18/5/11

Η δυναστεία των Κομνηνών [33]

Η επανάσταση του 1081 ανέβασε στο θρόνο τον Αλέξιο Κομνηνό, του οποίου ο θείος Ισαάκιος υπήρξε αυτοκράτορας, για ένα μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη της 6ης δεκαετίας του 11ου αιώνα. (1057-1059).
Η βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές επί Βασιλείου Β', προέρχεται από ένα χωριό που δεν απέχει πολύ από την Αδριανούπολη. Αργότερα τα μέλη της οικογένειας εξελίχθηκαν σε μεγαλοκτηματίες της Μικράς Ασίας. Τόσο ο Ισαάκιος όσο και ο ανεψιός του Αλέξιος ξεχώριζαν λόγω των στρατιωτικών τους ικανοτήτων. Με τη καθοδήγηση του Αλέξιου το κόμμα των στρατιωτικών και οι μεγαλοκτηματίες των επαρχιών θριάμβευσαν κατά των γραφειοκρατών και της πολιτικής εξουσίας της πρωτεύουσας θέτοντας συγχρόνως τέλος στην εποχή των ανωμαλιών.
Οι πρώτοι τρεις Κομνηνοί πέτυχαν να κρατήσουν το θρόνο επί ένα αιώνα και τον μεταβίβαζαν από τον πατέρα στο γιο.
Χάρη στη δραστήρια κι επιδέξια διοίκησή του ο Αλέξιος Α' (1081-1118) εξασφάλισε την αυτοκρατορία από σοβαρούς εξωτερικούς κινδύνους, οι οποίοι μερικές φορές απειλούσαν την ύπαρξη του κράτους. Η διαδοχή όμως του θρόνου δημιουργούσε πολλές δυσκολίες. Αρκετά πριν το θάνατό του, ο Αλέξιος, είχε ορίσει το γιο του Ιωάννη ως διάδοχό του, πράγμα που ερέθισε τη μεγαλύτερή του κόρη Άννα, την περίφημη συγγραφέα του ιστορικού έργου «Αλεξιάδα», η οποία δημιούργησε μια περίπλοκη συνωμοσία για να απομακρύνει τον Ιωάννη και να αναδείξει ως διάδοχο του θρόνου τον άντρα της (επίσης ιστορικό) Νικηφόρο Βρυέννιο. Ο ηλικιωμένος Αλέξιος παρέμεινε όμως σταθερός στην απόφασή του και, μετά το θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ιωάννης Β' (1118-1143) αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει μια σκληρή δοκιμασία. Μια συνωμοσία εναντίον του αποκαλύφθηκε, αρχηγός της οποίας ήταν η αδελφή του Άννα, ενώ συγχρόνως είχε αναμιχθεί και η μητέρα του. Η απόπειρα αυτή απέτυχε, αλλά ο Ιωάννης μεταχειρίστηκε τους συνωμότες με πολλή επιείκεια τιμωρώντας τους περισσότερους με στέρηση της περιουσίας τους. Λόγω των μεγάλων του ηθικών προσόντων ο Ιωάννης ήταν γενικά σεβαστός, και ονομαζόταν «Καλο-Ιωάννης». Τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Λατίνοι συγγραφείς εξυμνούν τον χαρακτήρα του Ιωάννη. Ο Νικήτας Χωνιάτης τον χαρακτηρίζει ως «κορωνίδα» όλων των αυτοκρατόρων της οικογένειας των Κομνηνών. Ο Γίββων, που ήταν πάντα αυστηρός στις κρίσεις του για τους άρχοντες του Βυζαντίου, όταν αναφέρεται σ’ αυτόν «τον καλύτερο και μεγαλύτερο από τους πρίγκιπες των Κομνηνών», λέει ότι «ούτε ο φιλοσοφημένος Μάρκος Αυρήλιος δε θα καταφρονούσε τις ανεπιτήδευτες αρετές του διαδόχου του, οι οποίες πήγαζαν από την καρδιά του, δίχως να είναι δανεισμένες από τα σχολεία».
Καθώς ήταν αντίθετος με τις άσκοπες πολυτέλειες και τις σπάταλες ασωτίες, ο Ιωάννης επηρέασε την αυλή του, η οποία, στη διάρκεια της βασιλείας του έζησε μια αυστηρή και οικονομική ζωή χωρίς διασκεδάσεις, εορτές και τεράστια έξοδα. Αφετέρου η βασιλεία αυτού του εύσπλαχνου, ήρεμου και πολύ ηθικού αυτοκράτορα υπήρξε μια μικρή, αλλά συνεχής στρατιωτική εκστρατεία.
Ο γιος και διάδοχός του Μανουήλ Α' (1143-1180) ήταν ένας τελείως αντίθετος τύπος από τον Ιωάννη. Εκ πεποιθήσεως θαυμαστής της Δύσης, ο νέος αυτοκράτορας άλλαξε αμέσως την αυστηρή ατμόσφαιρα που είχε εγκαταστήσει ο πατέρας του στη αυλή. Χαρούμενες διασκεδάσεις, έρωτες, δεξιώσεις, γιορτές, οργάνωση κυνηγιού με βάση τα δυτικά πρότυπα, αθλητικοί αγώνες, όλα αυτά αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά της ζωής της Κωνσταντινούπολης. Οι επισκέψεις στην πρωτεύουσα ξένων αρχόντων, όπως για παράδειγμα, των βασιλιάδων της Γερμανίας και της Γαλλίας, του Σουλτάνου του Ικονίου και πολλών Λατίνων πριγκίπων της Ανατολής, με τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ επικεφαλής, απαιτούσαν τεράστια χρηματικά ποσά.
Πολλοί Ευρωπαίοι από τη Δύση παρουσιάστηκαν στην αυλή του Βυζαντίου και οι πιο υπεύθυνες θέσεις της αυτοκρατορίας περιήλθαν στα χέρια τους. Ο Μανουήλ παντρεύτηκε δυο φορές, κάθε φορά από μια πριγκίπισσα της Δύσης. Πρώτη του γυναίκα ήταν η Γερμανίδα Βέρθα-Ειρήνη, ενώ η δεύτερη, η Μαρία, ήταν μια Γαλλίδα με σπάνια ομορφιά, κόρη ενός πρίγκιπα της Αντιόχειας. Η όλη βασιλεία του Μανουήλ ρυθμιζόταν από τις δυτικές του ιδέες, καθώς και από το απατηλό του όνειρο της αποκατάστασης της ενότητα; Της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία ήλπιζε να πετύχει με τη βοήθεια του Πάπα, που θα στερούσε το βασιλιά της Γερμανίας από το αυτοκρατορικό του στέμμα. Για τον σκοπό αυτό ήταν ήδη έτοιμος να επιδιώξει την ενότητα με τη Δυτική Καθολική Εκκλησία. Η πίεση των Λατίνων και η παραμέληση των εσωτερικών συμφερόντων όμως δημιούργησαν μια μεγάλη δυσαρέσκεια ανάμεσα στον πληθυσμό και άρχισε να δημιουργείται μια έντονη επιθυμία αλλαγής του συστήματος. Ο Μανουήλ όμως πέθανε πριν προλάβει να δει τις συνέπειες της πολιτικής του.
