10/5/11

Νομοθετικές και διοικητικές ρυθμίσεις (10ος αιώνας) [31]

Η περίοδος της Μακεδονικής δυναστείας υπήρξε μια εποχή έντονης νομοθετικής δράσης. Ο Βασίλειος Α' ήθελε να δημιουργήσει ένα γενικό κώδικα ελληνορωμαϊκού ή βυζαντινού νόμου, που θα παρείχε μια χρονολογική ταξινόμηση κάθε πράξης νομοθετικής, παλιάς ή νέας. Σχεδίαζε δηλαδή την αναζωογόνηση και προσαρμογή στις νέες συνθήκες του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, και την προσθήκη, σ’ αυτόν, των νόμων που παρουσιάστηκαν αργότερα. Τα 4 μέρη του κώδικα του Ιουστινιανού, γραμμένα τα περισσότερα στα λατινικά και ογκώδη όπως ήταν, τα μελετούσαν συνήθως στη συντομευμένη ελληνική τους έκδοση ή σε ερμηνείες και αποσπάσματα με βάση το λατινικό πρωτότυπο. Πολλά από αυτά όμως, αν και τα χρησιμοποιούσαν αρκετά, ήταν πολύ ανακριβή και συχνά ακρωτηρίαζαν τα πρωτότυπα κείμενα. Ο Βασίλειος Α' σκόπευε να αχρηστεύσει τους παλιούς νόμους, ακυρώνοντάς τους και εισάγοντας νέους. Οι λατινικοί όροι και οι εκφράσεις που διατηρήθηκαν στο νέο κώδικα έπρεπε να εξηγηθούν στα ελληνικά, επειδή η ελληνική θα ήταν η γλώσσα του νομοθετικού έργου του Βασιλείου. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας χαρακτήριζε τη μεταρρυθμιστική του προσπάθεια στον τομέα του Δικαίου «ανακάθαρση των παλαιών νόμων».
Γνωρίζοντας ότι η επεξεργασία του νέου κώδικα θα κρατούσε πολύ, ο Βασίλειος εξέδωσε ένα μικρότερο έργο, τον «Πρόχειρο Νόμο», για να βοηθήσει όσους ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν σε συντομία του νόμους, με βάση τους οποίους διοικείτο η αυτοκρατορία. Ο πρόλογος του «Πρόχειρου Νόμου» αναφέρεται στους νόμους του κράτους ως νόμους που καθιερώνουν στην αυτοκρατορία τη δικαιοσύνη και με βάση τους οποίους «υψώνεται ένα έθνος» (Παροιμίες 14:34). Ο «Πρόχειρος Νόμος» διαιρέθηκε σε 40 «τίτλους» και περιείχε τα κυριότερα νομοθετικά ζητήματα, και κυρίως εκείνα που σχετίζονται με το οικογενειακό και το ποινικό δίκαιο. Κύρια πηγή του ήταν κυρίως για τα πρώτα 21 μέρη, οι εισηγήσεις του Ιουστινιανού, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του κώδικα του Ιουστινιανού χρησιμοποιήθηκαν πολύ λιγότερο. Τόσο συνηθισμένη ήταν η προσφυγή στις αναθεωρημένες και συντομευμένες ελληνικές εκδόσεις του παλιού αυτού Κώδικα ώστε και αυτοί που επεξεργάστηκαν τον «Πρόχειρο Νόμο» χρησιμοποίησαν αυτές τις εκδόσεις περισσότερο από το λατινικό πρωτότυπο. Ο «Πρόχειρος Νόμος» αναφέρει την «Εκλογή» του Λέοντα και του Κωνσταντίνου ως «μια ανατροπή των καλών νόμων, η οποία υπήρξε άχρηστη για την αυτοκρατορία» και τονίζει ότι «δεν θα ήταν σοφή πράξη η διατήρησή της σε ισχύ». Όμως, παρά τη σκληρή αυτή κριτική, η «Εκλογή» των Ισαύρων υπήρξε τόσο πρακτική και τόσο λαϊκή, ώστε ο «Πρόχειρος Νόμος» χρησιμοποίησε μεγάλο μέρος από τα περιεχόμενά της, και κυρίως μετά τον 21ο «τίτλο». Σύμφωνα με την εισαγωγή του «Πρόχειρου Νόμου», όλοι όσοι ενδιαφέρονταν για μια πιο λεπτομερή μελέτη του Δικαίου που ίσχυε, έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τον μεγαλύτερο κώδικα (60 βιβλία), που δημιουργήθηκε και αυτός, την εποχή του Βασιλείου.
Στα τέλη της βασιλείας του Βασιλείου δημοσιεύτηκε ένας νέος τόμος νόμων με τον τίτλο «Επαναγωγή», τον οποίον πολλοί επιστήμονες θεωρούν, κακώς, ως απλή αναθεώρηση και επαύξηση του «Πρόχειρου Νόμου». Όπως αναφέρεται στον πρόλογό της, η «Επαναγωγή» (διαιρεμένη και αυτή σε 40 «τίτλους») υπήρξε μια εισαγωγή στους 40 τόμους των «Ανόθευτων» παλιών νόμων. Τι ακριβώς αντιπροσώπευαν οι δυο αυτές συλλογές, δεν είναι βέβαιο. Πιθανώς δεν ήταν έτοιμες για έκδοση την εποχή του Βασιλείου, αλλά αποτέλεσαν τη βάση των «Βασιλικών» που εκδόθηκαν από το διάδοχό του Λέοντα ΣΤ'. Μερικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η «Επαναγωγή» δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και ότι παρέμεινε στη μορφή ενός σχεδίου, ενώ άλλοι δέχονται ότι το έργο αυτό δημοσιεύτηκε επίσημα.
Η «Επαναγωγή» διαφέρει πολύ από τον «Πρόχειρο Νόμο». Κατ’ αρχήν το πρώτο της μέρος περιέχει τελείως νέα και ενδιαφέροντα κεφάλαια σχετικά με την εξουσία του αυτοκράτορα, τη δύναμη του Πατριάρχη και άλλων πολιτικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων, τα οποία δίνουν μια πολύ καθαρή εικόνα των βάσεων της δημόσιας και κοινωνικής ζωής της αυτοκρατορίας, καθώς και των σχέσεων του κράτους και της εκκλησίας. Αφετέρου, το υλικό που δανείστηκε η «Επαναγωγή» από τον «Πρόχειρο Νόμο» είναι ταξινομημένο μ’ έναν τελείως νέο τρόπο. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Πατριάρχης Φώτιος πήρε μέρος στη σύνταξη της «Επαναγωγής» και ότι η επιρροή του είναι έκδηλη κυρίως στον καθορισμό των σχέσεων του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη, καθώς και της θέσης του Οικουμενικού Πατριάρχη Νέας Ρώμης, σε σχέση με όλους τους άλλους Πατριάρχες, οι οποίοι έπρεπε να θεωρούνται ως απλοί τοπικοί ιεράρχες. Ακολουθώντας τα βήματα του «Πρόχειρου Νόμου», η εισαγωγή της «Επαναγωγής» αναφέρει την «Εκλογή» των Εικονομάχων αυτοκρατόρων ως φλυαρία των Ισαύρων, που απέβλεπε στην καταστροφή των θείων νόμων. Το μέρος αυτό της «Επαναγωγής» μιλάει επίσης για την πλήρη ακύρωση της «Εκλογής», αν και χρησιμοποιεί τμήμα του υλικού της.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ ότι η «Επαναγωγή» μαζί με άλλες βυζαντινές συλλογές μεταφράστηκε στα σλαβικά και ότι πολλά αποσπάσματά της βρίσκονται στους σλαβικούς κώδικες, καθώς και στο ρωσικό βιβλίο «Kormchaia Kniga», ή στο διοικητικό κώδικα, που αναφέρεται από το 10ο αιώνα. Οι ιδέες της «Επαναγωγής» άσκησαν μεγάλη επιρροή στη μεταγενέστερη ιστορία της Ρωσίας. Για παράδειγμα, τα σχετικά στοιχεία με την υπόθεση του Πατριάρχη Νίκωνα, την εποχή του τσάρου Αλέξιου Μιχαήλοβιτς (17ος αιών) περιέχουν αποσπάσματα, σχετικά με την εξουσία του αυτοκράτορα, από την «Επαναγωγή».
Ο «Πρόχειρος Νόμος» και η «Επαναγωγή» μαζί με το σχετικό με την «ανακάθαρση των παλαιών νόμων» έργο, αντιπροσωπεύουν τα κατορθώματα της εποχής του Βασιλείου Α'. Επιστρέφοντας στο κάπως παραμελημένο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο Βασίλειος αναθεώρησε τον κώδικα του Ιουστινιανού, φέρνοντάς τον πιο κοντά στις ανάγκες της εποχής του με την προσθήκη νέων νόμων, τους οποίους επέβαλαν οι νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.

ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ
Οι επιτυχίες του Βασιλείου στον τομέα του Δικαίου, επέτρεψαν στο διάδοχο και γιο του Λέοντα ΣΤ' τον Σοφό να δημοσιεύσει τα «Βασιλικά», που αντιπροσωπεύουν το πιο πλήρες μνημείο του ελληνορωμαϊκού και βυζαντινού Δικαίου. Όλα τα μέρη του κώδικα του Ιουστινιανού, που χρησιμοποιούνται στα «Βασιλικά», έχουν συντεθεί με νέα μορφή σ’ ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά, για το οποίο εργάστηκε μια επιτροπή ικανών νομομαθών. Το όνομα των «Βασιλικών» δεν προέρχεται, όπως κακώς θεωρείτο, από το όνομα του Βασιλείου Α', την εποχή του οποίου είχε προετοιμαστεί ένα μεγάλο μέρος του υλικού τους, αλλά από τη λέξη «βασιλιάς», που επιτρέπει να μεταφράσουμε πιο σωστά τον τίτλο των «Βασιλικών» ως «Αυτοκρατορικούς νόμους».
Το έργο του Λέοντα ΣΤ', διαιρημένο σε 60 βιβλία, ακολούθησε τους σκοπούς που έθεσε ο Βασίλειος Α', αγωνίστηκε δηλαδή για την αναζωογόνηση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, παραλείποντας τους νόμους που είχαν χάσει τη σημασία τους ή δεν ανταποκρίνονταν στις νέες συνθήκες ζωής του Βυζαντίου. Τα «Βασιλικά» συνεπώς δεν αντιπροσωπεύουν πλήρη και κατά γράμμα μετάφραση του κώδικα του Ιουστινιανού, αλλά μια προσαρμογή του στις νέες συνθήκες ζωής. Μερικές «Νεαρές» και άλλα νομικά έργα που δημοσιεύτηκαν μετά τον Ιουστινιανό, μαζί με αρκετές «Νεαρές» του Βασιλείου Α' και του Λέοντα ΣΤ', χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές για τα «Βασιλικά».
Σαν σύνολο, δεν υπάρχει κανένα χειρόγραφο των «Βασιλικών», αν και μέσα από διάφορα τμηματικά χειρογράφα, έχει διασωθεί περισσότερο από τα 2/3 του όλου έργου.
Από τη πλευρά της ανασυγκρότησης των χαμένων βιβλίων των «Βασιλικών», είναι σπουδαίο το βιβλίο «Τιπούκειτος». Είναι έργο του 11ου ή 12ου αιώνα, που αποδίδεται σ’ ένα νομομαθή του Βυζαντίου, τον Πάτση. Το βιβλίο αυτό αποτελείται από ένα πίνακα περιεχομένων των «Βασιλικών», ενώ συγχρόνως δίνει τα πιο σπουδαία κεφάλαια, αναφέροντας ανάλογα αποσπάσματα.
Τα «Βασιλικά», αν και ήταν προσεχτικά προσαρμοσμένο στις σύγχρονές τους συνθήκες, παρέμεναν τεχνητά και ανεπαρκή. Γι’ αυτό και πολλά τμήματα της «Εκλογής» δεν έπαψαν να ισχύουν ακόμα και μετά την εμφάνιση των «Βασιλικών», τα οποία είναι οπωσδήποτε ένα κολοσσιαίο κατόρθωμα στον τομέα του βυζαντινού Δικαίου και πολιτισμού, το οποίο έρχεται αμέσως μετά το Corpus Juris Civilis. Παραμένει ακόμα ένα σπουδαίο βιβλίο, του οποίου μια επιστημονική μελέτη ασφαλώς θα ανοίξει καινούργιους ορίζοντες και νέες προοπτικές.

ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
Στην εποχή του Λέοντα ΣΤ' μπορεί ίσως να αποδοθεί ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, «ένας ανεκτίμητος θησαυρός για την εσωτερική ιστορία της Κωνσταντινούπολης», το «Επαρχικό βιβλίο», που ανακάλυψε στη Γενεύη ο Ελβετός επιστήμονας Nicole, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η χρονολογία του στοιχείου αυτού δεν έχει οριστικά καθοριστεί. Πιθανόν να ανήκει στην εποχή της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ' ή στο 10ο αιώνα ή ακόμα και στην εποχή του Νικηφόρου Φωκά (μετά το 963).
Ο τίτλος του Έπαρχου της Κωνσταντινούπολης δινόταν στον Γενικό Διοικητή της πρωτεύουσας, που διέθετε απεριόριστη σχεδόν εξουσία, κατέχοντας την ανώτατη θέση στη γραφειοκρατία του Βυζαντίου. Βασικό καθήκον του Έπαρχου ήταν η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της πρωτεύουσας, καθώς και η εξάσκηση της δικαιοδοσίας του επί των «συλλόγων» και των «συντεχνιών» των βιοτεχνών και εμπόρων της Κωνσταντινούπολης. Το «Επαρχικό βιβλίο» διαφωτίζει πολύ την πλευρά αυτής της ζωής της πρωτεύουσας, επειδή πολύ σπάνια μιλάνε γι’ αυτήν οι παλαιότερες πηγές. Αναφέρει τις διάφορες τάξεις των βιοτεχνών και των εμπόρων, δίνοντας μια περιγραφή της εσωτερικής οργάνωσης των συντεχνιών τους, της στάσης του κράτους απέναντί τους κλπ.
Ο πίνακας των συλλόγων που αναφέρονται σ’ αυτό το βιβλίο αρχίζει με τον σύλλογο των συμβολαιογράφων (ταβουλλάριοι, Tabularii), οι οποίοι έπρεπε, εκτός από τα άλλα, να γνωρίζουν τα 60 βιβλία των «Βασιλικών». Κατόπιν έρχονται οι συντεχνίες των κοσμηματοπωλών (αργυροπράτες), των εμπόρων του μεταξιού (βεστιοπράτες και μεταξοπράτες), των όσων υφαίνουν το μετάξι (σηρικάριοι), των εμπόρων μάλλινων (πρανδιοπράτες) και λινών υφασμάτων (οθονιοπράτες), των κηροποιών (κηρουλάριοι), των σαπωνοποιών (σαπωνοπράτες), των εμπόρων δερμάτινων ειδών και των αρτοποιών (μάγκιποι). Ο πίνακας των εμπόρων που αναφέρει το «Επαρχικό βιβλίο» μιλάει για τους τραπεζίτες (καταλλάκτες) καθώς κι όλους όσους ασχολούνται με διάφορα είδη εμπορίου. Κάθε σύλλογος απολάμβανε μονοπωλιακά δικαιώματα, ενώ τιμωρούταν αυστηρά κάθε προσπάθεια εξάσκησης δύο συγχρόνως εμπορίων, έστω και αν τα εμπόρια αυτά ήταν όμοια μεταξύ τους.
Η εσωτερική ζωή των συντεχνιών, η οργάνωσή τους και η εργασία, η παραχώρηση αγορών, η ρύθμιση των τιμών και του κέρδους, η εξαγωγή και η εισαγωγή εμπορευμάτων και πολλά άλλα προβλήματα ρυθμίζονταν με βάση τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης. Ο Έπαρχος της Κωνσταντινούπολης ήταν ο μόνος ανώτερος κρατικός υπάλληλος που είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει προσωπικά ή μέσω των αντιπροσώπων του στη ζωή των συντεχνιών και να ρυθμίζει την παραγωγή ή το εμπόριό τους.
Η περιγραφή των συντεχνιών του Βυζαντίου, που βρίσκουμε στο βιβλίο αυτό, μας δίνει το υλικό για μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση με τις μεσαιωνικές συντεχνίες της Δυτικής Ευρώπης.
Περισσότερο από 100 «Νεαρές» έχουν διασωθεί από την εποχή του Λέοντα ΣΤ', και μας δίνουν πλούσιο υλικό για να γνωρίσουμε την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα.

ΟΙ «ΔΥΝΑΤΟΙ» ΚΑΙ ΟΙ «ΦΤΩΧΟΙ»
Τα νομοθετικά έργα του Βασιλείου Α' και του Λέοντα ΣΤ', τον 9ο και 10ο αιώνα, επέφεραν μια προσωρινή αναγέννηση της νομικής φιλολογίας, που εκδηλωνόταν αφενός με την εμφάνιση πολλών ερμηνειών και μεταφράσεων των «Βασιλικών» (σχόλια) και αφετέρου με την έκδοση διαφόρων συντομευμένων συλλογών και εγχειριδίων.
Ο 10ος αιώνας χαρακτηρίζεται επίσης από μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος τάση των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να εκδηλώσουν, μέσω ενός αριθμού Νεαρών την αντίδρασή τους σ’ ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της περιόδου αυτής, στο πρόβλημα δηλαδή της εκτεταμένης ανάπτυξης των μεγάλων ιδιοκτησιών, που εξελίσσονταν σε βάρος των μικροϊδιοκτητών αγροτών, καθώς και ελεύθερων αγροτών γενικά.
Την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων, η τάξη των δυνατών είχε και πάλι αναπτυχθεί σοβαρά. Στην άλλη άκρη βρισκόταν η τάξη των «φτωχών», η οποία μπορεί να συγκριθεί με τους φτωχούς της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης, αλλά και με τα ορφανά της μοσχοβίτικης περιόδου της ρωσικής ιστορίας. Οι φτωχοί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας του 10ου αιώνα ήταν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, μέλη οργανωμένων «κοινοτήτων», που, λόγω των πολλών φόρων και των διαφόρων άλλων καθηκόντων τους, ήταν αναγκασμένοι να ζητούν την προστασία των «ισχυρών», ανταλλάσσοντας την προστασία αυτή με την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους.
Η ανάπτυξη των «δυνατών» τον 10 αιώνα, μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από τις συνέπειες της επανάστασης του Θωμά, την 3η δεκαετία του 9ου αιώνα. Το γεγονός αυτό ισχύει κυρίως για τη Μικρά Ασία όπου, τον 10ο αιώνα, ο αριθμός των μεγαλοϊδιοκτητών αναπτύχθηκε τρομερά. Η τρομερή αυτή επανάσταση προκάλεσε την καταστροφή ενός μεγάλου αριθμού μικροϊδιοκτητών, που αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν την ιδιοκτησία τους στους πλούσιους γείτονές τους. Αυτή όμως ήταν απλά μια από τις πολλές αιτίες που συντέλεσαν στην ανάπτυξη των «δυνατών». Το πρόβλημα γενικά της εξέλιξης των μεγαλοϊδιοκτητών του Βυζαντίου, στη διάρκεια του 9ου και 10ου αιώνα, δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί όσο έπρεπε.
Οι άρχοντες της Μακεδονικής δυναστείας, τουλάχιστον από τον Ρωμανό Λεκαπηνό (919-944) μέχρι τον Βασίλειο Β', που πέθανε το 1025, υπερασπίστηκαν δραστήρια την υπόθεση των μικροϊδιοκτητών, καθώς και τις αγροτικές «κοινότητες» εναντίον των παραβάσεων των ισχυρών, γεγονός που πρέπει να εξηγηθεί με βάση την εκτεταμένη ανάπτυξη των μεγαλοϊδιοκτητών. Οι ισχυροί, ελέγχοντας τεράστιες εκτάσεις γης, μπορούσαν εύκολα να οργανώσουν στρατό, αποτελούμενο από όσους εξαρτιόντουσαν από αυτούς, και να συνωμοτήσουν εναντίον του κράτους. Οι αυτοκράτορες, υπερασπίζοντας τα δικαιώματα των μικροϊδιοκτητών και των αγροτών, υπεράσπιζαν συγχρόνως τον εαυτό τους και το θρόνο τους, που απειλήθηκε σοβαρά τον 10ο αιώνα, ιδίως από τη Μικρά Ασία.
Οι αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι επίσης να υπερασπίζονται τα κτήματα των γεωργών-στρατιωτών. Από την εποχή ακόμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρχε η συνήθεια να δίνουν κτήματα στους στρατιώτες (στα σύνορα της αυτοκρατορίας ή μέσα σ’ αυτήν) με την προϋπόθεση ότι οι ιδιοκτήτες αυτών των κτημάτων θα συνέχιζαν να υπηρετούν στο στρατό. Οι απονομές αυτές συνεχίστηκαν μέχρι το 10 αιώνα, αν και βρίσκονταν σε μια κατάσταση παρακμής. Οι ιδιοκτησίες αυτές των στρατιωτών διέτρεχαν επίσης τον κίνδυνο (9ο και 10ο αιώνα) να μεταβιβαστούν στους ισχυρούς, οι οποίοι αγωνίζονταν να τις αγοράσουν όπως ακριβώς αγόρασαν τις μικρές ιδιοκτησίες των αγροτών.
Τα μέτρα που έλαβαν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Μακεδόνων για την υπεράσπιση των ιδιοκτησιών των αγροτών και των στρατιωτών ήταν πολύ απλά. Απαγόρευσαν στους ισχυρούς να αγοράζουν ή να παίρνουν στην κατοχή τους κτήματα που ανήκαν στους αγρότες και τους στρατιώτες.
Η προσπάθεια αυτή του κράτους έγινε με βάση μια «Νεαρά» που δημοσιεύτηκε το 922 από τον Ρωμανό Α' Λεκαπηνό. Η «Νεαρά» αυτή καθόριζε τρία πράγματα: 1) Κατά την πώληση ενός κτήματος, σπιτιού, αγρού κλπ. προτιμούνται οι χωρικοί και η ελεύθερη «κοινότητά» τους, 2) οι δυνατοί δεν μπορούν να αγοράσουν την ιδιοκτησία του φτωχού έστω και αν πρόκειται για υιοθεσία, δωρεά, κληρονομιά ή ανταλλαγή, και 3) τα κτήματα των γεωργών-στρατιωτών που είχαν αγοραστεί, με οποιονδήποτε τρόπο, στη διάρκεια των 30 τελευταίων ετών, έπρεπε να τους επιστραφούν χωρίς οι αγοραστές να αποζημιωθούν από τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες.
Οι τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπισε η αυτοκρατορία αμέσως μετά τη δημοσίευση αυτής της «Νεαράς», δυσκόλεψαν πολύ την εφαρμογή των μέτρων του Ρωμανού. Πρώιμες κακοκαιρίες, αρρώστιες και πείνα έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους αγρότες και οι δυνατοί, εκμεταλλευόμενοι την αξιοθρήνητη κατάσταση των γεωργών, αγόρασαν τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλές τιμές ή για ένα κομμάτι ψωμί.
Αυτή όμως η ελεεινή ενέργεια των δυνατών ανάγκασε τον Ρωμανό να δημοσιεύσει το 934 μια δεύτερη «Νεαρά», με την οποία επιπλήττει αυστηρά τη σκληρότητα της τάξης των πλουσίων, αναφέροντας ότι οι δυνατοί επέπεσαν στα άτυχα χωριά σαν μια αρρώστια ή γάγγραινα, η οποία τα ρήμαζε, οδηγώντας τα στην τελική τους καταστροφή. Η «Νεαρά» αυτή ανέφερε ότι οι χωρικοί που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους στους δυνατούς, στη διάρκεια της πείνας και των δυσκολιών, μπορούσαν να τα πάρουν πίσω στην ίδια τιμή που τα είχαν πουλήσει. Ύστερα από μια σύντομη απασχόληση με την επιτυχή δράση του στρατού του Βυζαντίου, η Νεαρά τελειώνει ως εξής: «Αν πετύχαμε τόσα πράγματα στον αγώνα μας με τους εξωτερικούς εχθρούς, πώς είναι δυνατόν να αποτύχουμε στη συντριβή των εσωτερικών μας αντιπάλων (των εχθρών της φύσης, των ανθρώπων και της τάξης) μέσω της δίκαιης επιθυμίας μας για ελευθερία, καθώς και μέσω της αδυσώπητης εφαρμογής τούτου του νόμου;».
Το διάταγμα αυτό δεν πέτυχε να σταματήσει την ανάπτυξη των δυνατών και την καταστροφή των μικροϊδιοκτητών. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, σ’ ένα μεταγενέστερο διάταγμά του αναφέρει επίσημα ότι δεν τηρούνταν οι παλαιότεροι νόμοι. Οι περιορισμοί που έβαλε ο Κωνσταντίνος στους πλούσιους ξεπέρασαν και αυτούς του Ρωμανού. Ο Νικηφόρος Φωκάς όμως, που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με τη χήρα του Ρωμανού Β', ήταν μέλος της τάξης των δυνατών και πολύ φυσικά υποστήριξε τα συμφέροντα αυτής της τάξης, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προκάτοχό του. Κατά τον Vasilievsky, η Νεαρά του Νικηφόρου Φωκά αναμφίβολα μιλάει με πλεονεκτικό τρόπο για τους δυνατούς, αν και γενικά αναφέρεται απλά σε μια ισότητα, καθώς και σε μια εξίσου μεταχείριση και των δύο πλευρών. Η Νεαρά αυτή δηλώνει ότι οι παλαιοί νομοθέτες θεώρησαν όλους τους άρχοντες ως υπέρμαχους του Δικαίου, ενώ οι προκάτοχοι του Νικηφόρου Φωκά ξέφυγαν από τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων, παραμελώντας τελείως τα δικαιώματα των ισχυρών και μη επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν ούτε ό,τι είχαν ήδη ως ιδιοκτησία τους. Ο Νικηφόρος Φωκάς, ακυρώνοντας όλους τους παλαιούς νόμους, συντέλεσε σε νέα, ελεύθερη και ασύδοτη ανάπτυξη της τάξης των πλουσίων.
Ο πιο αυστηρός εχθρός των δυνατών υπήρξε ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος. Δυο αρχηγοί όμως απ’ τις οικογένειες των δυνατών της Μικράς Ασίας, ο Βάρδας Φωκάς κι ο Βάρδας Σκληρός επαναστάτησαν κατά του αυτοκράτορα, ο οποίος κινδύνευσε να χάσει το θρόνο του. Μονάχα η επέμβαση του ρωσικού στρατού, τον οποίον έστειλε ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος εμπόδισε την πτώση του αυτοκράτορα. Επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Βασίλειος θεωρούσε τους μεγάλους γαιοκτήμονες ως τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του και η συμπεριφορά του απέναντί τους ήταν πολύ σκληρή. Κάποτε, περνώντας από την Καππαδοκία, ο Βασίλειος μαζί με όλο το στρατό του, φιλοξενήθηκε στην τεράστια ιδιοκτησία του Ευστάθιου Μαλεΐνου. Υποπτευόμενος ο Βασίλειο ότι ο Μαλεΐνος, ακολουθώντας τα βήματα του Φωκά και του Σκληρού μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλό του, τον πήρε μαζί του στην πρωτεύουσα όπου και τον ανάγκασε να μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά το θάνατο του Μαλεΐνου, κατασχέθηκε η τεράστια περιουσία του.
Σχετικό είναι επίσης το εξής γεγονός: Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε κάποτε για κάποιο φτωχό χωρικό, τον Φιλόκαλο, που έγινε πλούσιος κατακτώντας συγχρόνως και μετατρέποντας σε ιδιοκτησία του το χωριό στο οποίο ζούσε, αφού προηγουμένως του άλλαξε όνομα. Ο Βασίλειος διέταξε την εκ θεμελίων καταστροφή όλων των λαμπρών κτιρίων του Φιλόκαλου, καθώς και την επιστροφή των κτημάτων του στους φτωχούς. Ο Φιλόκαλος, ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορα επανήλθε στη θέση του απλού χωρικού. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι οικογένειες του Φωκά και του Σκληρού και του Μαλεΐνου υπήρξαν απλώς λίγοι από τους πολλούς δυνατούς της Μικράς Ασίας.
Η περίφημη Νεαρά του 996 κατάργησε κάθε προηγούμενη υποστήριξη των δικαιωμάτων των δυνατών, που είχαν αποκτήσει παράνομα τα κτήματα των χωρικών και που είχαν προσπαθήσει να πετύχουν τις επιδιώξεις τους είτε με δωροδοκίες είτε με τη βία, για να γίνουν οριστικοί κάτοχοι των όσων είχαν πάρει από τους φτωχούς με φαύλους τρόπους. Τα κτήματα που είχαν πάρει οι δυνατοί πριν από την έκδοση του πρώτου διατάγματος του Ρωμανού, θα παρέμεναν στην εξουσία τους μόνον εφόσον θα αποδεικνυόταν η κυριότητα επ’ αυτών με έγγραφες αποδείξεις ή με βάση μαρτυρίες πολλών μαρτύρων. Επίσης τα δικαιώματα του κράτους δεν δέχονταν κανένα περιορισμό.
Το πρόβλημα των στρατιωτικών κτημάτων απασχόλησε και αυτό τους Μακεδόνες άρχοντες, οι οποίοι εξέδωσαν αρκετές, σχετικές, Νεαρές.
Εκτός από τη Νεαρά του 996, ο Βασίλειος εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικό με τον γνωστό ως «αλληλέγγυο» φόρο. Από τις αρχές του 9ου αιώνα (σύμφωνα με σχετική πληροφοριακή πηγή) ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' εξέδωσε διαταγές που με βάση αυτές οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώνουν όλους τους φόρους των γειτόνων φτωχών. Το «αλληλέγγυο» ως φόρος δεν ήταν κάτι το νέο, επειδή αποτελεί συνέχεια και παραλλαγή του ρωμαϊκού συστήματος της «επιβολής». Οι διαταγές του Νικηφόρου Α' δημιούργησαν τέτοια αντίθεση προς τον αυτοκράτορα ώστε οι διάδοχοί του αναγκάστηκαν να καταργήσουν το φόρο αυτόν. Όταν οι ανάγκες για χρήματα, που προκλήθηκαν από τον βουλγαρικό πόλεμο, αυξήθηκαν και συγχρόνως η επιθυμία του Βασιλείου Β' να κτυπήσει δυνατά τους πλούσιους είχε μεγαλώσει, ο αυτοκράτορας αναζωογόνησε το νόμο που καθιστούσε υπεύθυνους τους πλούσιους γαιοκτήμονες για την πληρωμή των φόρων των φτωχών, εφόσον οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να τους πληρώσουν. Αν το μέτρο αυτό, που τόσο το υποστήριξε ο Βασίλειος Β', είχε μείνει σε ισχύ για αρκετό χρονικό διάστημα μπορούσε να καταστρέψει τους ισχυρούς ιδιοκτήτες τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των «κοσμικών» κτημάτων. Αλλά το «αλληλέγγυο» ίσχυσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Στην αρχή του 11ου αιώνα ο Ρωμανός Γ' Αργυρός, που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με την κόρη του Κωνσταντίνου Η', Ζωή, παρακινούμενος από το ενδιαφέρον του για το καλό των πλουσίων και την επιθυμία του να βρει τρόπο συμβιβασμού με τον ανώτερο κλήρο και τους ευγενείς, ακύρωσε το μισητό «αλληλέγγυο».
Γενικά τα διατάγματα των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, του 10ου αιώνα, αν και περιόρισαν κάπως τις καταπατήσεις των ισχυρών, πέτυχαν πολύ λίγα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Τον 11ο αιώνα οι περίφημες Νεαρές ξεχάστηκαν και εγκαταλείφθηκαν. Ο ίδιος αιώνας γνώρισε μια μεταβολή της εσωτερικής πολιτικής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι οποίοι άρχισαν ελεύθερα να υποστηρίζουν τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, επισπεύδοντας έτσι τη μεγάλη ανάπτυξη της δουλείας, αν και οι ελεύθεροι αγρότες και οι ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες δεν εξαφανίστηκαν τελείως από την αυτοκρατορία, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν.

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ
Η οργάνωση των επαρχιών, κατά τον 9ο αιώνα και την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων συνέχισε την ανάπτυξή της με βάση τη διαίρεση σε θέματα (επαρχίες). Η ανάπτυξη αυτή εκδηλώθηκε αφενός μεν με τη διάσπαση των παλαιών θεμάτων και άρα με τον πολλαπλασιασμό τους και αφετέρου με την προαγωγή σε θέματα περιοχών που προηγουμένως ήταν γνωστές με το όνομα «Κλεισούρα».
Τα δύο εξαρχάτα, που θεωρούνται από τους ιστορικούς ως οι πραγματικοί πρόδρομοι των θεμάτων, αποξενώθηκαν από την αυτοκρατορία. Το εξαρχάτο της Αφρικής καταλήφθηκε από τους Άραβες στα μέσα του 7ου αιώνα, ενώ το εξαρχάτο της Ραβέννας καταλήφθηκε στα πρώτα 50 χρόνια του 8ου αιώνα από τους Λογγοβάρδους, οι οποίοι γρήγορα αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν τις περιοχές του εξαρχάτου αυτού στον βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, που με τη σειρά του το πρόσφερε στον Πάπα (754), θέτοντας έτσι τις βάσεις του περίφημου μεσαιωνικού Παπικού κράτους. Τον 7ο αιώνα το Βυζάντιο, εκτός από τα εξαρχάτα, είχε 5 στρατιωτικές διοικήσεις, που δε λέγονταν ακόμα θέματα. Στις αρχές του 9ου αιώνα υπήρχαν 10 θέματα: 5 ασιατικά, 4 ευρωπαϊκά και ένα ναυτικό. Με βάση ορισμένα στοιχεία που βρέθηκαν στα έργα του Άραβα γεωγράφου Ibn-Khurdadhban, του 9ου αιώνα, καθώς και σε άλλες πηγές, οι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι τον 9ο αιώνα υπήρχαν 20 στρατιωτικές περιοχές, οι οποίες όμως δεν ήταν όλες θέματα. Ανάμεσα στις περιοχές αυτές υπήρχαν και δύο «κλεισουραρχίες», ένα «δουκάτο» και δύο «αρχοντάτα». Ο Φιλόθεος (899) αναφέρει 25 θέματα, ενώ ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει στο σχετικό με τα θέματα έργο του (10ος αιών) έναν πίνακα 29 θεμάτων: 17 ασιατικών, μαζί με 4 θαλασσινά θέματα και 12 ευρωπαϊκών μαζί με το θέμα της Σικελίας, τμήμα του οποίου αποτελούσε (τον 10ο αιώνα, μετά την κατάκτηση της Σικελίας από τους Άραβες) το θέμα της Καλαβρίας. Τα 12 ευρωπαϊκά θέματα μαζί με το θέμα της Χερσώνας, στην Κριμαία, που ιδρύθηκε πιθανόν τον 9ο αιώνα. Ο πίνακας που δημοσίευσε ο Benesevic και που αποδίδεται στην εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού, πριν από το 921-927, αναφέρει 30 θέματα. Τον 11ο αιώνα ο αριθμός τους έφτασε τα 38, και τα περισσότερα τα διοικούσε ένας στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός.
Λόγω των συχνών μεταβολών του αριθμού των θεμάτων και λόγω έλλειψης πηγών σχετικών με την ιστορική τους εξέλιξη, οι γνώσεις μας οι σχετικές με τη σπουδαία αυτή έκφανση της ζωής του Βυζαντίου είναι περιορισμένες κι ανακριβείς.
Πρέπει όμως να λεχθεί κάτι για τις «κλεισούρες» και τους «κλεισουράρχες». Το όνομα «κλεισούρα» δινόταν, την εποχή του Βυζαντίου, στα συνοριακά οχυρά και στη γύρω από αυτά περιοχή ή, πιο γενικά, σε μια μικρή επαρχία που τη διοικούσε ο «κλεισουράρχης», που η εξουσία του δεν ήταν εξίσου μεγάλη με αυτήν του στρατηγού, ενώ πολύ πιθανόν δεν συγκέντρωνε την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση. Μερικές από τις «κλεισούρες», όπως για παράδειγμα, η κλεισούρα της Σικελίας, της Σεβάστειας (στη Μ. Ασία) και μερικές άλλες, έγιναν αξιόλογες λόγω της μετατροπής τους σε θέματα.
Οι στρατηγοί, που ήταν αρχηγοί των θεμάτων, είχαν στη διάθεσή τους ένα μεγάλο σώμα υπαλλήλων. Το λιγότερο την εποχή του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού οι στρατηγοί των ανατολικών θεμάτων, μαζί με τα θαλάσσια θέματα, ενισχύονταν από το ταμείο του κράτους, ενώ οι στρατηγοί των θεμάτων της Δύσης συντηρούνταν από τα εισοδήματα των περιοχών τους.
Η οργάνωση των θεμάτων έφτασε στο κατακόρυφο της ανάπτυξής της την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων. Μετά την περίοδο αυτή το σύστημα των θεμάτων άρχισε σιγά-σιγά να παρακμάζει εν μέρει λόγω των κατακτήσεων των Σελτζούκων Τούρκων, στη Μικρά Ασία και εν μέρει λόγω των μεταβολών που έγιναν στη ζωή του Βυζαντίου κατά την περίοδο των Σταυροφοριών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: