρων της Εκκλησίας, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στον φιλόσοφο και μάρτυρα Μάξιμο.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έγραψε μερικές θεολογικές διατριβές κατά των αιρετικών. Οι «Μούσες» του Αλέξιου, που γράφτηκαν λίγο πριν από το θάνατό του, εκδόθηκαν το 1913. Οι «Μούσες» αυτές, αφιερωμένες στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη, είναι ένα είδος πολιτικής διαθήκης που δεν αφορά μόνο αφηρημένα προβλήματα ηθικής, αλλά και πολλά σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, την Α' Σταυροφορία.
Η κόρη του Αλεξίου, Άννα και ο σύζυγός της Νικηφόρος Βρυέννιος, κατέχουν τιμητική θέση στην ιστοριογραφία του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, που επέζησε του Αλέξιου και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις υποθέσεις του κράτους υπό τον Αλέξιο και το γιο του Ιωάννη, ήθελε να γράψει μια ιστορία του Αλέξιου Κομνηνού, αλλά ο θάνατος τον εμπόδισε να φέρει σε πέρας το σχέδιό του. Πέτυχε όμως να συνθέσει ένα είδος οικογενειακού χρονικού ή αναμνήσεων, για να δείξει τις αιτίες της ανόδου στην εξουσία του οίκου των Κομνηνών, που φτάνει σχεδόν μέχρι την ενθρόνιση του Αλέξιου. Η λεπτομερής περιγραφή του Βρυέννιου ασχολείται με τα γεγονότα μεταξύ 1070 και 1079, δηλαδή μέχρι τις αρχές της βασιλείας του Νικηφόρου Γ' Βατανιάτη. Επειδή συζητάει τη δράση των μελών του οίκου των Κομνηνών, το έργο του χαρακτηρίζεται από κάποια μεροληψία. Το ύφος του Βρυέννιου είναι μάλλον απλό και δεν έχει τίποτε από την τεχνητή τελειότητα που συναντά κανείς στο έργο της συζύγου του. Η επιρροή του Ξενοφώντα είναι φανερή στο έργο του, το οποίο έχει πολλή σημασία τόσο για την εσωτερική ιστορία της αυλής όσο και για την εξωτερική πολιτική, διαφωτίζοντας κυρίως τα ζήτημα για την αύξηση του τουρκικού κινδύνου.

ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ
Η ικανή και πολύ μορφωμένη σύζυγος του Βρυέννιου, η μεγαλύτερη κόρη του Αλέξιου, Άννα Κομνηνή, είναι η συγγραφέας της «Αλεξιάδας». Η πρώτη αυτή μεγάλη επιτυχία της φιλολογικής αναγέννησης της εποχής των Κομνηνών, είναι αφιερωμένη στην περιγραφή της ένδοξης βασιλείας του πατέρα της Κομνηνής «του Μεγάλου Αλέξιου, του φωτός του σύμπαντος, του ήλιου της Άννας». Ένας βιογράφος της Άννας παρατηρεί ότι «σχεδόν μέχρι τον 19ο αιώνα μια γυναίκα ιστορικός αποτελούσε ένα είδος rara avis». Στα 15 βιβλία του μεγάλου της έργου, η Άννα περιγράφοντας την περίοδο μεταξύ 1069 και 1118, δίνει μια εικόνα της βαθμιαίας ανόδου του οίκου των Κομνηνών κατά την περίοδο πριν την ενθρόνιση του Αλέξιου και επεκτείνει τη διήγησή της μέχρι το θάνατό του, συνεχίζοντας έτσι το έργο του συζύγου της Νικηφόρου Βρυέννιου. Η τάση να εξυψώσει τον πατέρα της είναι φανερή σ’ όλη την «Αλεξιάδα», που προσπαθεί να δείξει στον αναγνώστη την υπεροχή αυτού του «δέκατου τρίτου απόστολου» (δηλαδή του Αλέξιου) σε σχέση με τα άλλα μέλη της οικογένειας των Κομνηνών. Η Άννα είχε μια εξαιρετική αγωγή και είχε διαβάσει πολλούς από τους πιο εκλεκτούς συγγραφείς της αρχαιότητας, τον Όμηρο, τους λυρικούς, τους τραγωδούς, τον Αριστοφάνη, τους ιστορικούς Θουκυδίδη και Πολύβιο, τους ρήτορες Ισοκράτη και Δημοσθένη και τους φιλόσοφους Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Όλα αυτά επηρέασαν το ύφος της «Αλεξιάδας», στην οποία η Άννα υιοθέτησε την εξωτερική μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και χρησιμοποίησε, όπως λέει ο Krumbacher, μια τεχνητή, σχεδόν τελείως νεκρή, γλώσσα που είναι εντελώς αντίθετη προς τη «δημοτική» (ομιλούμενη) γλώσσα που χρησιμοποιείτο στη φιλολογία της εποχής αυτής.
Η Άννα απολογείται στους αναγνώστες της ακόμα και όταν ονομάζει με βάρβαρα ονόματα τους Δυτικούς ή Ρώσους ηγέτες, τα οποία «παραμορφώνουν την αξία και την αντικειμενικότητα της ιστορίας». Παρά τη μεροληψία που δείχνει η Άννα για τον πατέρα της, δημιούργησε ένα έργο που είναι εξαιρετικά σπουδαίο από ιστορική πλευρά. Ένα έργο που δεν στηρίχθηκε μόνο στην προσωπική παρατήρηση και τις προφορικές πληροφορίες, αλλά και στα στοιχεία των αρχείων του κράτους, της διπλωματικής αλληλογραφίας και των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Η «Αλεξιάδα» αποτελεί μια από τις πιο σπουδαίες πηγές για την ιστορία της Α' Σταυροφορίας. Οι σύγχρονοι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι, παρά τις ελλείψεις τους, οι αναμνήσεις αυτές της Άννας παραμένουν ένα από τα πιο σπουδαία έργα της μεσαιωνικής βυζαντινής ιστοριογραφίας και ότι θα παραμείνουν ως η ευγενέστερη ένδειξη του βυζαντινού κράτους, που αναγεννήθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό. [1]

ΣΕΒΑΣΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΙΣΣΑΚΙΟΣ
Δεν είναι γνωστό αν ο γιος και διάδοχος του Αλέξιου Ιωάννης, που διέθεσε σχεδόν όλη του τη ζωή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, συμφωνούσε ή όχι με τις φιλολογικές τάσεις του περιβάλλοντός του. Ο μικρότερος όμως αδελφός του, ο Σεβαστοκράτορας Ισαάκιος, δεν ήταν μόνο ένας μορφωμένος άνθρωπος που ενδιαφερόταν για τη φιλολογία, αλλά και ο συγγραφέας δύο μικρών έργων σχετικών με την ιστορία της μεταμόρφωσης των Ομηρικών επών κατά τον Μεσαίωνα, καθώς και της εισαγωγής του Κώδικα της Οκτάτευχου, της βιβλιοθήκης του Seraglia.
Μερικές έρευνες οδηγούν στην υπόθεση ότι τα έργα του Σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού ήταν πολύ πιο ποικίλα από όσο μπορεί να αποδειχθεί με βάση δύο ή τρία δημοσιευθέντα σύντομα κείμενα και ότι στο πρόσωπό του παρουσιάζεται ένας ενδιαφέρων, από πολλές απόψεις, νέος συγγραφέας.

ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, που ενδιαφερόταν πολύ για την Αστρολογία, έγραψε μια πραγματεία, με την οποία υπερασπιζόταν την Αστρολογία από τις επιθέσεις που αυτή υφίστατο από τον Κλήρο, ενώ επιπλέον ήταν ο συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων, καθώς και διάφορων αυτοκρατορικών ομιλιών. Λόγω των θεολογικών μελετών του Μανουήλ, ο πανηγυριστής του Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ονομάζει τη βασιλεία του «αυτοκρατορική ιεροσύνη» ή «βασίλειο ιεράτευμα» (Έξοδος 19:6). Ο Μανουήλ δεν ενδιαφερόταν ο ίδιος μόνο για τη φιλολογία και τη θεολογία, αλλά προσπαθούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον και των άλλων. Έστειλε το περίφημο έργο του Πτολεμαίου «Αλμαγέστη», [2] ως δώρο στο βασιλιά της Σικελίας, ενώ συγχρόνως μεταφέρθηκαν μερικά ακόμα χειρόγραφα από τη βιβλιοθήκη του Μανουήλ στη Σικελία. Η πρώτη λατινική μετάφραση του έργου έγινε με βάση το χειρόγραφο, περίπου το 1160. Η γυναικαδέλφη του Μανουήλ Ειρήνη, διακρίθηκε για την αγάπη της στα γράμματα, καθώς και για το φιλολογικό της ταλέντο. Ο ποιητής και πιθανόν δάσκαλός της, Θεόδωρος Πρόδρομος, της αφιέρωσε πολλούς στίχους, ενώ ο Κωνσταντίνος Μανασσής την αποκαλεί «φιλολογιώτατη». Ένας διάλογος κατά των Ιουδαίων, που αποδίδεται μερικές φορές στην εποχή του Ανδρόνικου Α', ανήκει σε μεταγενέστερη περίοδο.
Η σύντομη αυτή σκιαγραφία δείχνει πόσο έντονα είχε ασχοληθεί με τη φιλολογία η δυναστεία των Κομνηνών, αν και το φαινόμενο αυτό εμφανίζει τη γενική εξύψωση του πολιτισμού που εκδηλώθηκε κυρίως με την ανάπτυξη της φιλολογίας και αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα της εποχής των Κομνηνών.
Από την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, οι ιστορικοί και οι ποιητές, οι συγγραφείς θεολογικών έργων, οι συγγραφείς που ασχολούνται με την αρχαιότητα και οι χρονογράφοι, άφησαν έργα που δείχνουν τα φιλολογικά ενδιαφέροντα της εποχής.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΙΝΝΑΜΟΣ
Ένας ιστορικός, ο Ιωάννης Κίνναμος, σύγχρονος των Κομνηνών, έγραψε μια ιστορία της βασιλείας του Ιωάννη και του Μανουήλ (1118-1176) που αποτελεί μια συνέχεια του έργου της Άννας Κομνηνής. Η ιστορία αυτή ακολουθεί το παράδειγμα του Ηρόδοτου και του Ξενοφώντα και επηρεάζεται και από τον Προκόπιο. Επειδή το κέντρο της ιστορίας είναι ο Μανουήλ, το έργο αυτό είναι κάπως εγκωμιαστικό. Ο Κίνναμος ήταν θερμός υποστηρικτής των δικαιωμάτων της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και ένας εκ πεποιθήσεως ανταγωνιστής του Πάπα και της αυτοκρατορικής εξουσίας των Γερμανών βασιλέων. Σαν ήρωα του διάλεξε τον Μανουήλ, που του είχε φερθεί ευνοϊκά, αν και η εξιστόρηση των γεγονότων είναι αξιόλογη και βασισμένη στη μελέτη αξιόπιστων πηγών. Το έργο είναι γραμμένο σε πολύ καλή ελληνική γλώσσα και «στο ύφος ενός τίμιου στρατιώτη, γεμάτου από αυθορμητισμό και ειλικρινή ενθουσιασμό για τον αυτοκράτορά του» (Neumann).

ΜΙΧΑΗΛ ΑΚΟΜΙΝΑΤΟΣ
Ο Μιχαήλ και ο Νικήτας Ακομινάτοι, δυο αδέλφια από τις Χώνες της Φρυγίας, [3] ήταν εκλεκτές φυσιογνωμίες της φιλολογίας του 12ου και αρχές του 13ου αιώνα. Πολλές φορές είναι γνωστοί (με βάση την πόλη στην οποία γεννήθηκαν) ως Χωνιάτες. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μιχαήλ, που είχε πάρει εξαιρετική κλασσική μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον Επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, διάλεξε την εκκλησιαστική σταδιοδρομία και έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών για 30 χρόνια και πλέον. Ενθουσιώδης θαυμαστής της ελληνικής αρχαιότητας, έμενε στο κτίριο της Επισκοπής, στην Ακρόπολη, όπου το Μεσαίωνα, βρισκόταν ο Καθεδρικός ναός της Παρθένου Μαρίας. Ο Μιχαήλ ένιωθε εξαιρετικά ευτυχής που μπορούσε να ζει στην Ακρόπολη, από όπου νόμιζε ότι έφτανε «στην κορυφή των ουρανών». Ο Καθεδρικός του Ναός ήταν γι’ αυτόν μια συνεχής πηγή ικανοποίησης κι ενθουσιασμού. Έβλεπε την πόλη και το λαό της σαν να ήταν ένας σύγχρονος του Πλάτωνα και γι’ αυτό ενδιαφερόταν πολύ να δει να γεφυρώνεται το τρομερό χάσμα που χώριζε τον πληθυσμό της Αθήνας της εποχής του από τους αρχαίους Έλληνες. Ο Μιχαήλ ήταν ένας ιδεολόγος και δεν μπορούσε να εκτιμήσει κατάλληλα την εξέλιξη και επίτευξη των εθνογραφικών μεταβολών της Ελλάδας.
Ο ιδεαλισμός του συγκρουόταν με τη σκληρή πραγματικότητα και γι’ αυτό έλεγε: «Ζω στην Αθήνα, αλλά δεν βλέπω την Αθήνα πουθενά».
Ο λαμπρός λόγος, που εκφώνησε με την ευκαιρία της ενθρόνισής του μπροστά στους Αθηναίους που μαζεύτηκαν στον Παρθενώνα, ήταν, όπως ο ίδιος λέει, ένα δείγμα απλότητας ύφους. Με το λόγο του αυτόν υπενθύμισε στους ακροατές του την παλιά μεγαλοπρέπεια της πόλης, εξέφρασε τη σταθερή του πίστη στη γενεαλογική συνέχεια των Αθηναίων, από την αρχαιότητα μέχρι τότε, παρότρυνε τους Αθηναίους να είναι προσκολλημένοι στις ευγενείς συνήθειες και τον ευγενή τρόπο ζωής των προγόνων τους και παρουσίασε τα παραδείγματα του Αριστείδη, του Διογένη, του Περικλή, του Θεμιστοκλή και άλλων. Η ομιλία αυτή όμως, φτιαγμένη στην πραγματικότητα σ’ ένα ύφος ανώτερο, γεμάτη από αρχαία βιβλικά αποσπάσματα και εξωραϊσμένη με μεταφορές και αλληγορίες, έμεινε ακατανόητη και σκοτεινή για τους ακροατές του νέου Μητροπολίτη. Η ομιλία αυτή ξεπερνούσε τις δυνατότητες των Αθηναίων του 12ου αιώνα, πράγμα που δεν αντιλήφθηκε ο Μιχαήλ. Σ’ ένα από τα μεταγενέστερα κηρύγματά του αναφωνεί με βαθειά λύπη: «Ω! πόλη των Αθηνών! Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί!... Όταν σου μιλούσα, με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, απλά και φυσικά, φαινόταν σαν να είχα μιλήσει για κάτι το ακατανόητο ή σε μια ξένη γλώσσα, των Περσών ή των Σκύθων». Ο μορφωμένος Μιχαήλ Ακομινάτος σύντομα έπαψε να βλέπει τους σύγχρονους Αθηναίους τους άμεσους απόγονους των αρχαίων Ελλήνων. «Η εξαιρετική ωραιότητα της χώρας», γράφει, «έχει διατηρηθεί: ο Υμηττός με το άφθονο μέλι, ο Πειραιάς, η κάποτε μυστηριώδης Ελευσίνα, η πεδιάδα του Μαραθώνα και η Ακρόπολη. Αλλά η γενιά εκείνη που αγάπησε την επιστήμη εξαφανίστηκε για να έρθει στη θέση της μια γενιά αμόρφωτη και φτωχή, ψυχικά και σωματικά». Κυκλωμένος από βάρβαρους, ο Μιχαήλ φοβόταν μήπως γίνει και ο ίδιος βάρβαρος και απολίτιστος και θρηνούσε το κατάντημα της ελληνικής γλώσσας που είχε γίνει ένα είδος βάρβαρης διαλέκτου, την οποία κατόρθωσε να καταλάβει μόνο ύστερα από παραμονή 3 ετών στην Αθήνα. Είναι πιθανόν ο Μιχαήλ να υπερβάλλει τα πράγματα, αλλά δεν απέχει από την πραγματικότητα όταν γράφει ότι η Αθήνα υπήρξε μια λαμπρή πόλη που δεν ζούσε πια. Το όνομα των Αθηναίων θα είχε εξαφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων, αν δεν είχε εξασφαλιστεί η συνεχής του ύπαρξη από τα έργα του παρελθόντος και από τα φημισμένα μέρη της, την Ακρόπολη, τον Άρειο Πάγο, τον Υμηττό και τον Πειραιά, τα οποία σαν ένα αμετάβλητο έργο της φύσης στέκονται πέρα από τις μεταβολές και τις καταστροφές του χρόνου.
Ο Μιχαήλ έμεινε στην Αθήνα μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα. Μετά την ανάκτηση της πόλης από τους Φράγκους, το 1204, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την έδρα του σ’ ένα Λατίνο Επίσκοπο και να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του στο μικρό νησί Κέα, κοντά στις ακτές της Αττικής, όπου και θάφτηκε μετά το θάνατό του το 1220 ή το 1222.
Ο Μιχαήλ Ακομινάτος άφησε μια πλούσια φιλολογική κληρονομιά σε ομιλίες και κηρύγματα για διάφορα θέματα, καθώς και πολυάριθμα γράμματα και μερικά ποιήματα που δίνουν σπουδαίες πληροφορίες για την πολιτική, κοινωνική και φιλολογική ζωή της εποχής του. Από τα ποιήματά του, την πρώτη θέση κατέχει ένα ιαμβικό ελεγείο γραμμένο προς τιμή της Αθήνας που αποτελεί «τον πρώτο και τον μόνο, ίσως, θρήνο των ερειπίων της παλιάς ένδοξης πόλης». Ο Gregorovius ονομάζει τον Μιχαήλ Ακομινάτο ακτίνα ηλίου όπου φώτισε το σκοτάδι της Αθήνας του Μεσαίωνα, καθώς και «τελευταίο μεγάλο πολίτη και τελευταία δόξα αυτής της πόλης των σοφών». Ένας άλλος συγγραφέας λέει ότι ο Μιχαήλ «αλλοδαπός εκ γενετής, ταύτισε τόσο πολύ τον εαυτό του με τη νέα του πατρίδα ώστε μπορούμε να τον ονομάσουμε ως τον τελευταίο των μεγάλων Αθηναίων, που αξίζει να σταθεί κοντά σ’ αυτές τις ευγενείς φυσιογνωμίες, των οποίων το παράδειγμα πρόβαλλε τόσο πολύ στο ποίμνιό του». Στον βαρβαρισμό που έπνιγε την Αθήνα, για τον οποίον μιλάει ο Μιχαήλ, καθώς και στη διαφθορά της ελληνικής γλώσσας, μπορεί να δει κανείς μερικά ίχνη της σλάβικης επιρροής.

ΝΙΚΗΤΑΣ ΑΚΟΜΙΝΑΤΟΣ
Ο νεώτερος αδελφός του Μιχαήλ, Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης, κατέχει την πιο σπουδαία θέση ανάμεσα στους ιστορικούς του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Γεννημένος στα μέσα του 12ου αιώνα, στις Χωνές της Φρυγίας, ο Νικήτας, όπως και ο αδελφός του, στάλθηκε από παιδί στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε κάτω από την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδελφού Μιχαήλ. Ενώ ο Μιχαήλ αφιερώθηκε στην Εκκλησία, ο Νικήτας διάλεξε μια κοσμική σταδιοδρομία, που την άρχισε υπό τον Μανουήλ για να φτάσει στα ανώτατα αξιώματα την εποχή των Αγγέλων. Αφού αναγκάστηκε να φύγει από την πρωτεύουσα μετά τη λεηλασία της από τους Σταυροφόρους το 1204, κατέφυγε στην αυλή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρου Λάσκαρη, ο οποίος τον αποκατέστησε στις παλιές του τιμές και διακρίσεις, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην προσφιλή του φιλολογική εργασία και να τελειώσει τη μεγάλη του ιστορία. Ο Νικήτας πέθανε στη Νίκαια αμέσως μετά το 1210. Ο Μιχαήλ επέζησε του Νικήτα και έγραψε, με την ευκαιρία του θανάτου του αδελφού του, ένα συγκινητικό επικήδειο λόγο, που είναι πολύ σπουδαίος, όσον αφορά τη βιογραφία του Νικήτα.
Το μεγαλύτερο φιλολογικό του κατόρθωμα είναι το μεγάλο ιστορικό έργο. Σε 20 βιβλία, που παρουσιάζουν τα γεγονότα από την ενθρόνιση του Ιωάννη Κομνηνού μέχρι τα πρώτα έτη της Λατινικής αυτοκρατορίας (1118-1206). Το έργο του Νικήτα είναι μια ανεκτίμητη πηγή για την εποχή του Μανουήλ, την ενδιαφέρουσα βασιλεία του Ανδρόνικου, την εποχή των Αγγέλων, την Δ' Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. H αρχή της ιστορίας του, που ασχολείται με την εποχή του Ιωάννη Κομνηνού, είναι πολύ σύντομη. Το έργο διασπάται με ένα δευτερεύον γεγονός και δεν παρουσιάζει πλήρες σύνολο. Ίσως, λέει ο Uspensky, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην πλήρη του μορφή. Για την ιστορία του ο Νικήτας αναγνωρίζει δύο μόνο πηγές: τις διηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων και την προσωπική παρατήρηση. Οι γνώμες των ιστορικών ποικίλουν ως προς το κατά πόσο ο Νικήτας χρησιμοποίησε τον Ιωάννη Κίνναμο ως πηγή του. Η ιστορία του Νικήτα είναι γραμμένη σ’ ένα πληθωρικό, εύγλωττο και γραφικό ύφος, που αποδεικνύει βαθειά γνώση τόσο της αρχαίας φιλολογίας όσο και της θεολογίας. Παρόλα αυτά, όμως, ο ίδιος ο συγγραφέας έχει τελείως διαφορετική γνώμη για το ύφος του.
Παρά την ύπαρξη κάποιας μεροληψίας στην περιγραφή των γεγονότων της μιας ή της άλλης βασιλείας, ο Νικήτας, που ήταν σταθερά πεπεισμένος για την πλήρη υπεροχή «των Ρωμαίων» επί των βαρβάρων της Δύσης, αποτελεί ως ιστορικός κάτι που αξίζει να το προσέξουμε με εμπιστοσύνη και προσοχή. Στην ειδική μονογραφία που έχει γράψει ο Uspensky για τον Νικήτα Χωνιάτη, αναφέρει ότι «ο Νικήτας αξίζει να μελετηθεί έστω και για τον απλό λόγο ότι στην ιστορία του ασχολείται με την πιο σπουδαία εποχή του Μεσαίωνα, οπότε οι εχθρικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης είχαν φτάσει στο ανώτερο σημείο τους για να ξεσπάσουν στις Σταυροφορίες και την ίδρυση της Λατινικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι γνώμες του για τους Σταυροφόρους της Δύσης και για τις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης διακρίνονται από μια βαθειά αλήθεια και μια ευφυή ιστορική διορατικότητα, την οποία δε βρίσκουμε στα καλύτερα έργα της μεσαιωνικής φιλολογίας της Δύσης».
Εκτός από την «Ιστορία» του, ο Νικήτας Χωνιάτης έχει πιθανόν γράψει μια μικρή διατριβή σχετική με τα αγάλματα που καταστράφηκαν το 1204, από τους Λατίνους στην Κωνσταντινούπολη, μερικά έργα ρητορικής φύσης, προς τιμή διαφόρων αυτοκρατόρων, καθώς και μια θεολογική διατριβή, τον «Θησαυρό Ορθοδοξίας». Το τελευταίο αυτό έργο, που είναι συνέχεια της «Πανοπλίας» του Ευθύμιου Ζιγαβηνού, γράφτηκε μετά από μελέτη πολλών συγγραφέων και έχει ως αντικείμενο την ανασκευή ενός μεγάλου αριθμού αιρετικών πλανών.

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ
Ανάμεσα στους εκλεκτούς εκπροσώπους του πολιτισμού του 12ου αιώνα, ανήκει κι ο ικανός δάσκαλος και φίλος του Μιχαήλ Χωνιάτη, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, «η πιο φτωχή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του Βυζαντίου, από την εποχή του Μιχαήλ Ψελλού» (Gregorovius). Μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έγινε διάκονος της Αγίας Σοφίας και υπήρξε διδάσκαλος της ρητορικής. Τα περισσότερα από τα έργα του τα έγραψε εκεί, αλλά τα ιστορικά του έργα και διάφορες άλλες εργασίες τις επεξεργάστηκε αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι του Ευστάθιου στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένα είδος σχολής για νέους σπουδαστές και έγινε ένα κέντρο, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν τα καλύτερα πνεύματα της πρωτεύουσας, καθώς και νέοι που διψούσαν για μάθηση. Σαν θρησκευτικός ηγέτης της Θεσσαλονίκης, που ερχόταν (ως προς τη σπουδαιότητα) αμέσως μετά την πρωτεύουσα, ο Ευστάθιος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος από τη δραστηριότητά του στην εξύψωση του πνευματικού και ηθικού επιπέδου των συνθηκών του μοναστηριακού βίου της εποχής του, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργεί εχθρούς μεταξύ των μοναχών. Από την πολιτιστική πλευρά έχουν πολύ ενδιαφέρον οι επανειλημμένες εκκλήσεις τους προς τους μοναχούς, να μη σπαταλούν τους θησαυρούς των βιβλιοθηκών. Ο Ευστάθιος πέθανε μεταξύ του 1192 και του 1194. Ο μαθητής και φίλος του Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτος, τίμησε τη μνήμη του με ένα συγκινητικό επικήδειο λόγο.
Συνετός παρατηρητής της πολιτικής ζωής της εποχής του, καταρτισμένος θεολόγος που με θάρρος αναγνώριζε την κατάπτωση της μοναστικής ζωής, καθώς και βαθύς λόγιος, του οποίου οι γνώσεις σχετικά με την αρχαία φιλολογία του εξασφάλιζαν μια τιμητική θέση όχι μόνο στην ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, αλλά και στην ιστορία της κλασικής φιλολογίας, ο Ευστάθιος είναι αναμφίβολα μια εκλεκτή προσωπικότητα της πνευματικής ζωής του Βυζαντίου του 12ου αιώνα. Το πνευματικό του κληροδότημα μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ομάδες: στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα εκτενή και λεπτομερή του σχόλια της Ιλιάδας, της Οδύσσειας, του Πίνδαρου και μερικών άλλων, ενώ στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τα έργα που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη: η ιστορία της κατάκτησης της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, το 1185, η σημαντική του αλληλογραφία, η διατριβή του σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις της μοναχικής ζωής, ένας λόγος που γράφτηκε με την ευκαιρία του θανάτου του αυτοκράτορα Μανουήλ και άλλα συγγράμματα.

ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ
Στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα, έζησε στη Βουλγαρία ένας πολύ σπουδαίος θεολόγος, ο Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, ο οποίος γεννήθηκε στην Εύβοια και υπηρέτησε για ένα διάστημα ως διάκονος στην Αγία Σοφία. Μορφώθηκε πολύ καλά από τον περίφημο Μιχαήλ Ψελλό και διορίστηκε πιθανόν από τον Αλέξιο Α' Κομνηνό Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, στη Βουλγαρία, που την εποχή αυτή βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Βυζαντίου. Κάτω από τις αυστηρές και βάρβαρες συνθήκες ζωής της Βουλγαρίας, ο Θεοφύλακτος δεν μπορούσε να ξεχάσει τη ζωή που ζούσε πριν στην Κωνσταντινούπολη και ευχόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής του να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Η ευχή του όμως δεν εκπληρώθηκε και πέθανε στη Βουλγαρία στις αρχές του 12ου αιώνα (περίπου το 1108). Υπήρξε ο συγγραφέας μερικών θεολογικών έργων και τα σχόλιά του που αναφέρονται στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ιδιαίτερα γνωστά. Για εμάς όμως η πιο σημαντική φιλολογική κληρονομιά που μας άφησε ο Θεοφύλακτος είναι οι επιστολές του και το βιβλίο του σχετικά με τα σφάλματα των Λατίνων. Σχεδόν όλα τα γράμματα γράφτηκαν μεταξύ του 1091 και του 1108 και δίνουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εικόνα της ζωής των επαρχιών του Βυζαντίου. Οι επιστολές αυτές ελκύουν το ενδιαφέρον αν και δεν έχουν προσεχτικά μελετηθεί σε σχέση με την εσωτερική ιστορία της αυτοκρατορίας. Το βιβλίο του σχετικά με τα σφάλματα των Λατίνων υπήρξε σημαντικό λόγω των συμβιβαστικών τάσεων που παρουσιάζει σε σχέση με την Καθολική Εκκλησία.

ΜΙΧΑΗΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ο Μιχαήλ Θεσσαλονίκης έζησε κι έγραψε στη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως διάκονος και καθηγητής της ερμηνείας των Ευαγγελίων, στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, αλλά τελικά καταδικάστηκε ως αιρετικός και στερήθηκε όλων των τίτλων του. Συνέγραψε μερικές ομιλίες προς τιμή του Μανουήλ, η τελευταία από τις οποίες εκφωνήθηκε ως επικήδειος, λίγες μέρες μετά το θάνατο του αυτοκράτορα. Οι ομιλίες του Μιχαήλ δίνουν μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του.
Στα μέσα του 12ου αιώνα, γράφτηκε ο διάλογος Τιμαρίων, κατά τα πρότυπα των νεκρικών διαλόγων του Λουκιανού, ο οποίος συνήθως θεωρείται ως ανώνυμος και του οποίου συγγραφέας θεωρείται ο Τιμαρίων. Ο Τιμαρίων περιγράφει την ιστορία της μετάβασής του στον Άδη και παρουσιάζει τις συζητήσεις του με τους νεκρούς που συνάντησε εκεί. Είδε στον Άδη τον αυτοκράτορα Ρωμανό Διγενή, τον Ιωάννη Ιταλό, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο και άλλους. Ο «Τιμαρίων», ο οποίος αναμφίβολα αποτελεί το καλύτερο έργο απομίμησης του Λουκιανού, είναι γεμάτος από δύναμη και χιούμορ. Εκτός όμως από αυτό, το έργο τούτο της εποχής των Κομνηνών αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πηγή για την εσωτερική ζωή του Βυζαντίου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΖΕΤΖΗΣ
Ένας άλλος σύγχρονος των Κομνηνών, ο Ιωάννης Τζέτζης, που πέθανε πιθανόν στα τέλη του 12ου αιώνα, είναι πολύ σπουδαίος από άποψη φιλολογική, ιστορική και πολιτική, καθώς και από την άποψη της κλασσικής αρχαιότητας. Μορφώθηκε φιλοσοφικά πολύ καλά στην πρωτεύουσα και για ένα διάστημα υπήρξε καθηγητής της γραμματικής. Μετά αφιερώθηκε στη φιλοσοφική δράση, από την οποία και συντηρείτο. Στα έργα του ο Ιωάννης Τζέτζης δεν παραλείπει να αναφέρει τις συνθήκες της ζωής του, παρουσιάζοντας έναν άνθρωπο του 12ου αιώνα που ζει χάρη στο φιλολογικό του έργο, που συνεχώς αγωνίζεται με τη φτώχεια και τη δυστυχία, που υπηρετεί τους πλούσιους και τους αγενείς, αφιερώνοντάς τους τα έργα του, και που συχνά αγανακτεί για τη μικρή αναγνώριση των υπηρεσιών του. Κάποια μέρα βρέθηκε σε τόση ανάγκη που δεν του έμεινε κανένα από τα βιβλία του, εκτός από τον Πλούταρχο. Μη διαθέτοντας χρήματα, μερικές φορές, δεν διέθετε ούτε βιβλία και, βασιζόμενος πολύ στη μνήμη του, έκανε πολλά ιστορικά σφάλματα γράφοντας τα έργα του. Σ’ ένα από τα έργα του γράφει: «Για μένα βιβλιοθήκη είναι το κεφάλι μου. Μη έχοντας καθόλου χρήματα, δεν έχω βιβλία και επομένως δεν μπορώ να ονομάσω ακριβώς τον συγγραφέα». Σ’ ένα άλλο του έργο, αναφερόμενος στη μνήμη του, γράφει ότι «ο Θεός δεν έχει φανερώσει άλλον άνθρωπο, παλαιότερα ή τώρα, με μεγαλύτερη μνήμη απ’ αυτήν του Τζέτζη». Η επαφή του Τζέτζη με αρχαίους και βυζαντινούς συγγραφείς ήταν πραγματικά πολύ αξιόλογη. Γνώριζε πολλούς ποιητές, δραματικούς, ιστορικούς, ρήτορες, φιλοσόφους, γεωγράφους και φιλόλογους και κυρίως τον Λουκιανό. Τα έργα του, γραμμένα σε ύφος ρητορικό και φορτωμένα από μυθολογία και ιστορικά αποσπάσματα, είναι δύσκολα και μάλλον χωρίς ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. Ανάμεσα στα πολλά του έργα βρίσκουμε τη συλλογή των 107 επιστολών του, οι οποίες, παρά τα φιλολογικά τους σφάλματα, έχουν κάποιο ενδιαφέρον τόσο για τη βιογραφία του συγγραφέα τους όσο και για τη βιογραφία των προσώπων στα οποία απευθύνονται. Μια «Βίβλος ιστοριών», γραμμένη σε λαϊκό ύφος, σε στίχους δηλαδή που είναι γνωστοί ως «πολιτικοί», αποτελείται από 12.000 γραμμές και πλέον και είναι ένα ποιητικό έργο με ιστορικό και φιλολογικό χαρακτήρα. Επειδή ο συγγραφέας διαίρεσε το έργο, για ευκολότερη χρήση του, σε τμήματα από χίλιες γραμμές, ονομάζεται συνήθως «χιλιάδες». Οι ιστορίες ή οι χιλιάδες του Ιωάννη Τζέτζη περιγράφονται από τον Krumbacher σαν «τίποτε άλλο από ένα τεράστιο σχόλιο σε στίχους των επιστολών του, τις οποίες εξηγεί γράμμα προς γράμμα. Οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των επιστολών του και των ‘χιλιάδων’ είναι τόσο στενές ώστε το ένα πράγμα να μπορεί να θεωρηθεί σαν λεπτομερής δείκτης του άλλου». Το γεγονός αυτό και μόνο στερεί τις «χιλιάδες» από οποιαδήποτε μεγάλη φιλολογική σημασία. Ένας άλλος επιστήμονας, ο Vasilievsky, παρατηρεί ότι «οι ‘χιλιάδες’, από φιλολογική άποψη, είναι πλήρης ανοησία αν και μερικές φορές εξηγούν ό,τι έχει παραμείνει σκοτεινό στον πεζό λόγο», δηλαδή στις επιστολές του Τζέτζη. Ένα άλλο εκτενές έργο του Τζέτζη είναι οι Αλληγορίες του που αφιερώνονται στη σύζυγο του αυτοκράτορα Μανουήλ, τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Βέρθα-Ειρήνη, την οποία ο συγγραφέας ονομάζει «ομηρικότατη», δηλαδή τη μεγαλύτερη θαυμάστρια του Ομήρου. Αρχίζοντας τις Αλληγορίες του ο Τζέτζης λέει με έπαρση ότι θα κάνει τον Όμηρο προσιτό για όλους τους ανθρώπους που θα εισχωρήσουν στα αόρατα βάθη της σοφίας του. Το έργο αυτό, όπως λέει ο Vasilievsky, δεν στερείται μόνο καλού γούστου, αλλά και κοινής λογικής. Εκτός από τα έργα αυτά, ο Ιωάννης Τζέτζης άφησε μερικά συγγράμματα σχετικά με τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Αριστοφάνη, μερικά ποιήματα και μερικά άλλα έργα.
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, προκύπτει φυσικά το ερώτημα αν ο Ιωάννης Τζέτζης έχει καμιά σημασία για την πολιτιστική κίνηση του 12ου αιώνα. Έχοντας όμως κατά νου τον εξαιρετικό ζήλο με τον οποίον συνέλεγε το υλικό του, τα έργα του αποτελούν μια πλούσια πηγή αρχαιολογικών σημειώσεων που είναι σημαντικές για την κλασσική φιλολογία. Επιπλέον, η μέθοδος της εργασίας του συγγραφέα και η εκτενής επαφή του με την κλασσική φιλολογία, οδηγεί σε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα της φιλολογικής «αναγέννησης» της εποχής των Κομνηνών.

ΙΣΑΑΚ ΤΖΕΤΖΗΣ
Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ισαάκ Τζέτζης, που ασχολήθηκε με τη φιλολογία και τη μετρική, δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί. Στη φιλολογία όμως «οι αδελφοί Τζέτζη» αναφέρονται συχνά με τέτοιο τρόπο που νομίζει κανείς ότι και οι δύο είχαν την ίδια αξία. Στην πραγματικότητα, ο Ισαάκ Τζέτζης δεν διακρίθηκε για τίποτε και γι’ αυτό θα ήταν πιο σωστό να πάψουμε να αναφερόμαστε στους «αδελφούς Τζέτζη».

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της εποχής των τριών πρώτων Κομνηνών, και κυρίως του Ιωάννη και του Μανουήλ, είναι ο πολύ μορφωμένος ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος, όπως πολλές φορές αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του με ένα πνεύμα μιας μάλλον παρεξηγημένης ταπείνωσης. Τα διάφορα έργα του Προδρόμου παρέχουν πολύ υλικό για μελέτη στον φιλόλογο, τον φιλόσοφο, τον θεολόγο και τον ιστορικό. Αν και τα δημοσιευμένα έργα, που αποδίδονται στον Πρόδρομο, είναι πολυάριθμα, όμως διατηρείται ανάμεσα στα χειρόγραφα των διαφόρων βιβλιοθηκών της Δύσης και της Ανατολής αρκετό υλικό που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί. Προς το παρόν η προσωπικότητα του Προδρόμου δημιουργεί στους ιστορικούς πολλά ζητήματα, επειδή δεν έχει ξεκαθαριστεί σε ποιον πράγματι ανήκουν τα πολυάριθμα άεργα που αποδίδονται στον Πρόδρομο, με βάση τα χειρόγραφα. Μια ομάδα ειδικών αναγνωρίζει δυο συγγραφείς με το όνομα Πρόδρομος, μιας άλλη τρεις και μια τρίτη μόνον ένα. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί ακόμα και πιθανόν η λύση του θα είναι δυνατή μόνο αφού δημοσιευθεί όλη η φιλολογική κληρονομιά που σχετίζεται με το όνομα του Προδρόμου.
Η καλύτερη περίοδος της δράσης του Προδρόμου υπήρξε το πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ο θείος του, γνωστός με το μοναστικό του όνομα Ιωάννης, υπήρξε Μητροπολίτης Κιέβου (Ιωάννης Β') στη Ρωσία και, όπως αναφέρει το 1089 ένας Ρώσος χρονογράφος, ο Ιωάννης ήταν «ένας άνθρωπος που χρησιμοποιούσε με ικανότητα τα βιβλία, μορφωμένος, αλλά και ελεήμων για τους φτωχούς και τις χήρες». Ο Πρόδρομος πέθανε, κατά πάσα πιθανότητα, το 1150 περίπου.
Ο Πρόδρομος, όπως λέει ο Diehl, ανήκε σε μια ξεπεσμένη τάξη της πρωτεύουσας, στο φιλολογικό προλεταριάτο, που αποτελείτο από έξυπνους, καλλιεργημένους και διακεκριμένους ανθρώπους, που η ζωή με τη δριμύτητά της είχε ταπεινώσει. Έχοντας γνωριμίες στους κύκλους της αυλής και με την αυτοκρατορική οικογένεια, αλλά και με ανώτερους και ισχυρούς υπαλλήλους του κράτους, αυτοί οι φτωχοί συγγραφείς αγωνίζονταν με δυσκολία να αποκτήσουν προστάτες, των οποίων η γενναιοδωρία θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει τα βιοποριστικά. Όλη η ζωή του Προδρόμου πέρασε με μια προσπάθεια να βρει προστάτες, με ένα συνεχή αγώνα εναντίον της φτώχειας, της αρρώστιας και των γερατειών καθώς και με αιτήσεις για υποστήριξη. Γι’ αυτό και δεν φείδεται κολακειών και ταπεινών εκφράσεων, άσχετα με το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για υποστήριξη ή η κολακεία. Πρέπει όμως να εκτιμηθεί το γεγονός ότι ο Πρόδρομος έμεινε για πάντα σχεδόν πιστός σ’ ένα πρόσωπο, που ήταν η γυναικαδέλφη του Μανουήλ, Ειρήνη.
Η κατάσταση των ανθρώπων των γραμμάτων, σαν τον Πρόδρομο, ήταν μερικές φορές πολύ δύσκολη. Σ’ ένα ποίημα, π.χ., που αποδιδόταν στον Πρόδρομο, παρουσιάζεται ο συγγραφέας του να εκφράζει τη λύπη του γιατί δεν είναι τσαγκάρης ή ράφτης, βαφέας ή αρτοπώλης, εφόσον αυτοί έχουν κάτι να φάνε. Ο συγγραφέας όμως δέχεται από τον πρώτο που συναντά την ειρωνική απάντηση: «Φάγε τα συγγράμματά σου και συντηρήσου από αυτά, αγαπητέ! Μάσησε άπληστα τα γραπτά σου! Βγάλε τα εκκλησιαστικά σου ενδύματα και γίνου εργάτης!».
Πάρα πολλά έργα με διαφορετικό χαρακτήρα έχουν διασωθεί με το όνομα του Προδρόμου, ο οποίος ήταν μυθιστοριογράφος, αγιογράφος, ρήτορας, συγγραφέας επιστολών, ενός αστρολογικού ποιήματος, θρησκευτικών ποιημάτων, φιλοσοφικών έργων, σάτυρων και χιουμοριστικών έργων. Πολλά από τα έργα του αποτελούν συνθέσεις που έγιναν με την ευκαιρία νικών, γεννήσεων, θανάτων, γάμων κλπ. και είναι πολύ σπουδαία για τους υπαινιγμούς που κάνουν για τις προσωπικότητες και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, καθώς και για τις πληροφορίες που δίνουν σχετικά με τη ζωή των κατώτερων τάξεων της πρωτεύουσας. Ο Πρόδρομος υπέστη συχνά σοβαρές επικρίσεις από τους ειδικούς που τονίζουν τη «φτώχεια των θεμάτων» του και την «αηδιαστική εξωτερική μορφή των ποιημάτων του», λέγοντας ότι «η ποίηση δεν μπορεί να απαιτηθεί από συγγραφείς που γράφουν για να κερδίσουν το ψωμί τους». Η επίκριση όμως αυτή γίνεται με βάση τα χειρότερα και δυστυχώς πιο γνωστά του έργα, όπως είναι το μεγάλο στομφώδες ποιητικό του μυθιστόρημα «τα κατά Ροδάνθη και Δοσικλέα», το οποίο μερικοί χαρακτηρίζουν ως απελπιστικά μονότονο έργο που η ανάγνωσή του αποτελεί πραγματική δοκιμασία. Η γνώμη αυτή όμως δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως η τελευταία λέξη. Μια γενική επισκόπηση του έργου του, μαζί με τα πεζά έργα του, τους σατυρικούς διαλόγους, τους λίβελους και τα επιγράμματα (στα οποία ακολουθεί τα καλύτερα υποδείγματα της αρχαιότητας και κυρίως τον Λουκιανό) οδηγεί στην υπέρ του Πρόδρομου αναθεώρηση της γενικής κρίσης του φιλολογικού του έργου. Στα έργα αυτά υπάρχουν θαυμάσιες και λεπτές παρατηρήσεις για την πραγματικότητα της εποχής εκείνης, οι οποίες αναμφίβολα αποτελούν ενδιαφέρουσες πηγές για την κοινωνική ιστορία γενικά και για την ιστορία της φιλολογίας ειδικά. Ο Πρόδρομος αξίζει να τον προσέξουμε και για μια άλλη πολύ σπουδαία συμβολή του. Σε μερικά από τα έργα του, κυρίως στα χιουμοριστικά, εγκατέλειψε τη χρήση της τεχνικής κλασικής γλώσσας και χρησιμοποίησε την ομιλούμενη ελληνική του 12ου αιώνα, στην οποία άφησε πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια. Γι’ αυτό και πρέπει να τον ευγνωμονούμε. Οι καλύτεροι Βυζαντινολόγοι της εποχής μας αναγνωρίζουν ότι, παρά τις ελλείψεις που παρουσιάζει, ο Πρόδρομος ανήκει αναμφίβολα στα αξιοπαρατήρητα φαινόμενα της βυζαντινής φιλολογίας και είναι (όσο λίγοι Βυζαντινοί είναι) μια διακεκριμένη φιλολογική και ιστορική προσωπικότητα. [4]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΙΛΒΗΣ
Την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων έζησε κι ο Κωνσταντίνος Στιλβής, ένας ανθρωπιστής, για τον οποίον γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα. Μορφώθηκε πολύ καλά, έγινε διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα πήρε τον τίτλο του Διδασκάλου της Φιλολογίας. Είναι γνωστό ότι συνέθεσε 35 ποιήματα. Από αυτά, το πιο γνωστό είναι ένα σχετικό με τη μεγάλη φωτιά της Κωνσταντινούπολης (της 25ης Ιουλίου του 1197), ποίημα που αποτελεί και την πρώτη αναφορά αυτού του γεγονότος. Το ποίημα αποτελείται από 938 στίχους και δίνει πολλές πληροφορίες για την τοπογραφία, την κατασκευή και τις συνήθειες της πρωτεύουσας της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Σε άλλο του ποίημα, ο ίδιος συγγραφέας, περιγράφει μια άλλη φωτιά της Κωνσταντινούπολης που συνέβη το 1198. Τα έργα αυτού του συγγραφέα διατηρούνται σε πολλές βιβλιοθήκες της Ευρώπης κι η προσωπικότητά του ασφαλώς αξίζει να μελετηθεί περισσότερο.

ΧΡΟΝΙΚΟΓΡΑΦΟΙ
Την εποχή των Κομνηνών έχουμε επίσης αρκετούς εκπροσώπους του βυζαντινού χρονικού, οι οποίοι αρχίζουν τη διήγησή τους με τη Δημιουργία του κόσμου. Ο Γεώργιος Κεδρηνός, που έζησε την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού, διηγείται γεγονότα που φτάνουν στις αρχές της βασιλείας του Ισαάκιου Κομνηνού, το 1057. Η περιγραφή των γεγονότων μετά το 811 είναι σχεδόν απαράλλακτη με αυτήν του χρονογράφου του 11ου αιώνα Ιωάννη Σκυλίτση. Ο Ιωάννης Ζωναράς, κατά τον 12ο αιώνα, δεν έγραψε ένα συνηθισμένο ξερό χρονικό, αλλά ένα εγχειρίδιο παγκόσμιας ιστορίας, που προοριζόταν για την εκπλήρωση ανώτερων απαιτήσεων και το οποίο στηριζόταν σε αξιόπιστες πηγές. Ο Ζωναράς διηγείται τα γεγονότα μέχρι την ενθρόνιση του Ιωάννη Κομνηνού (1118). Το χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή, που γράφηκε το πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνα σε στίχους και το οποίο αφιερώθηκε στη γυναικαδέλφη του Μανουήλ, Ειρήνη, περιγράφει τα γεγονότα μέχρι την εποχή της ενθρόνισης του Αλέξιου Κομνηνού (1081). Στις αρχές του περασμένου αιώνα δημοσιεύθηκε μια συνέχεια του χρονικού του Μανασσή που περιέχει 79 στίχους καλύπτοντας σύντομα την περίοδο από τον Ιωάννη Κομνηνό μέχρι τον Βαλδουίνο, τον πρώτο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Το μισό σχεδόν από το έργο του ασχολείται με τον Ανδρόνικο. Ο Μανασσής έγραψε επίσης ένα ιαμβικό ποίημα με τον πιθανόν τίτλο «Οδοιπορικό», που ασχολείται με σύγχρονά του γεγονότα και που δημοσιεύτηκε το 1904. Τελικά ο Μιχαήλ Γλυκάς έγραψε τον 12ο αιώνα ένα Διεθνές χρονικό για τα γεγονότα μέχρι το θάνατο του Αλέξιου Κομνηνού (1118).

ΤΕΧΝΗ
Όσον αφορά τη βυζαντινή τέχνη, η εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων ήταν συνέχεια του Β' Χρυσού Αιώνα, που την αρχή του πολλοί επιστήμονες τοποθετούν στα μέσα του 9ου αιώνα, στην άνοδο δηλαδή στο θρόνο της Μακεδονικής δυναστείας. Φυσικά η ταραχώδης περίοδος του 11ου αιώνα (λίγο πριν την άνοδο στην εξουσία της δυναστείας των Κομνηνών) διέκοψε για μικρό χρονικό διάστημα τη λαμπρότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Με τη νέα όμως δυναστεία των Κομνηνών το Βυζάντιο κέρδισε και πάλι ένα μέρος της παλιάς του δόξας κι ευημερίας και η βυζαντινή τέχνη φαινόταν ικανή να συνεχίσει τη λαμπρή παράδοση της εποχής των Μακεδόνων. Ένα είδος όμως φορμαλισμού και ακινησίας χαρακτηρίζει την εποχή των Κομνηνών. «Τον 11ο αιώνα παρατηρούμε ήδη την παρακμή στα αισθήματα έναντι της αρχαιότητας. Η φυσική ελευθερία δίνει τη θέση της στον φορμαλισμό, η θεολογική σκοπιμότητα γίνεται πιο έκδηλη ο σκοπός για τον οποίον δημιουργείται ένα έργο» (Dalton). Σ’ ένα άλλο βιβλίο ο Dalton λέει ότι «οι πηγές της προόδου ξεράθηκαν, ενώ δεν υπήρχε πια καμιά δύναμη οργανικής ανάπτυξης... Καθώς η περίοδος των Κομνηνών προχωρούσε, η θεία τέχνη έγινε ένα είδος τυπικού, το οποίο απομνημονευόταν και εκτελείτο υπό την ασυνείδητη σχεδόν καθοδήγηση των ειδικών. Η τέχνη δε διέθετε πλέον φλόγα ή ζέση και κινείτο ασυναίσθητα προς τον φορμαλισμό».
Αυτό όμως δεν θα πει ότι η βυζαντινή τέχνη, την εποχή των Κομνηνών, βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής. Ειδικά στον τομέα της αρχιτεκτονικής εμφανίστηκαν πολλά αξιόλογα μνημεία.
Στην Κωνσταντινούπολη κτίστηκε το ανάκτορο των Βλαχερνών και οι Κομνηνοί άφησαν την παλιά αυτοκρατορική κατοικία (το Μεγάλο Παλάτι) κι εγκαταστάθηκαν σε νέο ανάκτορο, στην άκρη του Κεράτιου κόλπου. Η νέα κατοικία του αυτοκράτορα δεν υστερούσε καθόλου από το Μεγάλο Παλάτι και οι συγγραφείς της εποχής εκείνης την περιέγραφαν με ενθουσιασμό. Το Μεγάλο Παλάτι, που εγκαταλείφθηκε, παράκμασε και τον 15ο αιώνα ήταν ένα απλό ερείπιο που καταστράφηκε τελείως από τους Τούρκους.
Το όνομα των Κομνηνών συνδέεται και με την κατασκευή ή ανασυγκρότηση αρκετών εκκλησιών. Τέτοιες εκκλησίες είναι ο Παντοκράτορας, όπου θάφτηκε ο Ιωάννης Β' και ο Μανουήλ Α' και όπου αργότερα τον 15ο αιώνα επρόκειτο να θαφτούν οι αυτοκράτορες Μανουήλ Β' και Ιωάννης Η' Παλαιολόγος. Η περίφημη εκκλησία της χώρας (Qahrieh Jami) ανασυγκροτήθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. Γενικά, εκκλησίες χτίζονταν όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και στις επαρχίες. Στη Δύση εγκαινιάστηκε επίσημα, στη Βενετία, το 1095, ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μάρκου, του οποίου το σχέδιο αναπαριστά την εκκλησία των Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, παρουσιάζοντας με τα μωσαϊκά της την επιρροή του Βυζαντίου. Στη Σικελία πολλά κτίρια και μωσαϊκά που παρουσιάζουν τα καλύτερα επιτεύγματα της βυζαντινής τέχνης, ανήκουν στον 12ο αιώνα. Στην Ανατολή τα μωσαϊκά της εκκλησίας της Γέννησης στη Βηθλεέμ, αποτελούν σπουδαία υπολείμματα μιας διακόσμησης που έγινε από Χριστιανούς καλλιτέχνες της Ανατολής, για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, το 1169.
Έτσι τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση «η επιρροή της βυζαντινής τέχνης παρέμεινε ισχυρή κατά τον 12ο αιώνα, και εκεί ακόμα που δεν θα το περίμενε κανείς, δηλαδή ανάμεσα στους Νορμανδούς της Σικελίας και τους Λατίνους της Συρίας» (Diehl).
Πολύ σπουδαίες τοιχογραφίες του 11ου και του 12ου αιώνα ανακαλύφθηκαν στην Καππαδοκία και τη Νότια Ιταλία, καθώς και στη Ρωσία, στο Κίεβο, το Chernigov και το Novgorod.
Πολλά δείγματα της τέχνης της εποχής αυτής βρίσκει κανείς σε ελεφάντινα γλυπτά, στην αγγειοπλαστική, στην επεξεργασία του μετάλλου, στις σφραγίδες και σε χαραγμένους πολύτιμους λίθους.
Παρά την καλλιτεχνική όμως δημιουργία της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων, η πρώτη περίοδος του Β' Χρυσού Αιώνα, που συμπίπτει με τη δυναστεία των Μακεδόνων, υπήρξε πιο λαμπρή και πιο δημιουργική. Συνεπώς δεν μπορεί να συμφωνήσει κανείς με την άποψη του Duthuit (ενός Γάλλου συγγραφέα), που ισχυρίζεται ότι η δημιουργική δύναμη του Βυζαντίου και της χριστιανικής Ανατολής έφτασε στο απόγειό της, κατά τον 12ο αιώνα.
Η βυζαντινή αναγέννηση του 12ου αιώνα είναι σπουδαία και ενδιαφέρουσα μόνο σαν αναπόσπαστο τμήμα της γενικής ευρωπαϊκής αναγέννησης του 12ου αιώνα, η οποία έχει τόσο ωραία περιγραφεί και ερμηνευτεί από τον Haskins στο βιβλίο του «Η Αναγέννηση του δωδέκατου αιώνα». Στις δύο πρώτες γραμμές του προλόγου του λέει ότι «ο τίτλος αυτού του βιβλίου θα φανεί σε πολλούς ότι περιέχει μια αντίθεση. Μια αναγέννηση κατά τον 12ο αιώνα!». Αλλά δεν υπάρχει καμιά αντίθεση. Τον 12ο αιώνα η Δυτική Ευρώπη γνώρισε την αναζωογόνηση των Λατίνων κλασικών, της λατινικής γλώσσας, του λατινικού πεζού λόγου και στίχου, του δικαίου και της φιλοσοφίας και των ιστορικών έργων. Ο αιώνας αυτός υπήρξε η εποχή των μεταφράσεων από τα ελληνικά και τα αραβικά, καθώς και της πρώτης δημιουργίας των Πανεπιστημίων. Και ο Haskins έχει απόλυτο δίκαιο όταν λέει ότι «δεν έχει γίνει πάντοτε αντιληπτό όσο πρέπει ότι υπήρχε και μια αξιόλογη άμεση επαφή με τις ελληνικές πηγές, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ανατολή και ότι οι μεταφράσεις που έγιναν απευθείας από τα ελληνικά πρωτότυπα υπήρξαν ένα σπουδαίο, άμεσο και πιστό μέσο για τη μετάδοση της γνώσης των αρχαίων». Τον 12ο αιώνα οι άμεσες σχέσεις μεταξύ της Ιταλίας και του Βυζαντίου, και κυρίως της Κωνσταντινούπολης, ήταν πιο εκτεταμένες και πιο συχνές απ’ όσο μπορεί κανείς να διαπιστώσει με την πρώτη ματιά. Λόγω των σχεδίων των Κομνηνών να πλησιάσουν πιο πολύ στη Ρώμη, έγιναν πολλές συζητήσεις στη Κωνσταντινούπολη (πολύ συχνά μπροστά στους αυτοκράτορες) με συμμετοχή μορφωμένων μελών της Καθολικής Εκκλησίας, που έρχονταν στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου με σκοπό τον συμβιβασμό των δύο Εκκλησιών. Οι συζητήσεις αυτές συνέβαλαν πολύ στη μεταβίβαση της ελληνικής γνώσης στη Δύση. Επιπλέον οι εμπορικές σχέσεις των ιταλικών εμπορικών Δημοκρατιών με το Βυζάντιο, καθώς και τα χρήματα της Κωνσταντινούπολης που ανήκαν στους Ενετούς και τους κατοίκους της Πίζας, οδήγησαν στην πρωτεύουσα αρκετούς Ιταλούς λόγιους που έμαθαν ελληνικά και μετέφεραν ένα ποσοστό της ελληνικής γνώσης στη Δύση. Την εποχή κυρίως του Μανουήλ Κομνηνού παρατηρείται στην Κωνσταντινούπολη μια σταθερή εμφάνιση αποστολών του Πάπα, του αυτοκράτορα, των Γάλλων, των κατοίκων της Πίζας και άλλων, καθώς και μια συνεχής και διαδοχική μετάβαση Ελλήνων πρεσβευτών στη Δύση, που θυμίζει τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αιώνα.
Έχοντας υπόψη όλη αυτή τη δράση, το συμπέρασμα είναι ότι η μορφωτική κίνηση της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων αποτελεί μια από τις λαμπρές σελίδες της ιστορίας του Βυζαντίου. Σε παλαιότερες εποχές το Βυζάντιο δεν παρουσίασε τέτοια αναβίωση και η αναβίωση του 12ου αιώνα γίνεται πιο σημαντική όταν συγκριθεί με την αναγέννηση που παρουσιάστηκε, συγχρόνως στη Δύση. Ο 12ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ασφαλώς ως η εποχή της πρώτης ελληνικής Αναγέννησης της βυζαντινής ιστορίας.

Υποσημειώσεις:
[1] Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η Άννα Κομνηνή ήταν γνωστή κυρίως από την εμφάνιση του ονόματός της στο έργο του Sir Walter Scott «Count Robert of Paris». Έχει όμως τόσο μεταμορφωθεί ώστε είναι αγνώριστη. Σε μια απ’ τις σκηνές του μυθιστορήματος (κεφ. IV) η Άννα διαβάζει ένα απόσπασμα από την ιστορία της το οποίο δεν υπάρχει στην «Αλεξιάδα».
[2] Η λέξη προέρχεται από το αραβικό άρθρο «αλ» και την ελληνική λέξη «μεγίστη» και είναι ο τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστή στην Ευρώπη, σε αραβική μετάφραση, η «Μεγάλη μαθηματική σύνταξη της Αστρονομίας» του Κλαύδιου Πτολεμαίου.
[3] Οι αρχαίες Κολοσσές. Η πόλη αυτή καταστράφηκε από σεισμό το 60 μ.Χ.
[4] Πρέπει να θυμηθούμε ότι πολλά έργα που φέρουν το όνομα του Προδρόμου δεν ανήκουν σ’ αυτόν, αλλά γράφηκαν από όσους ανήκαν στον φιλολογικό κύκλο του.

24/6/11

Εσωτερικές υποθέσεις των Κομνηνών και των Αγγέλων [41]

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Η εκκλησιαστική ζωή του Βυζαντίου την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων είναι σημαντική για δύο κυρίως λόγους: α) για τις εσωτερικές εκκλησιαστικές σχέσεις, με επίκεντρο τις προσπάθειες επίλυσης ορισμένων θρησκευτικών προβλημάτων και αμφιβολιών που τάραζαν την κοινωνία του Βυζαντίου, ενώ ήταν και πολύ ενδιαφέροντα την εποχή αυτή και β) για τις σχέσεις της Ανατολικής προς τη Δυτική εκκλησία, δηλαδή του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης προς τον Πάπα.
Στις σχέσεις τους με την εκκλησία οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών και των Αγγέλων υιοθέτησαν σταθερά τον καισαροπαπισμό, που ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βυζαντίου. Σε μια μετάφραση της «Ιστορίας» του Νικήτα Χωνιάτη, ο Ισαάκιος Άγγελος φαίνεται να λέει τα εξής: «Στη γη δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της εξουσίας του Θεού και του αυτοκράτορα. Οι βασιλείς έχουν το δικαίωμα να κάνουν τα πάντα και μπορούν να χρησιμοποιούν μαζί με αυτό που τους ανήκει, χωρίς διάκριση, κι εκείνο που ανήκει στον Θεό, γιατί έχουν λάβει την αυτοκρατορική εξουσία από τον Θεό. Μεταξύ Θεού και αυτοκράτορα δεν υπάρχει διαφορά». Ο ίδιος συγγραφέας μιλώντας για την εκκλησιαστική πολιτική του Μανουήλ Κομνηνού παρουσιάζει ως γενική πεποίθηση των αυτοκρατόρων το ότι ήταν «αλάνθαστοι κριτές των θείων και ανθρώπινων πραγμάτων». Η γνώμη αυτή υποστηρίχθηκε το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα, απ’ τον κλήρο. Ο Έλληνας κοινωνιολόγος και σχολιαστής του Νομοκανόνα (που κακώς αποδίδεται στον Φώτιο), Πατριάρχης Αντιόχειας Θεόδωρος Βαλσαμώνας, που έζησε την εποχή του τελευταίου Κομνηνού και του πρώτου Αγγέλου, γράφει τα εξής: «Ως οι βασιλείς κι οι Πατριάρχες μεγαλύνονται μεν και με διδασκαλικά αξιώματα δια την του αγίου χρίσματος δύναμιν. Εντεύθεν γαρ οι πιστοί δεσπότες και αυτοκράτορες κατηχητικά μιλούν στον χριστεπώνυμο λαό και θυμιάζουν ως ιερείς». Η δόξα τους είναι όμοια με αυτήν του ηλίου, επειδή με τη λαμπρότητα της ορθοδοξίας τους φωτίζουν τον κόσμο από τη μια άκρη ως την άλλη. Η δύναμη και η δράση των αυτοκρατόρων επεκτείνεται στο σώμα και στη ψυχή (των ανθρώπων), ενώ η δύναμη και η δράση του Πατριάρχη περιορίζεται μόνο στην ψυχή. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι: «ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται ούτε στους Νόμους ούτε στους Κανόνες».
Η εκκλησιαστική ζωή, την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, έδινε τη δυνατότητα στους αυτοκράτορες να ασκούν σε μεγάλη έκταση τις καιροσκοπικές τους ιδέες: αφενός μεν οι πολυάριθμες «αιρέσεις» και τα «εσφαλμένα δόγματα» τάραζαν τα πνεύματα των ανθρώπων, αφετέρου οι απειλές των Τούρκων και των Πατσινάκων, καθώς και οι νέες σχέσεις (λόγω των Σταυροφοριών) Ανατολής και Δύσης άρχισαν να απειλούν την υπόσταση του Βυζαντίου ως ανεξάρτητου κράτους και ανάγκασαν τους αυτοκράτορες να αντιμετωπίζουν σοβαρά το πρόβλημα της ένωσης με την Καθολική Εκκλησία, η οποία μέσω του Πάπα θα μπορούσε να εμποδίσει τον πολιτικό κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Ανατολή από τη Δύση.
Σχετικά με τη θρησκεία, οι δύο πρώτοι Κομνηνοί υπήρξαν γενικά υπερασπιστές της Ανατολικής Ορθόδοξης πίστης και εκκλησίας, αν και, υπό την πίεση των πολιτικών γεγονότων, έκαναν μερικές παραχωρήσεις υπέρ της Καθολικής εκκλησίας.
Η κόρη του Αλέξιου Κομνηνού, κάτω από την επιρροή της δράσης του πατέρα της, τον αποκαλεί, ασφαλώς με υπερβολή, στην «Αλεξιάδα», «δέκατο τρίτο απόστολο». Αν και ο τίτλος αυτός ανήκει στον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο Αλέξιος Κομνηνός πρέπει «να τοποθετηθεί κοντά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ή, αν υπάρχει αντίρρηση, μετά τον Κωνσταντίνο». Ο τρίτος Κομνηνός, Μανουήλ, ζημίωσε πολύ τα συμφέροντα της Ανατολικής Εκκλησίας για χάρη της απατηλής δυτικής πολιτικής του.
Στην εσωτερική εκκλησιαστική ζωή της αυτοκρατορίας, η κύρια προσοχή των αυτοκρατόρων στράφηκε στον αγώνα κατά των δογματικών σφαλμάτων και των αιρετικών κινήσεων της εποχής τους. Μια έκφανση όμως της ζωής της εκκλησίας, δηλαδή η εκτεταμένη αύξηση της ιδιοκτησίας της εκκλησίας και των μοναστηριών, ανησυχούσε τους αυτοκράτορες, που κατά καιρούς έπαιρναν μερικά περιοριστικά μέτρα.
Για να εξασφαλίσει χρήματα για την άμυνα του κράτους και την αποζημίωση των υποστηρικτών του, ο Αλέξιος κατάσχεσε μερικά μοναστηριακά κτήματα και έκανε χρήματα από αρκετά εκκλησιαστικά σκεύη. Για να μετριάσει τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε το μέτρο αυτό, επέστρεψε στις εκκλησίες ένα ποσό που αντιπροσώπευε την αξία των σκευών, ενώ συγχρόνως προέβη σε μια αυτοκριτική για την πράξη του, την οποία καταδικάζει σε μια από τις «Νεαρές» του. Ο Μανουήλ αποκατέστησε τη «Νεαρά» του Νικηφόρου Φωκά που ακυρώθηκε (964) και περιόρισε και πάλι την επέκταση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Αργότερα όμως αναγκάστηκε όσο μπορούσε να μετριάσει, με άλλες «Νεαρές», τις συνέπειες αυτού του Διατάγματος.
Η αταξία και η ηθική παρακμή του κλήρου ανησυχούσε και τον Αλέξιο Κομνηνό, ο οποίος σε μια από τις «Νεαρές» του αναφέρει ότι «η χριστιανική πίστη κινδυνεύει, επειδή ο κλήρος χειροτερεύει κάθε μέρα». Ο Αλέξιος στη συνέχεια έκανε μερικά σχέδια για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που θα εξύψωναν το ηθικό επίπεδο του κλήρου με την προσαρμογή της ζωής του στους κανόνες της εκκλησίας, με τη μόρφωσή του, με την ανάπτυξη της πνευματικής δράσης κλπ. Δυστυχώς όμως, λόγω της γενικής κατάστασης της εποχής αυτής, ο αυτοκράτορας δεν μπόρεσε να συνεχίσει πάντοτε την καλή αρχή που έκανε.
Αν και μερικές φορές οι Κομνηνοί είχαν κηρυχθεί κατά της επέκτασης της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας, υπήρξαν συχνά ιδρυτές και προστάτες μοναστηριών.
Την εποχή του Αλέξιου, ο Άθως ανακηρύχθηκε από τον αυτοκράτορα για πάντα ελεύθερος από φόρους ή άλλες ενοχλήσεις: «Οι κρατικοί υπάλληλοι δεν είχαν καμιά σχέση με το Άγιο Όρος» (Uspensky). Όπως και πριν, ο Άθως δεν εξαρτιόταν από κανέναν Επίσκοπο. Ο Πρώτος, δηλαδή ο πρόεδρος του συμβουλίου των ηγουμένων των μοναστηριών του Άθω, οριζόταν από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, από τον οποίον εξαρτιόταν άμεσα ο Άθως. Την εποχή του Μανουήλ, οι Ρώσοι που ζούσαν στον Άθω, κατέχοντας εκεί ένα μικρό μοναστήρι, απέκτησαν τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα, η οποία είναι και σήμερα ακόμα πολύ γνωστή.
Ο Αλέξιος Κομνηνός υποστήριξε επίσης τον Χριστόδουλο να ιδρύσει στην Πάτμο, όπου ο απόστολος Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη, ένα μοναστήρι στο όνομα του αποστόλου, το οποίο διασώζεται μέχρι σήμερα. Το σχετικό με την υπόθεση αυτή χρυσόβουλο, αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας δίνει στον Χριστόδουλο την Πάτμο ως ιδιοκτησία του, απαλλαγμένη από κάθε φόρο, ενώ συγχρόνως απαγορεύει στους κρατικούς υπαλλήλους να εμφανίζονται στο νησί. Για τη ζωή του μοναστηριού καθιερώθηκαν οι πιο αυστηροί κανόνες και όπως παρατηρεί ο Chalandon, «η Πάτμος έγινε μια μικρή και σχεδόν ανεξάρτητη Δημοκρατία, όπου μόνο οι μοναχοί μπορούσαν να ζουν».
Οι επιδρομές των Σελτζούκων κατά των νησιών του Αρχιπελάγους ανάγκασαν τον Χριστόδουλο και τους μοναχούς να εγκαταλείψουν την Πάτμο και να καταφύγουν στην Εύβοια, όπου ο Χριστόδουλος πέθανε στα τέλη του 11ου αιώνα. Οι μεταρρυθμίσεις του δεν επικράτησαν και η προσπάθειά του στην Πάτμο απέτυχε πλήρως.
Ο Ιωάννης Κομνηνός έκτισε στην Κωνσταντινούπολη τη Μονή του Παντοκράτορα και δημιούργησε εκεί ένα καλά οργανωμένο Νοσοκομείο για τους φτωχούς, με 50 κρεβάτια. Ο εσωτερικός κανονισμός του Νοσοκομείου περιγράφεται λεπτομερώς στο σχετικό «Τυπικό» που εξέδωσε ο αυτοκράτορας και που αποτελεί ίσως το πιο ζωντανό παράδειγμα «που έχει διασώσει η ιστορία, σε σχέση με τις ανθρωπιστικές ιδέες της κοινωνίας του Βυζαντίου» (Uspensky).
Η πνευματική ζωή της εποχής των Κομνηνών διακρίνεται για την έντονη δράση της. Μερικοί ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο αυτή «εποχή της ελληνικής αναγέννησης» και είναι καρπός της εργασίας εκλεκτών ανθρώπων, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός. Η πνευματική αναζωογόνηση εκδηλώθηκε την εποχή των Κομνηνών, με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας διαφόρων αιρετικών δογμάτων και δογματικών πλανών, με τα οποία οι αυτοκράτορες, σαν προστάτες της Ορθόδοξης πίστης, θα έρχονταν σε αντίθεση. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται από το «Συνοδικό», δηλαδή τον πίνακα των αιρετικών ονομάτων και των αντι-εκκλησιαστικών δογμάτων, που διαβάζεται ακόμα κάθε χρόνο τη πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολλά ονόματα και δόγματα που περιέχονται στο «Συνοδικό» προέρχονται από την εποχή του Αλέξιου και του Μανουήλ Κομνηνού.

ΠΑΥΛΙΚΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΒΟΓΟΜΙΛΟΙ
Οι δραστηριότητες του Αλέξιου στράφηκε κυρίως εναντίον των Παυλικιανών και των Βογομίλων, που είχαν εγκατασταθεί για αρκετό διάστημα στα Βαλκάνια και κυρίως στην περιοχή της Φιλιππούπολης. Ούτε όμως ο διωγμός, ούτε οι ταραχές, ούτε το κάψιμο του αρχηγού των Βογομίλων μοναχού Βασιλείου, μπορούσαν να ξεριζώσουν τα δόγματά τους, τα οποία, παρά τη μικρή τους διάδοση στο Βυζάντιο, δεν έπαυαν να υπάρχουν. Τότε ο Αλέξιος κατέφυγε στο μοναχό Ευθύμιο Ζιγαβηνό, έναν ικανό και πολύ μορφωμένο άνθρωπο που είχε σχολιάσει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης και τις επιστολές του αποστόλου Παύλου και του ζήτησε να εκθέσει όλα τα δόγματα των αιρέσεων που υπήρχαν και κυρίως το δόγμα των Βογομίλων και να τα ανασκευάσει με βάση τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την επιθυμία του αυτοκράτορα, ο Ζιγαβηνός έγραψε τη «Δογματική Πανοπλία», που περιέχει όλες τις επιστημονικές αποδείξεις και προορίζεται για την ανασκευή όλων των επιχειρημάτων των αιρετικών, και τη χρησιμοποίησή της ως εγχειριδίου στον αγώνα κατά των δογματικών πλανών. Παρόλα αυτά όμως, την εποχή του Μανουήλ παρουσιάστηκε η περίπτωση του μοναχού Νίφωνα, που δίδασκε το δόγμα των Βογομίλων.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΤΑΛΟΣ
Ανάμεσα στα άλλα γεγονότα της πνευματικής ζωής του Βυζαντίου της εποχής του Αλέξιου Κομνηνού συγκαταλέγεται κι η περίπτωση του φιλόσοφου Ιωάννη Ιταλού, μαθητή του Μιχαήλ Ψελλού, που κατηγορήθηκε ότι δίδασκε «στους ακροατές του τις διεστραμμένες θεωρίες και τα αιρετικά δόγματα που είχαν καταδικαστεί από την Εκκλησία και που ήταν αντίθετα με τις Γραφές και την παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας» (Uspensky).
Το επίσημο έγγραφο της καταδίκης του Ιωάννη Ιταλού δημοσιεύτηκε κι εξηγήθηκε απ’ το Ρώσο Uspensky, που παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα σελίδα της πνευματικής ζωής της εποχής του πρώτου Κομνηνού. Στη Σύνοδο που εξέτασε την περίπτωση του Ιταλού, κρίθηκε όχι μόνο αιρετικός, που δίδασκε ένα επικίνδυνο δόγμα για την Εκκλησία, αλλά και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου που δίδασκε ώριμα άτομα, επηρεασμένος από τις ιδέες του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και άλλων φιλοσόφων. Μερικοί από τους μαθητές του κλήθηκαν στη δίκη του Ιταλού, τον οποίον τελικά η Σύνοδος κήρυξε αιρετικό λόγω των αποπλανητικών του ιδεών. Ο Πατριάρχης έγινε οπαδός του δόγματος του Ιταλού, πράγμα που σκανδάλισε τόσο την Εκκλησία όσο και το λαό. Μετά από διαταγή του αυτοκράτορα, καταρτίστηκε ένας πίνακας με τις πλάνες του Ιταλού, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και η διδασκαλία του αναθεματίστηκαν.
Επειδή δεν έχουν δημοσιευθεί όλα τα έργα του Ιταλού, δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια συγκεκριμένη γνώμη για τον άνθρωπο και τη διδασκαλία του και γι’ αυτό οι ιστορικοί διαφωνούν για το θέμα αυτό. Ενώ, όπως λέει ο Uspensky, «η ελευθερία της φιλοσοφικής σκέψης περιοριζόταν από την ανώτατη αυθεντία των Γραφών και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας», ο Ιταλός, σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, «θεωρούσε δυνατή, σε μερικά ζητήματα, την επικράτηση της φιλοσοφίας πάνω στα δόγματα της Εκκλησίας» (Bezobrazev), «ξεχώριζε τον θεολογικό από τον φιλοσοφικό τομέα, και δεχόταν τη δυνατότητα επικράτησης ανεξάρτητων απόψεων στον ένα ή τον άλλο τομέα» (Bryanzev). Τελικά, ο Marr αναφέρεται στη περίπτωση του Ιταλού και θέτει «το πολύ σπουδαίο ερώτημα, αν αυτοί που προκάλεσαν τη δίκη του Ιταλού, βρίσκονταν στο ίδιο με αυτόν πνευματικό επίπεδο, που απαιτούσε τον διαχωρισμό της φιλοσοφίας από τη θεολογία και αν, αφού καταδικάστηκε ο λόγιος επειδή παρεισέδυσε στη θεολογία, απέκτησε την ελευθερία της γνήσιας φιλοσοφικής θεώρησης των πραγμάτων».
Η απάντηση φυσικά είναι αρνητική: την εποχή αυτή μια ελευθερία αυτού του είδους ήταν αδύνατη. Ο Ιταλός όμως δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί μόνο σαν θεολόγος. «Ήταν ένας φιλόσοφος που κατηγορήθηκε, επειδή το φιλοσοφικό του σύστημα δεν ανταποκρινόταν στο δόγμα της Εκκλησίας» (Chalandon) και όπως τονίζει ο πιο σύγχρονος ερευνητής της θρησκευτικής ζωής της εποχής των Κομνηνών (Οικονόμος), ο Ιταλός, όπως φαίνεται καθαρά από όλες τις σχετικές πληροφορίες, ανήκε στη Νεοπλατωνική σχολή.
Όλη η ασυμφωνία και η διαφορά των απόψεων δείχνει πόσο ενδιαφέρον είναι το πρόβλημα του Ιωάννη Ιταλού για τη πολιτιστική ιστορία του Βυζαντίου, του τέλους του 11ου αιώνα.
Αυτό όμως δεν είναι το παν. Η προσοχή έχει στραφεί και προς τα δόγματα που εμφανίστηκαν, την εποχή του Ιωάννη Ιταλού, στη Δυτική ευρωπαϊκή φιλοσοφία και που μοιάζουν με τα δόγματα του Ιωάννη. Μια τέτοια ομοιότητα υπάρχει στο δόγμα του περίφημου Γάλλου λόγιου και καθηγητή του πρώτου ήμισυ του 12ου αιώνα Αβέλαρδου, του οποίου η αυτοβιογραφία «Historia Calamitatum» διαβάζεται ακόμα με πολύ ενδιαφέρον.
Έχοντας υπόψη το πολύπλοκο και ανεπαρκώς μελετημένο πρόβλημα της αμοιβαίας επιρροής που υπέστησαν την εποχή αυτή η Ανατολή και η Δύση, θα ήταν πολύ πρόχειρη η γνώμη ότι ο δυτικός ευρωπαϊκός σχολαστικισμός εξαρτιόταν από αυτόν του Βυζαντίου. Πάντως μπορεί να λεχθεί ότι «ο κύκλος των ιδεών μέσα στον οποίο κινείτο η ευρωπαϊκή, από τον ενδέκατο μέχρι το δέκατο τρίτο αιώνα υπήρξε όμοιος με εκείνον που βρίσκουμε στο Βυζάντιο» (Uspensky).

Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σε σχέση με τις εξωτερικές εκκλησιαστικές υποθέσεις η εποχή των πρώτων Κομνηνών ήταν μια περίοδος δραστήριων επαφών με τους Πάπες και τη Δυτική Εκκλησία. Κύρια αιτία αυτών των σχέσεων, όπως φαίνεται από την έκκληση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' προς τον Πάπα Γρηγόριο Ζ', ήταν ο κίνδυνος από την πλευρά των Τούρκων και των Πατσινάκων που απειλούσε το Βυζάντιο. Ο κίνδυνος αυτός ανάγκασε τους αυτοκράτορες να ζητήσουν βοήθεια από τη Δύση, και σαν αντάλλαγμα πρόσφεραν ακόμα και την ένωση των Εκκλησιών. Συνεπώς, η τάση των Κομνηνών να πετύχουν την ένωση με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία εξηγείται με βάση καθαρά πολιτικά αίτια.
Στη διάρκεια των πιο κρίσιμων ετών ο Αλέξιος Κομνηνός εκδήλωσε τις συμβιβαστικές του διαθέσεις στον Πάπα Ουρβανό Β' κι υποσχέθηκε να συγκαλέσει στην πρωτεύουσα μια Σύνοδο που θα συζητούσε το ζήτημα με τα άζυμα καθώς και άλλα θέματα που χώριζαν τις δύο εκκλησίες. Το 1089 έγινε στη Κωνσταντινούπολη μια Σύνοδος των Ελλήνων Επισκόπων με πρόεδρο τον Αλέξιο Α', όπου συζητήθηκε η πρόταση του Ουρβανού Β' για την επαναφορά του ονόματός του στα δίπτυχα και τη μνημόνευσή του στη διάρκεια των ακολουθιών. Η πρόταση αυτή του Πάπα, υπό την πίεση του αυτοκράτορα, έγινε δεκτή. Στην εποχή αυτή ανήκει ίσως το σχετικό με τις πλάνες των Λατίνων έργο του Αρχιεπισκόπου της Βουλγαρίας Θεοφύλακτου, στο οποίο ο Vasilievsky διαβλέπει «σημεία των καιρών».
Το κύριο θέμα του έργου του Θεοφύλακτου είναι πολύ σπουδαίο. Ο συγγραφέας δε δέχεται τη γενική άποψη περί οριστικού σχίσματος των Εκκλησιών, δε θεωρεί τις πλάνες των Λατίνων και τόσο πολλές που να δικαιολογούν ένα αναπόφευκτο σχίσμα και εκδηλώνεται κατά της θεολογικής αδιαλλαξίας και υπεροψίας που επικρατούσε ανάμεσα στους μορφωμένους της εποχής του. Με μια λέξη ο Θεοφύλακτος ήταν, σε πολλά σημεία, έτοιμος για υποχωρήσεις. Στο ζήτημα όμως του Συμβόλου της Πίστης δε χωρούσε συμβιβασμούς. Δηλαδή, η υιοθέτηση του filioque από τη μεριά της Ανατολής ήταν αδύνατη.
Η κρίσιμη όμως κατάσταση της αυτοκρατορίας, καθώς και μερικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη Ρώμη ο Πάπας Ουρβανός Β', εμπόδισαν τη σύγκλιση αυτής της Συνόδου. Η Α' Σταυροφορία, που έλαβε χώρα λίγα χρόνια αργότερα, καθώς και η εχθρότητα και η δυσπιστία που δημιουργήθηκε μεταξύ των Βυζαντινών και των Σταυροφόρων, δεν συντελούσαν στην αμοιβαία κατανόηση των Εκκλησιών. Την εποχή του Ιωάννη Κομνηνού έγιναν συνεννοήσεις για την ένωση των Εκκλησιών μεταξύ του αυτοκράτορα και των Παπών Καλίξτου Β' και Ονώριου Β' και διασώθηκαν δυο επιστολές που στάλθηκαν από τον Ιωάννη προς τους Πάπες αυτούς. Απεσταλμένοι του Πάπα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη με πλήρη εξουσιοδότηση για τη διαχείριση του ζητήματος, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτα το θετικό. Συγχρόνως, μερικοί μορφωμένοι Λατίνοι, από τη Δύση, πήραν μέρος σε διάφορες θεολογικές συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη. Ο Γερμανός Άνσελμος, Επίσκοπος Havelberg, έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή της συζήτησης που έγινε μπροστά στον Ιωάννη Κομνηνό, το 1136, στην οποία παρευρίσκονταν αρκετοί Λατίνοι, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονταν τρεις σοφοί άνθρωποι που χειρίζονταν καλά και τις δυο γλώσσες, ο Ιάκωβος από τη Βενετία, ο Βουργούνδιος από την Πίζα και ο Μωυσής από την Ιταλία. Ο τελευταίος που διακρινόταν από τους άλλους για τη γνώση τόσο της λατινικής όσο και της ελληνικής φιλολογίας, εκλέχτηκε από όλους ως διερμηνέας και των δύο πλευρών.
Οι σχέσεις με τη Δυτική Εκκλησία έγιναν πιο έντονες την εποχή του λατινόφιλου διαδόχου του Ιωάννη, Μανουήλ Α', ο οποίος, αποβλέποντας στην αποκατάσταση μιας ενιαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και έχοντας την πεποίθηση ότι μόνο από τη Ρώμη θα μπορούσε να λάβει το αυτοκρατορικό στέμμα, πρόσφερε στον Πάπα την ένωση. Είναι λοιπόν φανερό, ότι τα αίτια των συνεννοήσεων σχετικά με την ένωση ήταν καθαρά πολιτικά. Όπως σωστά παρατηρεί ο Γερμανός ιστορικός Norden «οι Κομνηνοί έλπιζαν, με τη βοήθεια του Πάπα, να επιβληθούν στη Δύση και στη συνέχεια επί του ίδιου του Πάπα, ενώ οι Πάπες οραματίζονταν την κυριαρχία επί της Εκκλησίας του Βυζαντίου, με την υποστήριξη των Κομνηνών, και στη συνέχεια επί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας».
Μετά τη Β' Σταυροφορία ο Μανουήλ επικοινώνησε με αρκετούς Πάπες, οι οποίοι μερικές φορές ήταν διατεθειμένοι να έρθουν σε φιλική επαφή με τον αυτοκράτορα. Κυρίως φιλικές διαθέσεις εκδήλωσε ο Πάπας Αδριανός Δ', ο οποίος βρισκόταν σε διάσταση με τον βασιλιά της Σικελίας, ενώ είχε θυμώσει και με τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Βαρβαρόσα, που μόλις είχε στεφθεί. Στο μήνυμα που είχε στείλει στον αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης Βασίλειο, ο Αδριανός Δ' εκφράζει την επιθυμία του να προσφέρει τη βοήθειά του για την ένωση όλων των Χριστιανών, συγκρίνοντας την Ανατολική Εκκλησία με τη «χαμένη δραχμή», το περιπλανώμενο πρόβατο και το νεκρό Λάζαρο.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μανουήλ υποσχέθηκε επίσημα στον Πάπα Αλέξανδρο Γ', μέσω των απεσταλμένων του, την ένωση των Εκκλησιών, με την προϋπόθεση να του επιστρέψει ο Πάπας το στέμμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που βρισκόταν τότε παράνομα στα χέρια του Γερμανού Βασιλιά Φρειδερίκου. Σε περίπτωση που ο Πάπας είχε ανάγκη από χρήματα ή στρατιωτικές ενισχύσεις, ο Μανουήλ υποσχόταν άφθονη τη βοήθειά του. Ο Αλέξανδρος όμως, του οποίου η κατάσταση είχε κάπως καλυτερεύσει, αρνήθηκε την προσφορά αυτή.
Ο αυτοκράτορας συγκάλεσε μια Σύνοδο στη πρωτεύουσα με σκοπό τον τερματισμό των διαφόρων αιτιών της δυσαρέσκειας που υπήρχε μεταξύ των Λατίνων και των Βυζαντινών και την εύρεση τρόπου ένωσης των Εκκλησιών. Ο Μανουήλ έκανε τα πάντα για να οδηγήσει τον Πατριάρχη σε συμβιβασμούς. Μια συζήτηση, που έγινε στη Σύνοδο ανάμεσα στον Μανουήλ και τον Πατριάρχη, αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, που βοηθάει για τον χαρακτηρισμό των απόψεων των δύο κύριων παραγόντων της Συνόδου. Στη συζήτηση αυτή, ο Πατριάρχης λέει ότι ο Πάπας «αναδίδει ασέβεια» και ότι προτιμά τον ζυγό των «Αγαρηνών» (δηλαδή των Μουσουλμάνων) από αυτόν των Λατίνων. Η άποψη αυτή του Πατριάρχη, που εκπροσωπούσε τα αισθήματα του λαού και της Εκκλησίας της εποχής αυτής, θα επαναλαμβανόταν πολλές φορές στο μέλλον, όπως έγινε, για παράδειγμα, τον 15ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της πτώσης του Βυζαντίου. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι εκδήλωσε ότι θα απέφευγε τους Λατίνους, όπως αποφεύγει κανείς το δηλητήριο του φιδιού. Όλες οι συζητήσεις της Συνόδου, όχι μόνο δεν πέτυχαν καμιά συμφωνία, αλλά και κατέληξαν στην απόφαση της οριστικής διακοπής κάθε σχέσης με τον Πάπα και τους οπαδούς του.
Έτσι ο Μανουήλ απέτυχε τελείως, τόσο στην εξωτερική όσο και την εκκλησιαστική πολιτική του. Ως αιτία της αποτυχίας μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι η πολιτική του αυτοκράτορα, και στους δυο τομείς, υπήρξε ατομική πολιτική που δεν είχε καμιά σταθερή βάση στην κοινή γνώμη. Η αποκατάσταση της μιας αυτοκρατορίας από καιρό ήταν αδύνατη, ενώ οι ενωτικές τάσεις του Μανουήλ δεν έβρισκαν καμιά ανταπόκριση στις μάζες του πληθυσμού του Βυζαντίου.
Τα τελευταία 5 χρόνια της βασιλείας των Κομνηνών (1180-1185), και κυρίως την εποχή του Ανδρόνικου Α', οι εκκλησιαστικές υποθέσεις απορροφήθηκαν από την πολύπλοκη εξωτερική και εσωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας. Ο Ανδρόνικος, που ήταν αντίθετος με τις λατινικές συμπάθειες των προκατόχων του, δε μπορούσε φυσικά να είναι οπαδός της ένωσης με τη Δυτική Εκκλησία. Στις εκκλησιαστικές υποθέσεις συμπεριφερόταν με τραχύτητα στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και δεν επέτρεπε φιλονικίες σχετικές με ζητήματα πίστης. «Ένας διάλογος κατά των Ιουδαίων» που συχνά αποδίδεται στον Ανδρόνικο, ανήκει σε μεταγενέστερη εποχή.
Η εποχή των Αγγέλων, που πολιτικά υπήρξε ταραχώδης, ήταν εξίσου ανώμαλη σε σχέση και με την εκκλησιαστική ζωή. Οι αυτοκράτορες αυτής της δυναστείας είχαν την εντύπωση ότι ήταν κύριοι της κατάστασης, ο δε Ισαάκιος Άγγελος εκθρόνιζε τους Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης τον ένα μετά τον άλλο.
Την εποχή των Αγγέλων, ξέσπασε η διαμάχη σχετικά με τη Θεία Ευχαριστία, στην οποία έλαβε μέρος ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο ιστορικός της εποχής αυτής, Νικήτας Χωνιάτης, λέει ότι το ερώτημα που τίθετο ήταν «εάν το σώμα του Κυρίου, του οποίου μετέχουμε, είναι άφθαρτο όπως έγινε με τα πάθη και την Ανάστασή Του ή φθαρτό, όπως ήταν προ των παθών». Με άλλα λόγια, θέμα της διαμάχης αυτής ήταν το «κατά πόσο η Θεία Ευχαριστία, της οποίας μετέχουμε, είναι αντικείμενο των κοινών φυσιολογικών εξελίξεων, στις οποίες υπάγεται κάθε τροφή που παίρνει ο άνθρωπος». Ο Αλέξιος Άγγελος υποστήριζε το δόγμα της «αφθαρσίας» της Θείας Ευχαριστίας.
Μια τέτοια διαμάχη, στα τέλη του 12ου αιώνα, μπορεί να εξηγηθεί λόγω των επιρροών της Δύσης, που ήταν πολύ έντονες στη χριστιανική Ανατολή, την εποχή των Σταυροφοριών. Όπως είναι γνωστό, τέτοιες διαμάχες είχαν αρχίσει στη Δύση πριν από πολύ καιρό. Από τον 9ο ακόμα αιώνα υπήρχαν άνθρωποι που δίδασκαν ότι η Θεία Ευχαριστία υπόκειται στις ίδιες μεταβολές με την κοινή τροφή.
Όσον αφορά τις σχέσεις των Αγγέλων και του Πάπα, ο τελευταίος οδηγείτο από πολιτικά ελατήρια, θέλοντας φυσικά να αναγκάσει την Ανατολική Εκκλησία να δεχθεί την ένωση.
Το σχέδιο του Πάπα όμως απέτυχε, ενώ η πολύπλοκη διεθνής κατάσταση (κυρίως λίγο πριν από την Δ' Σταυροφορία) πρόβαλε τον βασιλιά της Γερμανίας, που φαινόταν ότι θα έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη λύση του βυζαντινού προβλήματος. Επειδή ο βασιλιάς της Γερμανίας ήταν ο πιο επικίνδυνος εχθρός του Παπισμού, ο Πάπας, για να τον εμποδίσει να κατακτήσει το Βυζάντιο, προσπάθησε με όλα τα μέσα που διέθετε, να υποστηρίξει τον «σχισματικό» αυτοκράτορα της Ανατολής, έστω και αν ήταν ένας σφετεριστής του θρόνου, όπως ο Αλέξιος Γ'. Ο Ιννοκέντιος Γ' βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, κατά την Δ' Σταυροφορία, όταν, ενώ αρχικά αντέδρασε έντονα στην παρέκκλιση της Σταυροφορίας, σιγά-σιγά αναγκάστηκε να αλλάξει σκέψη και να δηλώσει ότι ο Θεός ήταν σύμφωνος με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, που ήταν πρωτοφανής σχεδόν για τον βαρβαρισμό της.
Γενικά, η θρησκευτική ζωή της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων, διάρκειας 123 ετών (1081-1204), χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ένταση και ζωηρότητα, στις εξωτερικές σχέσεις, και από περίπλοκες και αντίθετες εσωτερικές κινήσεις. Χωρίς αμφιβολία, σε σχέση με τα θρησκευτικά προβλήματα, η εποχή αυτή είναι πολύ σπουδαία και με ζωτικό ενδιαφέρον.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Γενικά, μπορεί να πει κανείς, ότι τόσο η εσωτερική κατάσταση του Βυζαντίου, όσο και το διοικητικό του σύστημα λίγο άλλαξαν τον 12ο αιώνα.
Ενώ η ιστορία της Ανατολικής Εκκλησίας, υπό τους Κομνηνούς και τους Αγγέλους, έχει λίγο-πολύ ερευνηθεί πλήρως, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά όσον αφορά την εσωτερική, κοινωνική κι οικονομική ζωή. Εκτός από το ότι η εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου έχει γενικά ερευνηθεί ανεπαρκώς, υπάρχει και έλλειψη προσεκτικής μελέτης της περιόδου που αρχίζει με την εποχή των Κομνηνών. Ακόμα και τώρα οι ιστορίες προσφέρουν συνήθως, σχετικά με το θέμα αυτό, σύντομα κεφάλαια που στηρίζονται μερικές φορές σε γενικές μελέτες, σε τυχαίες παρατηρήσεις ή το πολύ σε μικρά άρθρα, που αναφέρονται σε διάφορα προβλήματα κι έτσι τουλάχιστον, προς το παρόν, δεν υπάρχει επαρκής κατανόηση της εσωτερικής ιστορίας αυτής της εποχής. Ο πιο σίγουρος ερευνητής αυτής της περιόδου, ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, πέθανε πριν μπορέσει να δημοσιεύσει τη συνέχεια του βιβλίου του, στην οποία θα συζητιόταν πλήρως το πρόβλημα της εσωτερικής ζωής του Βυζαντίου κατά τον 12ο αιώνα.
Ένας εκπρόσωπος των μεγαλοκτηματιών ευγενών της Μικράς Ασίας, ο Αλέξιος Κομνηνός, έγινε αυτοκράτορας ενός κράτους, του οποίου το οικονομικό σύστημα ήταν τελείως ανοργάνωτο λόγω τόσο των πολλών στρατιωτικών επιχειρήσεων όσο και των εσωτερικών ανωμαλιών της προηγούμενης περιόδου. Παρά την άσχημη οικονομική κατάσταση του κράτους, ο Αλέξιος, στις αρχές κυρίως της βασιλείας του, έπρεπε να ανταμείψει αυτούς που τον βοήθησαν να ανέβη στο θρόνο και να προσφέρει στα μέλη της οικογένειάς του πλούσια δώρα. Οι τρομεροί πόλεμοι με τους Τούρκους, τους Πατσινάκους και τους Νορμανδούς και τα γεγονότα σχετικά με την Α' Σταυροφορία, απαιτούσαν τεράστια έξοδα. Τα κτήματα των μοναστηριών και των μεγαλο-γαιοκτημόνων, χρησίμευσαν για να πλουτίσει το θησαυροφυλάκιο.

ΟΙ ΧΑΡΙΣΤΙΚΑΡΙΟΙ
Όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τις διάφορες πληροφορίες των πηγών, ο Αλέξιος δε δίσταζε να κατάσχει την ιδιοκτησία των μεγαλοκτηματιών. Ακόμα και σε περίπτωση πολιτικών συνωμοσιών, ως κύρια τιμωρία εφαρμοζόταν η κατάσχεση της ιδιοκτησίας των συνωμοτών. Τα μοναστήρια που είχαν δοθεί ως ισόβια δωρεά στους «χαριστικάριους», υπόκειντο στην ίδια δήμευση.
Το σύστημα των «χαριστικίων» δεν αποτελεί εφεύρεση των Κομνηνών, αλλά λόγω των οικονομικών τους δυσκολιών, οι Κομνηνοί κατέφευγαν σ’ αυτό πολύ πιο συχνά από κάθε άλλον. Το σύστημα αυτό έχει σχέση με την «κοσμικοποίηση» των μοναστηριακών κτημάτων, από τους Εικονομάχους αυτοκράτορες, καθώς και με μερικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής μιας ακόμα προηγούμενης εποχής. Τον 10ο και τον 11ο αιώνα, το σύστημα των «χαριστικίων» εφαρμοζόταν ήδη σε μεγάλη έκταση. Τα μοναστήρια δίνονταν τόσο σε κληρικούς όσο και σε λαϊκούς, ακόμα και σε γυναίκες και μερικές φορές συνέβαινε να δίνονται ανδρικά μοναστήρια σε γυναίκες και γυναικεία μοναστήρια σε άνδρες. Ο «χαριστικάριος» έπρεπε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του μοναστηριού που του έδιναν, να το προστατεύει από τις ιδιοτροπίες του διοικητή και των εφοριακών και από την παράνομη φορολογία, καθώς και να ρυθμίζει με ικανότητα την οικονομία του μοναστηριού, κρατώντας για λογαριασμό του το περίσσευμα που έμενε μετά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στη πραγματικότητα όμως ο «χαριστικάριος» παραμελούσε τα καθήκοντά του και οι μοναστηριακές δωρεές δεν ήταν τίποτε άλλο από μια πηγή κέρδους και εκμετάλλευσης. Γι’ αυτό, η οικονομική κατάσταση των μοναστηριών χειροτέρευε όλο και περισσότερο.
Τα «χαριστίκια» ήταν πολύ επικερδή για εκείνους που τα έπαιρναν και γι’ αυτό οι ανώτεροι υπάλληλοι του Βυζαντίου επιδίωκαν με επιμονή την απόκτησή τους. Η εντολή του Αλέξιου που απέβλεπε στη μετατροπή μερικών εκκλησιαστικών σκευών σε χρήματα ακυρώθηκε αργότερα από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.

ΝΕΟ ΝΟΜΙΣΜΑ
Οι κατασχέσεις όμως των κτημάτων δεν έφταναν για να βελτιώσουν τα οικονομικά του κράτους και ο Αλέξιος Κομνηνός κατέφυγε στο χειρότερο, ίσως, οικονομικό του μέτρο, δηλαδή στην αλλοίωση του νομίσματος, πράγμα για το οποίο οι πηγές τον κατηγορούν πολύ. Παράλληλα δηλαδή με τα παλαιά χρυσά νομίσματα, έθεσε σε κυκλοφορία ένα μίγμα από χαλκό και χρυσό ή άργυρο και χρυσό, που ήταν σε χρήση μαζί με το υγιές νόμισμα. Το νέο νόμισμα, σε σύγκριση με το παλαιό, που συνίστατο από 12 αργυρά «μιλιαρίσια», εξισωνόταν με 4 μόνον αργυρά νομίσματα, δηλαδή με το 1/3. Ο Αλέξιος όμως απαιτούσε την πληρωμή των φόρων με παλαιό υγιές νόμισμα, γι’ αυτό όλα αυτά τα μέτρα προκαλούσαν μεγαλύτερες περιπλοκές στα οικονομικά του κράτους, ενώ συγχρόνως ερέθιζαν το λαό.
Η κρίσιμη εξωτερική κατάσταση και η πλήρης σχεδόν οικονομική χρεωκοπία της χώρας, παρά τα μέτρα που πάρθηκαν, ανάγκασαν την κυβέρνηση να εισπράξει τους φόρους με εξαιρετική αυστηρότητα και επειδή πολλές ιδιοκτησίες, κοσμικές κι εκκλησιαστικές, είχαν απαλλαγή από τους φόρους, όλο το βάρος της φορολογίας έπεφτε στις κατώτερες τάξεις που είχαν τελείως εξαντληθεί από το αφόρητο βάρος των απαιτήσεων του κράτους. Οι εισπράκτορες των φόρων, που χαρακτηρίζονται από ένα συγγραφέα του 11ο και των αρχών του 12ου αιώνα (Αρχιεπίσκοπο της Βουλγαρίας Θεοφύλακτο) «κλέφτες μάλλον παρά εισπράκτορες» που παράβλεπαν θείους και ανθρώπινους νόμους κι έτρεχαν άγριοι, εδώ και εκεί, ανάμεσα στο λαό.
Η προσεκτική διοίκηση του Ιωάννη Κομνηνού αύξησε τα οικονομικά του κράτους, κατά κάποιο τρόπο, παρά τους συνεχείς σχεδόν πολέμους. Η διοίκηση όμως του διαδόχου του Μανουήλ ξανάφερε το κράτος σε κατάσταση χρεωκοπίας. Την εποχή αυτή παρατηρήθηκε μια ελάττωση τόσο του πληθυσμού, όσο και της δυνατότητας του λαού να πληρώσει τους φόρους του. Ερημώθηκαν κάποιες περιοχές της Μ. Ασίας, λόγω των εισβολών των Μουσουλμάνων κι ένα τμήμα του πληθυσμού τους αιχμαλωτίστηκε, ενώ ένα άλλο τμήμα διέφυγε προς τις παράλιες πόλεις. Οι έρημες περιοχές φυσικά δεν μπορούσαν να πληρώνουν φόρους. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε στα Βαλκάνια λόγω των επιθέσεων των Ούγγρων, των Σέρβων και των λαών πέρα από τον Δούναβη.
Στο μεταξύ τα έξοδα πολλαπλασιάζονταν. Εκτός από τα έξοδα που διατίθεντο για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο Μανουήλ διέθετε τεράστια ποσά για ξένους που έρχονταν στο Βυζάντιο, λόγω των προσπαθειών του αυτοκράτορα προς τους Λατίνους, καθώς και για την πολυτελή εμφάνιση της αυλής του και την ενίσχυση των ευνοουμένων του, ανδρών και γυναικών.
Ο Νικήτας Χωνιάτης δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα της γενικής δυσαρέσκειας σαν αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής του Μανουήλ. Οι Έλληνες των Ιόνιων νησιών, μη μπορώντας να υφίστανται το βάρος των φόρων, προτίμησαν την εξουσία των Νορμανδών. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Αλέξιου Κομνηνού, ο Μανουήλ προσπάθησε να βελτιώσει τα οικονομικά του με τη δήμευση των κοσμικών και εκκλησιαστικών κτημάτων και αποκατέστησε την περίφημη Νερά του Νικηφόρου Φωκά (964), που σχετιζόταν με την ιδιοκτησία της Εκκλησίας και των μοναστηριών σε κτήματα.
Μόνο την εποχή του τελευταίου Κομνηνού, Ανδρόνικου Α', του οποίου η βασιλεία χαρακτηρίζεται από αντίδραση κατά της τακτικής του Μανουήλ, βελτιώθηκε η θέση των φορολογούμενων. Ο Ανδρόνικος είναι γνωστό ότι ήρθε στην εξουσία για να προστατεύσει τα εθνικά συμφέροντα και τις κατώτερες τάξεις από τη λατινόφιλη πολιτική του Μανουήλ και την υποστήριξη που ο τελευταίος έδινε στους μεγαλο-γαιοκτήμονες. Οι μεγαλοκτηματίες και οι εισπράκτορες των φόρων υπόκειντο σε αυστηρή λογοδοσία, οι διοικητές των επαρχιών άρχισαν να παίρνουν μεγάλους μισθούς από το κρατικό θησαυροφυλάκιο και το εμπόριο των δημοσίων αξιωμάτων έπαψε να υπάρχει. Ο Νικήτας Χωνιάτης, σύγχρονος του Ανδρόνικου, δίνει μια πολύ ειδυλλιακή εικόνα των συνεπειών της τακτικής του νέου αυτοκράτορα.

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΞΕΝΩΝ
Οι βυζαντινές πηγές δίνουν μια θλιβερή εικόνα της εσωτερικής ζωής της χώρας (υπό τον Μανουήλ) και φυσικά οι συνθήκες δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν πολύ στη διάρκεια της σύντομης και ταραχώδους βασιλείας του Ανδρόνικου. Ο Ιουδαίος όμως ταξιδιώτης Βενιαμίν, ο οποίος προερχόταν από την Ισπανία και επισκέφτηκε το Βυζάντιο την εποχή του Μανουήλ, δίνει στην περιγραφή του ταξιδιού του μια λαμπρή εικόνα της Κωνσταντινούπολης, που αποτελεί καρπό της προσωπικής του παρατήρησης και των επαφών που είχε. Ο Βενιαμίν αναφέρεται στην πρωτεύουσα και γράφει τα εξής:
«Από κάθε μέρος της αυτοκρατορίας μεταφέρονται εδώ, κάθε χρόνο, φόροι σαν ένδειξη υποτέλειας και φρούρια ολόκληρα γεμίζουν από μεταξωτά ενδύματα, πορφύρες και χρυσάφι. Παρόμοιες αποθήκες και τέτοιος πλούτος δεν είναι δυνατόν να βρεθούν σε κανένα άλλο μέρος, όλου του κόσμου. Έχει λεχθεί ότι ο φόρος που εισρέει στην πόλη φτάνει κάθε χρόνο το ποσό των 20.000 χρυσών νομισμάτων που προέρχονται τόσο από τα καταστήματα και τις αγορές όσο και από τους εμπόρους που έρχονται από την ξηρά ή τη θάλασσα. Οι κάτοικοι είναι πολύ πλούσιοι σε χρυσό και πολύτιμους λίθους και εμφανίζονται ντυμένοι με μεταξωτά ενδύματα και στολισμένοι με χρυσάφι και ιππεύουν τα άλογά τους δίνοντας την εντύπωση ότι είναι πρίγκιπες. Πράγματι, η χώρα είναι πολύ πλούσια σε ρουχισμό, ψωμί, κρέας και κρασί. Πλούτος σαν αυτόν της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να βρεθεί σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου...».
Σε άλλο σημείο ο ίδιος ταξιδιώτης λέει ότι όλα τα είδη των εμπόρων έρχονται στην Κωνσταντινούπολη από τη Βαβυλώνα, τη Μεσοποταμία, την Περσία, από όλη την Αίγυπτο, την Κανά, την αυτοκρατορία της Ρωσίας, την Ουγγαρία, από τη χώρα των Πατσινάκων, τη χώρα των Χαζάρων και των Λομβαρδών και την Ισπανία. Η πόλη είναι γεμάτη κίνηση, στην οποία οι έμποροι έρχονται από κάθε χώρα, μέσω ξηράς ή θάλασσας. Εκτός από τη Βαγδάτη δεν υπάρχει στον κόσμο άλλη πόλη σαν κι αυτή. Την εποχή του Μανουήλ, επίσης, ένας Άραβας ταξιδιώτης, ο al-Harawyel-Herewy) επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε πολύ καλά δεκτός από τον αυτοκράτορα. Στο βιβλίο του περιγράφει τα πιο σπουδαία μνημεία της πρωτεύουσας και παρατηρεί ότι «η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη πιο μεγάλη από όσο η φήμη της την παρουσιάζει. Είθε ο Θεός, με τη χάρη Του και τη γενναιοδωρία Του, να καταδεχθεί να την κάνει πρωτεύουσα του Ισλάμ!». Θα μπορούσε ίσως κανείς να συγκρίνει την περιγραφή του Βενιαμίν με μερικούς στίχους του Ιωάννη Τζέτζη, ποιητή της εποχής των Κομνηνών, που αναφέρονται επίσης στη Κωνσταντινούπολη. Παρωδώντας δύο στίχους της Ιλιάδας του Ομήρου (Δ, 437-438) ο Τζέτζης λέει με κάποια πικρία και θυμό ότι «οι άνθρωποι που κατοικούν στην πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου, είναι πολύ κλέφτες, δεν ανήκουν σ’ ένα λαό ούτε έχουν κοινή γλώσσα, αποτελούν μίγμα ξένων γλωσσών και είναι κλέφτες, Κρητικοί και Τούρκοι, Αλβανοί, Ρόδιοι και Χιώτες... όλοι τους, αν και είναι κλέφτες και διεστραμμένοι θεωρούνται, στην Κωνσταντινούπολη, ως άγιοι».
Είναι δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια τον αριθμό του πληθυσμού της πόλης αυτής της εποχής. Ίσως ο πληθυσμός της έφτανε στα τέλη του 12ου αιώνα, στις 8000.000 ή το 1.000.000.

ΦΕΟΥΔΑΛΙΣΜΟΣ
Λόγω της αύξησης των μεγάλων ιδιοκτησιών, την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, οι γαιοκτήμονες κέρδιζαν σταθερά δύναμη αποκτώντας περισσότερη ανεξαρτησία, ενώ ο φεουδαλισμός αναπτυσσόταν γρήγορα στην αυτοκρατορία. Ο Cognasso αναφέρεται στην εποχή των δύο τελευταίων Κομνηνών και του Ισαάκιου Β' Άγγελου και γράφει: «Ο φεουδαλισμός καλύπτει όλη την αυτοκρατορία και ο αυτοκράτορας πρέπει να αγωνιστεί με τους μεγάλους γαιοκτήμονες των επαρχιών, που δε δέχονται πάντοτε να προμηθεύουν στρατό με την ίδια γενναιοδωρία που έδειχναν π.χ. για τον αγώνα κατά των Νορμανδών... Καθώς διασπάστηκε η ισορροπία των παραγόντων που αποτελούσαν το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο της αυτοκρατορίας, η αριστοκρατία υπερέβη τις άλλες τάξεις και η αυτοκρατορία τελικά περιήλθε στην εξουσία της. Η μοναρχία αποξενώθηκε από τη δύναμη και τον πλούτο της προς χάρη της αριστοκρατίας». Η αυτοκρατορία έσπευδε προς την καταστροφή της.
Στην εποχή του Μανουήλ ανήκει επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον χρυσόβουλο που απαγόρευε τη μεταβίβαση σε οποιονδήποτε (πλην των αξιωματούχων) της ακίνητης περιουσίας που δινόταν από τον αυτοκράτορα. Σε περίπτωση που γινόταν μεταβίβαση, παρά την ύπαρξη της απαγορευτικής διάταξης, η ακίνητη περιουσία περιερχόταν στο θησαυροφυλάκιο. Η απαγόρευση αυτή, που στερούσε από τις κατώτερες τάξεις την ευκαιρία να αποκτήσουν χρήματα που προέρχονταν από αυτοκρατορική δωρεά, έκανε την αριστοκρατία κυρίαρχο τεράστιων περιοχών. Το χρυσόβουλο αυτό ακυρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1182 απ’ τον Αλέξιο Β', αλλά αναμφίβολα σχεδιάστηκε υπό την πίεση του παντοδύναμου Ανδρόνικου. Από το 1182 και μετά, τα ακίνητα που προέρχονταν από αυτοκρατορική δωρεά ήταν δυνατόν να μεταβιβαστούν σε οποιονδήποτε, άσχετα από την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκε.
Το χρυσόβουλο του 1182 πρέπει να ερμηνευτεί σε σχέση με τη νέα πολιτική του Ανδρόνικου απέναντι στην αριστοκρατία του Βυζαντίου και στους μεγαλο-γαιοκτήμονες, κατά των οποίων ήταν αναγκασμένος να διεξάγει σκληρό αγώνα. Ο Αλέξιος Β' Κομνηνός που υπέγραψε το Νόμο, υπήρξε απλό όργανο της θέλησης του Ανδρόνικου. Συνεπώς, πρέπει να αμφιβάλουμε για την ορθότητα της γνώμης μερικών ιστορικών που πιστεύουν ότι, εφόσον η απαγόρευση του Μανουήλ κατευθυνόταν κατά των Φράγκων, η ανάκλησή της υπήρξε μια φιλική εκδήλωση έναντι των Φράγκων, που ανταποκρίνεται τελείως στην πολιτική του Αλέξιου Β' Κομνηνού.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του μικρού Αλέξιου Β' και της μητέρας του ήταν λατινόφιλη. Μετά την είσοδο όμως του Ανδρόνικου στην Κωνσταντινούπολη, τα πράγματα άλλαξαν. Η εξουσία περιήλθε στα χέρια του και προς τα τέλη του 1182, η πολιτική του έναντι των Λατίνων, ήταν ήδη φανερά εχθρική.

ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
Λόγω των συνεχών πολέμων της εποχής των Κομνηνών, ο στρατός στοίχιζε στο κράτος τεράστια χρηματικά ποσά κι οι Κομνηνοί φρόντιζαν για την ανασυγκρότηση κι ενίσχυση του στρατού τους, ο οποίος συνίστατο από πολλούς μισθοφόρους από τις πιο διαφορετικές εθνικότητες, εκτός από τους γηγενείς που προέρχονταν από τα θέματα. Την εποχή των Κομνηνών παρουσιάστηκε στο στρατό ένας νέος παράγοντας, ο αγγλοσαξονικός.
Αιτία της εμφάνισης των Αγγλοσαξόνων στο Βυζάντιο ήταν η κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς, από τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή, το 1066, οπότε η καταστροφή που ξέσπασε στην Αγγλία, μετά τη μάχη του Senlac, βόρεια του Hastings, είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει η χώρα στα χέρια του τρομερού κατακτητή. Κάθε προσπάθεια των Αγγλοσαξόνων να αποτινάξουν το ζυγό είχε σαν αποτέλεσμα άφθονες εκτελέσεις, ενώ πνιγόταν στο αίμα. Πολλοί Αγγλοσάξονες εγκατέλειψαν στην απελπισία τους την πατρίδα τους και στις αρχές της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού, τον 11ο αιώνα (όπως τονίζει ο Άγγλος ιστορικός Freeman, στην πολύ γνωστή εργασία του που αναφέρεται στην κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς), έχουμε ήδη μερικές ενδείξεις για την εγκατάσταση των Αγγλοσαξόνων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Ένας δυτικός χρονογράφος στις αρχές του 12ου αιώνα γράφει ότι «οι Άγγλοι, αφού έχασαν την ελευθερία τους, θλίφτηκαν πολύ... Μερικοί από αυτούς, διαθέτοντας τα λαμπρά τους νιάτα, πήγαν σε μακρινές χώρες προσφέροντας με θάρρος τον εαυτό τους στη στρατιωτική υπηρεσία του αυτοκράτορα Αλέξιου».
Αυτή υπήρξε η αρχή της Εταιρείας των Άγγλων Βαράγγων, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου του 12ου αιώνα, όπως ακριβώς συνέβη τον 10ο και 11ο αιώνα με τους Ρώσους Βαράγγους. Γενικά, ποτέ προηγουμένως δεν είχαν παρουσιαστεί τόσοι ξένοι μισθοφόροι στο Βυζάντιο, όσοι παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της λατινόφιλης βασιλείας του Μανουήλ.
Όσον αφορά το Ναυτικό, οι ναυτικές δυνάμεις, που είχαν οργανωθεί καλά από τον Αλέξιο, φαινόταν να χάνουν βαθμιαία την πολεμική τους δύναμη και υπό τον Μανουήλ βρίσκονταν σε κατάσταση παρακμής. Ο Νικήτας Χωνιάτης, στην ιστορία του, κατηγορεί πολύ τον Μανουήλ για την καταστροφή της ναυτικής δύναμης της αυτοκρατορίας. Επί Κομνηνών τα πλοία των Ενετών, που είχαν συμμαχήσει με την αυτοκρατορία, βοήθησαν πολύ το Βυζάντιο, σε βάρος όμως της οικονομικής του ανεξαρτησίας.
Ο Μανουήλ ανασυγκρότησε κι οχύρωσε μερικά μέρη που βρίσκονταν σε παρακμή. Έτσι οχύρωσε μια πολύ σπουδαία πόλη των νότιων ακτών της Μικράς Ασίας, την Αττάλεια, ενώ συγχρόνως έκτισε οχυρά και κατασκεύασε μια γέφυρα στην Άβυδο, στην είσοδο του Ελλήσποντου, όπου βρισκόταν ένα από τα πιο σημαντικά τελωνεία του Βυζαντίου και όπου είχαν εγκατασταθεί, από την εποχή των Κομνηνών, οι Ενετοί και οι ανταγωνιστές τους, οι Γενοβέζοι και οι κάτοικοι της Πίζας.
Η οργάνωση των επαρχιών υπό τους Κομνηνούς δεν έχει ακόμα ερευνηθεί αρκετά. Είναι γνωστό ότι τον 11ο αιώνα τα θέματα ήταν 38. Η μείωση της έκτασης της αυτοκρατορίας τον 11ο και 12ο αιώνα καθιστά δυνατή τη μείωση των ορίων και του αριθμού των επαρχιών. Σχετικές πληροφορίες με το ζήτημα αυτό μπορεί να πάρει κανείς από τη Νεαρά του Αλέξιου Γ' Αγγέλου, του Νοεμβρίου του 1198, στην οποία συζητούνται τα εμπορικά προνόμια που είχαν δοθεί στους Ενετούς και όπου απαριθμούνται «ονομαστικά όλες οι επαρχίες που βρίσκονται υπό την εξουσία της Ρωμανίας και στις οποίες (οι Ενετοί) μπορούσαν να διεξάγουν τις εμπορικές τους επιχειρήσεις». Ο πίνακας που παρουσιάζει η Νεαρά αυτή και που ως πηγή δεν έχει ακόμα μελετηθεί όσο πρέπει, δίνει μια σχετική ιδέα των μεταβολών που έγιναν στη διαίρεση των επαρχιών της αυτοκρατορίας τον 12ο αιώνα.
Τα περισσότερα από τα παλαιά θέματα διοικούνταν από στρατιωτικούς διοικητές ή στρατηγούς. Αργότερα, κυρίως μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, το 1071, και στη συνέχεια τον 12ο αιώνα με την αύξηση του κινδύνου των Τούρκων στη Μικρά Ασία και την αποχώρηση της Βουλγαρίας (1186) η έκταση της αυτοκρατορίας μειώθηκε σημαντικά. Λόγω αυτής της μείωσης, ο πολύ σπουδαίος τίτλος του στρατηγού, που δινόταν στο γενικό διοικητή των θεμάτων, έπαψε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 11ου αιώνα. Επί Κομνηνών, ο τίτλος των στρατηγών, επειδή δεν ανταποκρινόταν στη μικρή έκταση των επαρχιών, εξαφανίστηκε τελείως και αντικαταστάθηκε σιγά-σιγά από τον τίτλο του δούκα, που ήδη έφεραν από τον 9ο αιώνα, οι κυβερνήτες μερικών μικρών επαρχιών.
Στον εμπορικό τομέα της αυτοκρατορίας, την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, έγινε η εξής σημαντική μεταβολή, σαν συνέχεια των Σταυροφοριών. Η Δύση και η Ανατολή άρχισαν να έχουν άμεσες εμπορικές συναλλαγές και το Βυζάντιο έχασε το ρόλο του μεσάζοντα, πράγμα που ήταν ένα σοβαρό χτύπημα για τη διεθνή οικονομική ισχύ της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Εκτός από αυτό, στην ίδια την πρωτεύουσα, όπως και σε μερικά άλλα μέρη, η Βενετία είχε ήδη κερδίσει ισχυρές βάσεις από τις αρχές της βασιλείας του Αλέξιου Κομνηνού. Υπό τον Αλέξιο Κομνηνό οι κάτοικοι της Πίζας απέκτησαν στην Κωνσταντινούπολη πολύ σπουδαία προνόμια. Τους δόθηκε μια «σκάλα» καθώς κι ένα τμήμα της πόλης όπου είχαν τα καταστήματα και τα ιδιόκτητα σπίτια τους. Διατηρούσαν επίσης ιδιαίτερα καθίσματα τόσο στην Αγία Σοφία, για να παρακολουθούν τις λειτουργίες, όσο και στον Ιππόδρομο, για τα δημόσια θεάματα. Στα τέλη της βασιλείας του Ιωάννη Κομνηνού οι Γενοβέζοι ήρθαν για πρώτη φορά σε διαπραγματεύσεις με το Βυζάντιο και είναι βέβαιο ότι τα κύρια αίτια αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν εμπορικής φύσης. Η πολιτική του Μανουήλ ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη με τα εμπορικά συμφέροντα της Βενετίας, της Πίζας και της Γένοβας, οι οποίες, υπέσκαπταν την εμπορική ισχύ της αυτοκρατορίας, ενώ βρίσκονταν μεταξύ τους σε μια κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού. Το 1169 η Γένοβα απέκτησε εξαιρετικά εμπορικά προνόμια σε όλη την αυτοκρατορία, εκτός από δύο μέρη στις βόρειες ακτές της Μαύρης και της Αζοφικής θάλασσας.
Μετά τη φοβερή σφαγή των Λατίνων, το 1182, η θέση τους έγινε και πάλι ευνοϊκή επί των Αγγέλων και τελικά, το Νοέμβριο του 1198 ένα χρυσόβουλο που εκδόθηκε απρόθυμα από τον Αλέξιο Γ’ Άγγελο επιβεβαίωνε τη συμμαχία του Ισαάκιου Άγγελου με τη Βενετία, ανανεώνοντας τα εμπορικά της προνόμια. Τα όρια της περιοχής των Ενετών στην Κωνσταντινούπολη δεν μεταβλήθηκαν. Κατά τη γνώμη ενός συγγραφέα, μερικές προτάσεις αυτής της συνθήκης επηρέασαν πολύ τα ζητήματα της δικαιοδοσίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εκτός από την πρωτεύουσα και σε πολλές άλλες επαρχιακές πόλεις, καθώς και σε πολλά νησιά της αυτοκρατορίας οι Ενετοί, οι κάτοικοι της Πίζας και οι Γενοβέζοι έκαναν πλήρη χρήση των εμπορικών τους προνομίων διατηρώντας δικές τους περιοχές. Η Θεσσαλονίκη, μετά την Κωνσταντινούπολη, ήταν το πιο σπουδαίο οικονομικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Στην πόλη αυτή, όπως αναφέρει μια πηγή του 12ου αιώνα, κάθε χρόνο στα τέλη του Οκτωβρίου, με τη ευκαιρία της γιορτής του προστάτη της πόλης Αγίου Δημητρίου, γινόταν ένα πανηγύρι, στη διάρκεια του οποίου Έλληνες, Σλάβοι, Ιταλοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι, Γάλλοι και άλλοι, που έρχονταν από τις μακρινές ακτές του Ατλαντικού, ασκούσαν το εμπόριό τους.
Η Θήβα, η Κόρινθος και η Πάτρα ήταν φημισμένες για τα μεταξωτά τους. Η Αδριανούπολη και η Φιλιππούπολη, στα Βαλκάνια, ήταν επίσης πολύ σπουδαία εμπορικά κέντρα. Τα νησιά του Αιγαίου συμμετείχαν επίσης στη βιομηχανία και το εμπόριο της εποχής αυτής.
Καθώς πλησίαζε το μοιραίο έτος 1204, την εμπορική σπουδαιότητα του Βυζαντίου υπέσκαπτε η εμπορική ανάπτυξη των Δημοκρατιών της Βενετίας, της Γένοβας και της Πίζας. Η Βενετία κατείχε την πρώτη θέση.
Η μοναρχία έχασε, όπως λέει ο Ιταλός ιστορικός Cognasso, «τη δύναμη και τον πλούτο της προς χάρη της αριστοκρατίας, όπως αναγκάστηκε να χάσει τα πολυάριθμα δικαιώματά της προς χάρη των εμπορικών κοσμοπολίτικων τάξεων των μεγάλων πόλεων της αυτοκρατορίας».