Ο Αλέξιος Β' (1180-1183), γιος και διάδοχος του Μανουήλ, ήταν μόλις 12 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του Μαρία ανακηρύχθηκε αντιβασιλέας. Στην πραγματικότητα όμως η εξουσία περιήλθε στα χέρια του ανεψιού του Μανουήλ, Αλέξιου Κομνηνού. Η νέα κυβέρνηση εξαρτιόταν από την υποστήριξη του λατινικού παράγοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια. Η αυτοκράτειρα Μαρία, η οποία στην αρχή ήταν πολύ λαοφιλής, θεωρείτο τώρα σαν «ξένη». Ο Γάλλος ιστορικός Diehl συγκρίνει τη θέση της Μαρίας με της Μαρίας Αντουανέτας, η οποία την εποχή της Γαλλικής επανάστασης ονομαζόταν από τον λαό «Αυστριακιά».
Ένα ισχυρό κόμμα σχηματίστηκε εναντίον του παντοδύναμου Αλέξιου Κομνηνού, με αρχηγό τον Ανδρόνικο Κομνηνό, μια μοναδική και ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, (τόσο για τον ιστορικό όσο και για τον μυθιστοριογράφο) της βυζαντινής ιστορίας.
Ο Ανδρόνικος, ανεψιός του Ιωάννη Β' και ξάδελφος του Μανουήλ Α', ανήκε στους πιο νεαρούς από τους Κομνηνούς, που ενώ είχαν απομακρυνθεί από το θρόνο, διακρίθηκαν λόγω της εξαιρετικής τους δραστηριότητας, την οποία μερικές φορές όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν σωστά. Αργότερα, στην τρίτη γενιά, η γραμμή αυτή των Κομνηνών έδωσε τους άρχοντες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που είναι γνωστοί στην ιστορία ως η δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών.
«Εξόριστος πρίγκιπας» του 12ου αιώνα «ο μέλλων Ριχάρδος Γ' της βυζαντινής ιστορίας», στου οποίου την ψυχή υπήρχε «κάτι το παρόμοιο με ό,τι είχε ο Καίσαρ Βοργίας», «Αλκιβιάδης της μέσης Βυζαντινής αυτοκρατορίας», ο Ανδρόνικος αντιπροσώπευε «έναν τέλειο τύπο Βυζαντινού του 12ου αιώνα, με όλες τις αρετές και όλες τις κακίες». Ωραίος, λεπτός και ευφυολόγος, αθλητής και πολεμιστής, μορφωμένος και θελκτικός (κυρίως για τις γυναίκες που τον λάτρευαν) κουφός και ευερέθιστος, σκεπτικιστής και, σε περίπτωση ανάγκης, υποκριτής και επίορκος, φιλόδοξος συνωμότης και ραδιούργος, τρομερός, αργότερα, για τη θηριωδία του, ο Ανδρόνικος, όπως λέει ο Diehl, όντας εκ φύσεως μεγαλοφυΐα, θα μπορούσε να γίνει σωτήρας και αναμορφωτής της εξαντλημένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας αν διέθετε έστω και μερικά ηθικά κριτήρια.
Ένας σύγχρονος ιστορικός του Ανδρόνικου, ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφει γι’ αυτόν ότι «ποιος γεννήθηκε από τέτοια δυνατή πέτρα ή με μια καρδιά σφυρηλατημένη σε τέτοιο αμόνι που να μη μπορεί να μαλακώσει από τα δάκρυα του Ανδρόνικου ή να μη συγκινηθεί από την πανουργία των λόγων του που πήγαζαν σαν από μια σκοτεινή πηγή». Ο ίδιος ιστορικός συγκρίνει τον Ανδρόνικο με τον «πολύμορφο Πρωτέα».
Παρά τη φαινομενική φιλία του με τον Μανουήλ, ο Ανδρόνικος ήταν ύποπτος στον αυτοκράτορα και γι’ αυτό δεν είχε ευκαιρίες δημόσιας προβολής του στο Βυζάντιο. Πέρασε το περισσότερο διάστημα της βασιλείας του Μανουήλ περιπλανώμενος στις διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Όταν στάλθηκε από τον αυτοκράτορα πρώτα στην Κιλικία και μετά στα σύνορα της Ουγγαρίας, ο Ανδρόνικος κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον της ζωής του Μανουήλ και κλείστηκε σε μια φυλακή της Κωνσταντινούπολης, όπου πέρασε αρκετά χρόνια. Ύστερα από πολλές περιπέτειες πέτυχε να δραπετεύσει μέσω ενός εγκαταλειμμένου οχετού, αλλά συνελήφθη και πάλι για να φυλακιστεί για αρκετά ακόμα χρόνια. Δραπέτευσε όμως και πάλι στο Βορρά και κατέφυγε στη ΝΔ Ρωσία, στον πρίγκιπα της Γαλικίας Γιαροσλάβ. Το 1165 ένας Ρώσος χρονογράφος ανέφερε ότι «ο ξάδελφος του αυτοκράτορα Κύριος (Kyr) Ανδρόνικος, κατέφυγε από την Κωνσταντινούπολη στον πρίγκιπα της Γαλικίας Γιαροσλάβ, ο οποίος τον δέχθηκε με μεγάλη αγάπη, δίνοντάς του αρκετές πόλεις για παρηγοριά». Όπως αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές, ο Ανδρόνικος έγινε δεκτός από τον Γιαροσλάβ, με ευγένεια. Έμεινε στο σπίτι του πρίγκιπα, έτρωγε και κυνηγούσε μαζί του και ακόμα συμμετείχε στα συμβούλιά του με την αριστοκρατία. Η παραμονή όμως του Ανδρόνικου στην αυλή του πρίγκιπα της Γαλικίας φαινόταν επικίνδυνη στον Μανουήλ, ενώ ο ανήσυχος συγγενής του είχε ήδη αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Ούγγρους, οι οποίοι ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ αποφάσισε να συγχωρήσει τον Ανδρόνικο, ο οποίος έφυγε από τη Γαλικία για την Κωνσταντινούπολη, αφού τον αποχαιρέτησε ο Γιαροσλάβ (όπως λέει ένας Ρώσος χρονογράφος) «με μεγάλες τιμές».
Αφού διορίστηκε Δούκας της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, δεν έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Έφτασε στην Παλαιστίνη μέσω Αντιόχειας όπου ερωτεύτηκε τη συγγενή του αυτοκράτορα και χήρα του βασιλιά των Ιεροσολύμων Θεοδώρα, που υποχώρησε στις παρακλήσεις του. Ο εξαγριωμένος αυτοκράτορας διέταξε την τύφλωση του Ανδρόνικου, που ειδοποιήθηκε εγκαίρως, ξέφυγε με τη Θεοδώρα και για αρκετά χρόνια περιπλανιόταν στη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Αρμενία, φτάνοντας ακόμα μέχρι και τη μακρινή Ιβηρία.
Τελικά οι απεσταλμένοι του Μανουήλ πέτυχαν να συλλάβουν τη Θεοδώρα και τα παιδιά που είχε κάνει με τον Ανδρόνικο, ο οποίος μη μπορώντας να υποφέρει το χαμό αυτόν αποφάσισε να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Μανουήλ συγχώρεσε τον Ανδρόνικο, που φαινομενικά μετανόησε για τα σφάλματά του. Ο διορισμός του ως διοικητή του Πόντου, στη Μικρά Ασία, υπήρξε ένα είδος τιμητικής εξορίας ενός επικίνδυνου συγγενή. Την εποχή αυτή (1180) πέθανε ο Μανουήλ και ο γιος του Αλέξιος Β' (ένα παιδί 12 ετών) έγινε αυτοκράτορας, ενώ ο Ανδρόνικος ήταν τότε 60 ετών.
Αυτή είναι η βιογραφία του ανθρώπου, στο πρόσωπο του οποίου ο λαός της πρωτεύουσας είχε συγκεντρώσει όλες του τις ελπίδες εναντίον της λατινόφιλης πολιτικής της αυτοκράτειρας-αντιβασίλισσας Μαρίας και του Αλέξιου Κομνηνού. Με πολύ ικανότητα, ισχυριζόμενος ότι υπερασπίζεται τα δικαιώματα του ανήλικου Αλέξιου, που βρισκόταν υπό την εξουσία των αδύνατων αρχόντων, κινδυνεύοντας να εξελιχθεί σε «φιλο-ρωμαίο», ο Ανδρόνικος πέτυχε να κερδίσει τις καρδιές του απελπισμένου λαού, που και τον θεοποίησε. Ένας σύγχρονός του, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης λέει ότι ο Ανδρόνικος «ήταν για την πλειονότητα του λαού πιο αγαπητός και από τον ίδιο τον Θεό» ή το λιγότερο η αγάπη του λαού προς τον Ανδρόνικο ερχόταν αμέσως μετά την αγάπη του προς τον Θεό.
Αφού καλλιέργησε κατάλληλα τα αισθήματα του λαού της πρωτεύουσας, ο Ανδρόνικος βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Μόλις μαθεύτηκε το νέο, ο πληθυσμός της πρωτεύουσας άφησε να εκδηλωθεί όλο του το μίσος για τους Λατίνους και επιτέθηκε εναντίον της περιοχής τους, σφάζοντας Λατίνους χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας. Το εξαγριωμένο πλήθος δεν κατέστρεφε μόνο τα σπίτια, αλλά και τις λατινικές εκκλησίες, καθώς και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Μάλιστα, σ’ ένα νοσοκομείο σκοτώθηκαν οι άρρωστοι που ήταν στα κρεβάτια τους. Ο αντιπρόσωπος του Πάπα αποκεφαλίστηκε, ενώ πολλοί Λατίνοι πουλήθηκαν ως δούλοι στις τουρκικές αγορές. Με τη σφαγή αυτή των Λατίνων, το 1182, όπως λέει ο Uspensky, «ο σπόρος της φανατικής έχθρας που υπήρχε μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αν δεν φυτεύτηκε, εν τούτοις αυξήθηκε». Ο παντοδύναμος Αλέξιος Κομνηνός φυλακίστηκε και τυφλώθηκε, ενώ ο Ανδρόνικος μπήκε στη πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Εκτός από τον Αλέξιο τυφλώθηκε και ο νικητής των Ούγγρων, ο στρατηγός Ανδρόνικος Κοντοστέφανος. Ο Ανδρόνικος, θέλοντας να ενισχύσει τη θέση του, άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφει τους συγγενείς του Μανουήλ και διέταξε τον πνιγμό της αυτοκράτειρας Μαρίας. Έτσι ο Ανδρόνικος έγινε συν-αυτοκράτορας με τον Αλέξιο Β'. Λίγες μέρες αργότερα, παρά την υπόσχεση που έδωσε να σεβαστεί τη ζωή του Αλέξιου, διέταξε κρυφά τον πνιγμό του και, το 1183 ο Ανδρόνικος, σε ηλικία 63 ετών, έγινε ο μόνος και παντοδύναμος αυτοκράτορας.
Καταλαμβάνοντας το θρόνο με σχέδια που έγιναν αργότερα γνωστά, ο Ανδρόνικος μπορούσε να παραμένει στην εξουσία μ’ ένα σύστημα εκφοβισμού κι απερίγραπτης σκληρότητας. Στα εξωτερικά ζητήματα του κράτους δεν έδειξε δραστηριότητα ή πρωτοβουλία. Ο λαός στράφηκε εναντίον του και το 1185 ξέσπασε επανάσταση, η οποία οδήγησε στο θρόνο τον Ισαάκιο Άγγελο. Η προσπάθεια του Ανδρόνικου να ξεφύγει, απέτυχε. Εκθρονίστηκε και υπέστη βδελυρά βασανιστήρια και προσβολές, που αντιμετώπισε με υπεράνθρωπο θάρρος. Στη διάρκεια των βασανιστηρίων του επαναλάμβανε πολλές φορές «Κύριε, ελέησέ με! Γιατί σπάζεις ένα μωλωπισμένο καλάμι;» Ο νέος αυτοκράτορας δεν επέτρεψε καν την ταφή του κομματιασμένου Ανδρόνικου και, με την τραγωδία αυτή, έληξε η τελευταία λαμπρή δυναστεία του Βυζαντίου.

ΑΛΕΞΙΟΣ Α' - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΡΜΑΝΔΟΥΣ
Η μορφωμένη και ικανή κόρη του νέου αυτοκράτορα Άννα Κομνηνή, έλεγε ότι ο πατέρας της, στις αρχές της βασιλείας του, αντιμετωπίζοντας στην Ανατολή τους Τούρκους και στη Δύση τους Νορμανδούς «έβλεπε ότι η αυτοκρατορία του βρισκόταν σε μια μοιραία αγωνία». Η εξωτερική κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν πολύ σοβαρή και σιγά-σιγά γινόταν πιο ενοχλητική και πιο περίπλοκη.
Ο Δούκας της Απουλίας Ροβέρτος Γυισκάρδος αφού κατέβαλε τις κτήσεις του Βυζαντίου, στη Ν. Ιταλία, κατέστρωσε ευρύτερα σχέδια. Έχοντας τη φιλοδοξία να δώσει ένα χτύπημα στη καρδιά του Βυζαντίου, μετέφερε τις εχθρικές του ενέργειες στις ακτές της Αδριατικής, στη Βαλκανική χερσόνησο. Άφησε τη διοίκηση της Απουλίας στο νεαρότερο γιο του Ρογήρο και μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδο, γνωστό από τη συμμετοχή του στην Α' Σταυροφορία, έπλευσε με ισχυρό στόλο εναντίον του Αλέξιου. Κύριος και άμεσος σκοπός του υπήρξε η κατάληψη της ναυτικής πόλης του Δυρραχίου, στην Ιλλυρία. Το Δυρράχιο, κύρια πόλη του θέματος του Δυρραχίου, που οργανώθηκε την εποχή του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και δίκαια θεωρείτο ως το κλειδί της αυτοκρατορίας στη Δύση. Η περίφημη στρατιωτική οδός, η Εγνατία, που είχε κατασκευαστεί από την εποχή των Ρωμαίων, οδηγούσε από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη και από εκεί προς την Κωνσταντινούπολη. Συνεπώς, ο Ροβέρτος ήταν τελείως φυσικό να συγκεντρώσει όλη του την προσοχή στο Δυρράχιο. Αυτή η εκστρατεία υπήρξε «το προανάκρουσμα των Σταυροφοριών και η προετοιμασία για την επικράτηση των Φράγκων στην Ελλάδα» (C.Hopf), «η προ-σταυροφορία του Ροβέρτου Γυισκάρδου, ο μεγάλος του πόλεμος εναντίον του Αλέξιου Κομνηνού» (Grégoire).
Αντιλαμβανόμενος ότι με τις δικές του δυνάμεις δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Νορμανδών, ο Αλέξιος Κομνηνός ζήτησε βοήθεια από τη Δύση. Ανάμεσα στους άλλους άρχοντες στους οποίους απευθύνθηκε ήταν και ο Ερρίκος Δ', της Γερμανίας. Ο Ερρίκος, την εποχή αυτή, αντιμετώπιζε ορισμένες δυσκολίες μέσα στην αυτοκρατορία του, ενώ συγχρόνως δεν είχε ακόμα τακτοποιήσει τις διαφορές του [1] με τον Πάπα Γρηγόριο Ζ’ και γι’ αυτό δεν μπορούσε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Η Βενετία όμως, εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα, απάντησε θετικά στην έκκληση του Αλέξιου. Σε αντάλλαγμα αυτής της βοήθειας, ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε στη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου μεγάλα εμπορικά προνόμια. Συνέφερε του Βενετούς να υποστηρίξουν τον αυτοκράτορα της Ανατολής στον αγώνα του εναντίον των Νορμανδών, επειδή σε περίπτωση στρατιωτικής τους επιτυχίας οι τελευταίοι θα έλεγχαν αμέσως τους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στο Βυζάντιο και την Ανατολή. Θα έπαιρναν δηλαδή στην εξουσία τους κάτι που οι Βενετοί ήλπιζαν με τον καιρό να ελέγξουν. Εκτός από αυτό όμως παρουσιάστηκε για τη Βενετία ένας πραγματικός και άμεσος κίνδυνος: Η κατάκτηση από τους Νορμανδούς των νησιών του Ιονίου και ιδίως της Κέρκυρας και της Κεφαλληνιάς, καθώς και των δυτικών ακτών της Βαλκανικής χερσονήσου θα απέκλειε την Αδριατική στο στόλο της Βενετίας.
Μετά την κατάληψη της Κέρκυρας, οι Νορμανδοί πολιόρκησαν το Δυρράχιο από την ξηρά και τη θάλασσα. Αν και τα πλοία των Βενετών ελευθέρωσαν την πολιορκημένη πόλη από την πλευρά της θάλασσας, ο στρατός, υπό την καθοδήγηση του Αλέξιου και αποτελούμενος από Μακεδόνες, Σλάβους, Τούρκους, την αυτοκρατορική φρουρά και μερικές άλλες εθνικότητες, υφίστατο βαριές απώλειες. Στις αρχές του 1082 το Δυρράχιο άνοιξε τις πύλες του στον Ροβέρτο, αλλά μια επανάσταση που εξερράγη στη Ν. Ιταλία τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από εκεί. Ο Βοημούνδος, στον οποίο ανατέθηκε η αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος, νικήθηκε τελικά. Μια νέα εκστρατεία του Ροβέρτου κατά του Βυζαντίου πέτυχε, αλλά μια επιδημία που παρουσιάστηκε στο στρατό του πρόσβαλε και τον ίδιο τον Ροβέρτο, ο οποίος πέθανε το 1085 στα βόρεια της Κεφαλληνιάς. Ακόμα και σήμερα ένα μικρό ακρωτήριο κι ένα χωριό του νησιού, το Φισκάρδο, υπενθυμίζει το όνομα του δυναμικού Δούκα της Απουλίας. Με το θάνατο του Ροβέρτου η εισβολή των Νορμανδών στην περιοχή του Βυζαντίου σταμάτησε και το Δυρράχιο ήρθε και πάλι στην εξουσία των Βυζαντινών.
Δείξαμε ήδη ότι η επιθετική πολιτική του Ροβέρτου Γυισκάρδου στη Βαλκανική χερσόνησο απέτυχε. Την εποχή αυτή όμως το θέμα των νοτίων ιταλικών κτήσεων του Βυζαντίου λύθηκε οριστικά. Ο Ροβέρτος ίδρυσε το ιταλικό κράτος των Νορμανδών, επειδή ήταν ο πρώτος που πέτυχε να ενώσει τα διάφορα κρατίδια που σχημάτισαν οι συμπατριώτες του και να σχηματίσει το Δουκάτο της Απουλίας, το οποίο κάτω από τη διοίκησή του γνώρισε μια περίοδο λαμπρότητας. Κάποια παρακμή του Δουκάτου που ακολούθησε το θάνατο του Ροβέρτου κράτησε 50 περίπου χρόνια, μετά από τα οποία η ίδρυση του βασιλείου της Σικελίας άνοιξε μια νέα εποχή για την ιστορία των Νορμανδών της Ιταλίας. Όπως λέει ο Γάλλος ιστορικός Chalandon, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος «άνοιξε νέους δρόμους για τις φιλοδοξίες των απογόνων του. Μετά από αυτόν, οι Νορμανδοί της Ιταλίας θα έστρεφαν το βλέμμα τους προς την Ανατολή και 12 χρόνια αργότερα, ο Βοημούνδος θα δημιουργούσε ένα δικό του πριγκιπάτο (σε βάρος του Βυζαντίου)».
Η Βενετία σε αντάλλαγμα της βοήθειας που έδωσε ο στόλος της, έλαβε από τον αυτοκράτορα τεράστια εμπορικά προνόμια, τα οποία εξασφάλισαν για τη δημοκρατία του Αγίου Μάρκου μια τελείως εξαιρετική θέση στην αυτοκρατορία. Εκτός από τα θαυμάσια δώρα που στάλθηκαν στις εκκλησίες της Βενετίας και τους τιμητικούς τίτλους και το μισθό που δόθηκε στον Δόγη και τον Πατριάρχη της Βενετίας και τους διαδόχους του, ένα αυτοκρατορικό «χρυσόβουλο», του Μαΐου του 1082, έδινε στους Βενετούς εμπόρους το δικαίωμα της αγοραπωλησίας για όλη την αυτοκρατορία, ελευθερώνοντάς τους συγχρόνως από όλους τους φόρους και όλες τις σχετικές με το εμπόριο υποχρεώσεις. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι του Βυζαντίου δεν είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τα εμπορεύματα των Βενετών. Στην πρωτεύουσα οι Βενετοί απέκτησαν δική τους περιοχή με πολλά καταστήματα, καθώς και 3 σκάλες όπου τα πλοία των Βενετών μπορούσαν να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν ελεύθερα.
Το «χρυσόβουλο» του Αλέξιου δίνει έναν ενδιαφέροντα πίνακα των τοποθεσιών της αυτοκρατορίας (εσωτερικών και παραλιακών) που ήταν σημαντικές φια το εμπόριο και που ανοίχθηκαν στη Βενετία. Οι τοποθεσίες αυτές βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, τη Βαλκανική χερσόνησο, την Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κωνσταντινούπολη, που στο «χρυσόβουλο» ονομάζεται Μεγαλόπολη. Οι Βενετοί υποσχέθηκαν να παραμείνουν πιστοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Οι έμποροι της Βενετίας, με τα δικαιώματα που αποκτούσαν, βρίσκονταν σε πολύ πιο ευνοϊκή θέση από αυτήν των εμπόρων του Βυζαντίου. Με το «χρυσόβουλο» του Κομνηνού ετίθετο μια σταθερή βάση για την ενίσχυση της δύναμης της Βενετίας στην Ανατολή και οι συνθήκες που καθιερώθηκαν για τη δημιουργία της οικονομικής της υπεροχής στο Βυζάντιο ήταν τέτοιες, ώστε να καθιστούν αδύνατο για πολύ καιρό τον συναγωνισμό. Οι ίδιες όμως οικονομικές παραχωρήσεις που έγιναν στη Βενετία χρησίμευσαν, με την πάροδο του καιρού και την αλλαγή των συνθηκών, ως μια από τις αιτίες των πολιτικών περιπλοκών που προέκυψαν μεταξύ της ανατολικής αυτοκρατορίας και της δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου.

ΤΟΥΡΚΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΣΙΝΑΚΟΙ
Ο κίνδυνος των Σελτζούκων Τούρκων από την Ανατολή και των Πατσινάκων από τον Βορρά, ο οποίος ήταν αρκετά απειλητικός από την εποχή των προκατόχων του Αλέξιου Κομνηνού, αυξήθηκε σε ένταση στη διάρκεια της βασιλείας του. Η νίκη κατά των Νορμανδών και ο θάνατος του Γυισκάρδου επέτρεψαν στον Αλέξιο να επανακτήσει στη Δύση τις ακτές μέχρι την Αδριατική, αλλά στα άλλα σύνορα οι επιθέσεις των Τούρκων και των Πατσινάκων υπήρξαν τόσο πετυχημένες που είχαν ως αποτέλεσμα μια σοβαρή μείωση της έκτασης της αυτοκρατορίας. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την εποχή αυτή «ο Βόσπορος αποτελούσε τα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή και η Αδριανούπολη στη Δύση».
Στη Μικρά Ασία, η οποία είχε σχεδόν τελείως καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την αυτοκρατορία επειδή ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες είχε ξεσπάσει ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη των Τούρκων, δημιουργώντας μια κατάσταση αναρχίας. Ο Αλέξιος όμως δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τις διαμάχες των Τούρκων, επειδή έπρεπε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Πατσινάκων στο βορρά.
Στις διαμάχες τους με το Βυζάντιο οι Πατσινάκοι βρήκαν συμμάχους, μέσα στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Παυλικιανοί αντιπροσώπευαν μια θρησκευτική αίρεση της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις κυριότερες διακλαδώσεις του Μανιχαϊσμού, που ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα από τον Παύλο Σαμοσατέα για να μεταρρυθμισθεί τον 7ο αιώνα.
Ζώντας στη Μικρά Ασία, στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου και εμμένοντας σταθερά στο δόγμα τους, οι Παυλικιανοί προκαλούσαν μερικές φορές με την πολεμική τους σοβαρά ζητήματα στο Βυζαντινό κράτος. Μια συνηθισμένη μέθοδος της εσωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου υπήρξε η μεταφορά από το ένα μέρος στο άλλο διαφόρων εθνικοτήτων. Για παράδειγμα, οι Σλάβοι μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία και οι Αρμένιοι στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Παυλικιανοί μεταφέρθηκαν και αυτοί, σε μεγάλη έκταση, από τα ανατολικά σύνορα στη Θράκη τον 8ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο Ε' Κοπρώνυμο και τον 10ο αιώνα από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Κέντρο των Παυλικιανών στα Βαλκάνια έγινε η Φιλιππούπολη. Ο Τσιμισκής με το να εγκαταστήσει την αποικία αυτή στην περιοχή της Φιλιππούπολης, πέτυχε να απομακρύνει τους επίμονους Παυλικιανούς από τα κέντρα τους στα ανατολικά σύνορα, όπου του ήταν πολύ δύσκολο να τους ελέγχει, ενώ συγχρόνως ήλπιζε ότι στη νέα τους εγκατάσταση οι Παυλικιανοί θα χρησίμευαν ως ένα ισχυρό προπύργιο εναντίον των συχνών εισβολών των βαρβάρων από τον βορρά. Τον 10 αιώνα, το δόγμα των Παυλικιανών μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία από τον Βογόμιλο, το όνομα του οποίου δόθηκε από τους Βυζαντινούς συγγραφείς στους οπαδούς του, που ονομάζονται Βογόμιλοι. Από τη Βουλγαρία το δόγμα των Βογομίλων διαδόθηκε στη Σερβία και τη Βοσνία και από εκεί στη Δυτική Ευρώπη, όπου οπαδοί του πήραν διάφορα ονόματα: Καθαροί στη Γερμανία και την Ιταλία και Αλβιγηνοί, Αλβιγαίοι ή Αλβίγγειοι στη Γαλλία.
Το κράτος όμως απογοητεύθηκε από τις προσδοκίες που είχε σχετικά με τη βοήθεια των Παυλικιανών που εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική χερσόνησο. Πρώτα απ’ όλα η απροσδόκητη διάδοση του δόγματός τους υπήρξε γρήγορη και μεγάλη. Κατόπιν οι οπαδοί του δόγματος των Βογομίλων έγιναν συνήγοροι της εθνικής και πολιτικής αντίθεσης των Σλάβων εναντίον της αυστηρής βυζαντινής διοίκησης, τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα κοσμικά ζητήματα, και κυρίως στη Βουλγαρία, την οποία είχε καταλάβει ο Βασίλειος Β'. Συνεπώς, αντί να υπερασπίζονται την περιοχή του Βυζαντίου από τους βόρειους βαρβάρους, οι Βογόμιλοι κάλεσαν τους Πατσινάκους να πολεμήσουν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Κομάνοι ενώθηκαν με τους Πατσινάκους.
Ο αγώνας με τους Πατσινάκους, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόσκαιρα επιτυχής, ήταν σε βάρος της δύναμης του Βυζαντίου. Στα τέλη της 9ης δεκαετίας ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστη μια τρομερή ήττα στο Δορύστολο, στον κάτω Δούναβη και κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί και ο ίδιος. Ο αγώνας όμως που ξέσπασε, για τα λάφυρα, ανάμεσα στους Πατσινάκους και τους Κομάνους, εμπόδισε τους πρώτους να εκμεταλλευτούν ολοκληρωτικά τη νίκη τους.
Μετά από μια σύντομη ανάπαυλα, την οποία εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατσινάκους με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατσινάκοι, μετά από έναν επίμονο αγώνα έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την ημέρα της γιορτής του μάρτυρα Θεόδωρου, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την Εκκλησία του μάρτυρα σ’ ένα προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες της πόλης και να βγουν έξω, γιατί οι Πατσινάκοι στέκονταν κάτω από τα τείχη.
Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη όταν ένας Τούρκος πειρατής, ο Τσαχάς, άρχισε να απειλεί την πρωτεύουσα από το νότο. Είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, στην αυλή του Νικηφόρου Βατανιάτη, όπου απέκτησε έναν ανώτερο βυζαντινό τίτλο και όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος Κομνηνός έφυγε στη Μικρά Ασία. Έχοντας κατακτήσει, με τη βοήθεια του στόλου του, τη Σμύρνη και μερικές άλλες πόλεις της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας καθώς και μερικά νησιά του Αιγαίου, ο Τσαχάς αποφάσισε τολμηρά να κτυπήσει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και να την αποκλείσει από κάθε μέσο τροφοδοσίας. Για την εξασφάλιση του σχεδίου του ήρθε σε συνεννόηση με τους Πατσινάκους, στο Βορρά και τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας, στην Ανατολή. Ο Τσαχάς βέβαιος για την επιτυχία, ονόμαζε ήδη τον εαυτό του αυτοκράτορα, φόρεσε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και οραματιζόταν να κάνει την Κωνσταντινούπολη κέντρο του κράτους του. Τόσο οι Πατσινάκοι όσο και οι Σελτζούκοι ήταν Τούρκοι που, χάρη στις στρατιωτικές και πολιτικές τους σχέσεις, αντιλήφθηκαν την εθνογραφική τους συγγένεια. Ο Ρώσος επιστήμονας Vasilievsky αναφέρει ότι «στο πρόσωπο του Τσαχά παρουσιάστηκε ένας εχθρός του Βυζαντίου που συνδυάζοντας το θάρρος ενός βάρβαρου με τη λεπτότητα της βυζαντινής αγωγής και την εξαιρετική γνώση όλων των πολιτικών ζητημάτων της ανατολικής Ευρώπης της εποχής αυτής σχεδίαζε να γίνει η ψυχή μιας γενικής κίνησης των Τούρκων. Ο Τσαχάς θα μπορούσε μα θέσει ένα λογικό και συγκεκριμένο σκοπό καθώς και κάποιο γενικό σχέδιο στις δίχως νόημα περιπλανήσεις και λεηλασίες των Πατσινάκων».
Φαινόταν ότι στα ερείπια της ανατολικής αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος, των Σελτζούκων και των Πατσινάκων. «Η Βυζαντινή αυτοκρατορία», συνεχίζει ο Vasilievsky, «πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων». Ένας άλλος ιστορικός, ο Uspensky, γράφει ότι «τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, οπότε οι Οθωμανοί Τούρκοι πολιόρκησαν από όλες τις μεριές την Κωνσταντινούπολη, αποκόπτοντάς της κάθε εξωτερική επικοινωνία».
Ο Αλέξιος αντιλήφθηκε την τρομερή κατάσταση της αυτοκρατορίας κι ακολούθησε τη συνηθισμένη βυζαντινή διπλωματική τακτική της εξέγερσης ενός βάρβαρου κατά του άλλου: Έκανε έκκληση στους Χάνους (πρίγκιπες) των Κομάνων ζητώντας τη βοήθειά τους εναντίον των Πατσινάκων. Οι άγριοι και θηριώδεις Χάνοι των Κομάνων, Tugorkhan και Boniak, πολύ γνωστοί στους Ρώσους χρονογράφους, κλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όπου έγιναν δεκτοί με τον πιο κολακευτικό τρόπο. Ο αυτοκράτορας, ταπεινά, ζήτησε τη βοήθεια των βαρβάρων, οι οποίοι ήταν πολύ υπερήφανοι που στέκονταν στο ίδιο επίπεδο με τον αυτοκράτορα. Οι Χάνοι έδωσαν στον Αλέξιο το λόγο τους και τον κράτησαν. Στις 29 Απριλίου, το 1091, έλαβε χώρα μια αιματηρή μάχη στην οποία, κατά πάσα πιθανότητα, έλαβαν μέρος τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Κομάνοι. Οι Πατσινάκοι νικήθηκαν και εκμηδενίστηκαν ανελέητα. Η Άννα Κομνηνή σημειώνει ότι μπορούσε κανείς εκείνη την ημέρα να δει αναρίθμητους ανθρώπους να χάνονται μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η μάχη αυτή άφησε τα ίχνη της σ’ ένα βυζαντινό τραγούδι της εποχής, που λέει ότι «δια μίαν ημέρα οι Σκύθες (έτσι ονομάζει η Κομνηνή τους Πατσινάκους) τον Μάιο ουκ είδαν».
Με την επέμβασή τους με το μέρος του Βυζαντίου, οι Κομάνοι πρόσφεραν τεράστια υπηρεσία στο χριστιανικό κόσμο. Οι αρχηγοί τους πρέπει να συμπεριληφθούν δίκαια στους σωτήρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο Αλέξιος επέστρεψε στην πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Μόνον ένα μικρό τμήμα των αιχμαλώτων Πατσινάκων επέζησε και εγκαταστάθηκε στη βυζαντινή χερσόνησο για να συμμετάσχει αργότερα στον βυζαντινό στρατό, του οποίου αποτέλεσε ιδιαίτερο σώμα. Οι Πατσινάκοι που πέτυχαν να ξεφύγουν πέρα από τα Βαλκάνια ήταν τόσο εξασθενημένοι, ώστε δεν μπόρεσαν πια, για 30 χρόνια, να κάνουν τίποτα εναντίον του Βυζαντίου.
Ο Τσαχάς που είχε τρομοκρατήσει το Βυζάντιο δίχως να πετύχει με το στόλο του την ενίσχυση των Πατσινάκων, έχασε ένα μέρος των κτήσεών του στη διάρκεια των αγώνων του με τις βυζαντινές ναυτικές δυνάμεις. Κατόπιν ο αυτοκράτορας εξήγειρε εναντίον του Τσαχά τον Σουλτάνο της Νίκαιας, ο οποίος και τον σκότωσε με το ίδιο του το χέρι, στη διάρκεια μιας γιορτής. Έτσι η κρίσιμη κατάσταση του 1091, εξελίχθηκε κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες.
Στη διάρκεια των απελπιστικών ημερών του 1091 ο Αλέξιος δεν ζήτησε συμμάχους μόνο ανάμεσα στους Κομάνους βαρβάρους, αλλά και ανάμεσα στους Νατίνους της Δύσης. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι ο Αλέξιος ζητούσε μισθοφόρους από όλες τις πλευρές. Το ότι ο αυτοκράτορας ζήτησε βοήθεια και από τη Δύση φαίνεται από ένα άλλο απόσπασμα της Άννας Κομνηνού, το οποίο αναφέρει ότι, αμέσως μετά, ο Αλέξιος «περίμενε τους μισθοφόρους από τη Ρώμη».
Αναφερόμενοι στα γεγονότα αυτά οι ιστορικοί συχνά συζητούν το πρόβλημα ενός μηνύματος του Αλέξιου Κομνηνού, που έστειλε στον παλιό του φίλο Ροβέρτο, κόμη της Φλάνδρας, που από πριν μερικά χρόνια είχε περάσει, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους, από την Κωνσταντινούπολη. Στο γράμμα του αυτό ο αυτοκράτορας απεικονίζει την απελπιστική κατάσταση «της ιερής αυτοκρατορίας των Ελλήνων Χριστιανών, η οποία πιέζεται από τους Πατσινάκους και τους Τούρκους» και μιλάει για τη προσβολή και σφαγή των Χριστιανών (παιδιών, νέων, γυναικών, κοριτσιών) καθώς και για την ολοκληρωτική σχεδόν κατάκτηση της αυτοκρατορίας από τους εχθρούς. «Δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα», γράφει «εκτός από την Κωνσταντινούπολη, που οι εχθροί μας απειλούν να την αποσπάσουν από εμάς πολύ σύντομα, αν δεν τύχουμε μιας γρήγορης βοήθειας του Θεού και των πιστών Λατίνων Χριστιανών». Ο αυτοκράτορας απευθύνεται εδώ και εκεί, προτιμώντας να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Λατίνων, παρά στα χέρια των απίστων. Για να συγκινήσει περισσότερο τους Λατίνους το μήνυμα αναφέρει έναν μεγάλο πίνακα των λειψάνων της πρωτεύουσας, υπενθυμίζοντας στον κόμη τον αμέτρητο πλούτο και τους θησαυρούς που βρίσκονται εκεί. «Επομένως», γράφει, «σπεύσε με όλο σου τον λαό, ενέτεινε όλες σου τις δυνάμεις μήπως όλοι αυτοί οι θησαυροί πέσουν στα χέρια των Τούρκων και των Πατσινάκων... Δράσε λοιπόν όσο είναι καιρός, έτσι ώστε η χριστιανική αυτοκρατορία και, το σπουδαιότερο, ο Άγιος Τάφος να μη χαθούν και εσύ να βρεις στους ουρανούς αμοιβή και όχι καταδίκη. Αμήν».
Ο Vasilievsky, που τοποθετεί το μήνυμα αυτό στο 1091, γράφει ότι «το 1091, από τις ακτές του Βοσπόρου, ξέσπασε προς τη Δυτική Ευρώπη ένας πραγματικός θρήνος απελπισίας, μια πραγματική κραυγή ενός ανθρώπου που πνίγεται χωρίς να είναι βέβαιος αν ένα φιλικό ή μη φιλικό χέρι θα τον βοηθήσει να σωθεί. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου δεν διστάζει τώρα να αποκαλύψει μπροστά στα μάτια των ξένων όλο το βάθος της ντροπής, της ατιμίας και της ταπείνωσης στην οποία η αυτοκρατορία των Ελλήνων Χριστιανών είχε κατακρημνιστεί».
Το μήνυμα αυτό που έχει διασωθεί μόνο σε μια λατινική έκδοση και περιγράφει τόσο ζωντανά την κρίσιμη κατάσταση του Βυζαντίου το 1091, υπήρξε η αιτία πολλών συζητήσεων μεταξύ των επιστημόνων. Οι γνώμες διχάζονται: μερικοί, όπως για παράδειγμα οι Ρώσοι επιστήμονες Vasilievsky και Uspensky θεωρούν το γράμμα αυθεντικό, ενώ άλλοι, όπως για παράδειγμα ο Γάλλος Riant το θεωρούν ως νόθο. Οι πιο σύγχρονοι ιστορικοί, που ενδιαφέρθηκαν για το πρόβλημα αυτό, τείνουν να δεχθούν με μερικούς περιορισμούς, την αυθεντικότητα του μηνύματος, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη ενός πρωτότυπου κειμένου, που δε διασώθηκε, του μηνύματος που έστειλε ο Αλέξιος Κομνηνός στον Ροβέρτο της Φλάνδρας. Ο Γάλλος ιστορικός Ghalandon υποστηρίζει ότι το μεσαίο τμήμα του μηνύματος συντέθηκε με βάση το πρωτότυπο γράμμα, αλλά το λατινικό μήνυμα σχεδιάστηκε από κάποιον στη Δύση με σκοπό να παρακινήσει τους Σταυροφόρους λίγο πριν από την πρώτη Σταυροφορία (σε μορφή excitatorium). Ένας σύγχρονος εκδότης και ερευνητής της επιστολής, ο Γερμανός επιστήμονας Hagenmeyer, συμφωνεί βασικά, αλλά με μερικούς περιορισμούς, με τη γνώμη του Vasilievsky. Το 1924 ο Leib έγραψε ότι το γράμμα αυτό αποτελεί μια υπερβολική παραποίηση που έγινε μετά τη σύνοδο του Κλερμόν και που αναμφίβολα προέρχεται απ’ το αυθεντικό μήνυμα που έστειλε ο αυτοκράτορας στον Ροβέρτο για να του υπενθυμίσει τις ενισχύσεις που του είχε υποσχεθεί. Τελικά, το 1928, ο Brehier έγραφε ότι «είναι δυνατόν, με βάση την υπόθεση του Ghalandon, ο Ροβέρτος όταν γύρισε στη Φλάνδρα, να ξέχασε την υπόσχεσή του, οπότε ο Αλέξιος του έστειλε μια αντιπροσωπεία και ένα γράμμα, το οποίο όμως φυσικά ήταν τελείως διαφορετικό από το κείμενο που έχει διασωθεί. Το απόκρυφο γράμμα μπορεί να συντάχθηκε, ίσως με βάση το αυθεντικό, τη στιγμή της πολιορκίας της Αντιόχειας, το 1098, με σκοπό την αποστολή ενισχύσεων από τη Δύση. Επομένως το γράμμα του Αλέξιου δεν έχει καμιά σχέση με την προέλευση των Σταυροφοριών».
Στη σχετική με την Α' Σταυροφορία ιστορία του, ο Sybel θεωρεί το γράμμα του Αλέξιου προς τον Ροβέρτο ως επίσημο στοιχεί που σχετίζεται με τη Σταυροφορία.
Μερικές φορές η απασχόληση με το γράμμα που έστειλε ο Αλέξιος Κομνηνός στον Ροβέρτο της Φλάνδρας, οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστολή αυτή συνδέεται, εν μέρει, με το σπουδαίο πρόβλημα του κατά πόσο ο αυτοκράτορας ζήτησε τη βοήθεια της Δύσης. Το ότι η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι ο Αλέξιος έστελνε μηνύματα στη Δύση, υποστηρίζει το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας θα είχε στείλει ένα μήνυμα στον Ροβέρτο της Φλάνδρας, καθώς και την πιθανότητα ότι το γράμμα αυτό αποτελεί τη βάση του εξωραϊσμένου λατινικού κειμένου που διασώθηκε μέχρι τώρα. Είναι πολύ πιθανόν το πρωτότυπο μήνυμα να στάλθηκε από τον Αλέξιο το κρίσιμο έτος του 1091. Είναι επίσης πολύ πιθανόν το 1088-1089 να στάλθηκε ένα αυτοκρατορικό μήνυμα στον βασιλιά της Κροατίας Zvonimir, με την προτροπή να συμμετάσχει στον αγώνα του Αλέξιου Κομνηνού «εναντίον των ειδωλολατρών και των απίστων».
Η επιτυχία του Αλέξιου στον αγώνα του με τους εξωτερικούς εχθρούς είχε σαν επακόλουθο μια παρόμοια επιτυχία εναντίον των εσωτερικών εχθρών. Συνωμότες που θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη θέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ανακαλύφθηκαν και τιμωρήθηκαν.
Εκτός από τους λαούς που αναφέρθηκαν, οι Σέρβοι και οι Μαγυάροι (Ούγγροι) άρχισαν να αποκτούν σημαντική οντότητα, την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού, πριν από την Α' Σταυροφορία. Το δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα, η Σερβία έγινε κράτος ανεξάρτητο και η ανεξαρτησία της επισημοποιήθηκε με την απόκτηση, εκ μέρους του Σέρβου πρίγκιπα, του βασιλικού τίτλου (Kral). Αυτό υπήρξε το πρώτο βασίλειο της Σερβίας με πρωτεύουσα τη Σκόρδα (Σκούταρι). Οι Σέρβοι είχαν συμμετάσχει στο στρατό του Αλέξιου στον πόλεμο με τους Νορμανδούς, εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα την κρίσιμη στιγμή. Όταν όμως το Δυρράχιο ανακαταλήφθηκε από το Βυζάντιο, άρχισαν οι εχθροπραξίες μεταξύ του Αλέξιου και της Σερβίας, οι οποίες όμως λόγω των δύσκολων περιστάσεων για την αυτοκρατορία, δεν μπόρεσαν να είναι ευνοϊκές για τον αυτοκράτορα. Λίγο πριν από τη Σταυροφορία, όμως, η αυτοκρατορία συνήψε ειρήνη με τους Σέρβους.
Οι σχέσεις με την Ουγγαρία, που είχε προηγουμένως συμμετάσχει στον Βουλγαρο-βυζαντινό πόλεμο του 10ου αιώνα, εντάθηκαν την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, η Ουγγαρία, υπό τους βασιλείς της δυναστείας των Arpad, άρχισε να εκτείνεται στα νότια προς τη θάλασσα, δηλαδή προς την ακτή της Δαλματίας. Αυτό δυσαρέστησε τόσο τη Βενετία όσο και το Βυζάντιο.
Έτσι η διεθνής πολιτική της αυτοκρατορίας, την εποχή της Α' Σταυροφορίας, έγινε πιο πολύπλοκη, δημιουργώντας νέα προβλήματα.
Στα τέλη σχεδόν του 11ου αιώνα, ο Αλέξιος Κομνηνός, που είχε υπερνικήσει τους πολυάριθμους κινδύνους που τον απειλούσαν, ενώ συγχρόνως φαινόταν να έχει δημιουργήσει ειρηνικές συνθήκες για την αυτοκρατορία, μπορούσε σιγά-σιγά να ετοιμάζεται για τον αγώνα του με τους Σελτζούκους της Ανατολής. Έχοντας υπόψη του τον αγώνα αυτόν, ο αυτοκράτορας έλαβε ορισμένα επιθετικά μέτρα, οπότε πληροφορήθηκε ότι οι Σταυροφόροι πλησίαζαν στα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Η Α' Σταυροφορία είχε αρχίσει αλλάζοντας τα σχέδια του Αλέξιου και οδηγώντας αυτόν και την αυτοκρατορία σε νέους δρόμους που θα αποδεικνύονταν αργότερα μοιραίοι για το Βυζάντιο.

Υποσημείωση
[1] Ο Γρηγόριος Ζ' όρισε η εκλογή του Πάπα να γίνεται από τους Καρδινάλιους και όχι από τους ηγεμόνες (1075). Ο Ερρίκος Δ' εξεγέρθηκε κατά του παπικού διατάγματος, γιατί έχανε προνόμια κι εισοδήματα με την κατάργηση του διορισμού των επισκόπων. Το 1077 ο Ερρίκος συνάντησε τον Πάπα και υποβλήθηκε σε ταπεινωτική μετάνοια. Αργότερα όμως τον ανέτρεψε και πέτυχε να γίνει Πάπας ένας ευνοούμενός του, που τον έστεψε και αυτοκράτορα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: